Pages

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ - ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΜΠΑΖΗΣ : "ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΖΟΥΜΕ ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΟΛΥ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ"



Ο Θοδωρής Αμπαζής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967 και σπούδασε σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας στην Μουσική Ακαδημία της Ουτρέχτης (1989-1993) με υποτροφία από το Ίδρυμα Α. Ωνάσης. Παράλληλα συνεργάστηκε με την Ακαδημία Θεάτρου της Ουτρέχτης σε μουσικοθεατρκές παραγωγές και σεμινάρια ενώ το 2006 του απονεμήθηκε από το Μουσείο Θεάτρου το βραβείο «Δημήτρης Μητρόπουλος» για την μουσική του στις παραστάσεις «Όνειρο» και «Τρεις αδελφές – Ut Consecutivum». Έχει διατελέσει Καλλιτεχνικός Διευθυντής των ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πάτρας και Καβάλας και  είναι Αναπληρωτής Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Εμείς τον συναντούμε με αφορμή την όπερα «Περουζέ» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη που σκηνοθετεί, η οποία μετά από 70 περίπου χρόνια σιωπής  αναβιώνει από την Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών στις 16 και 17 Ιουνίου στο Ηρώδειο, σε λιμπρέτο Γεωργίου Τσοκόπουλου και μουσική διεύθυνση Βύρωνα Φιδετζή. «Μιλάμε για όλα τα άλλα, λες και θα μας κρατήσουν στην ζωή τα νούμερα ή οι πολιτικές αντιπαραθέσεις μόνο, που τελικά όλα έχουν να κάνουν με μια βαθύτερη φιλοσοφία σχετικά με το πως θέλω να είμαι, πως θέλω να υπάρχω και αν θέλω να αναπνέω με όλους μου τους πόρους ή με ένα κομμάτι που θα ορίζεται από αλλού και θα αποφασίζει τι θέλω να κάνω στην ζωή μου» μας λέει μιλώντας μας για αυτή την μεγάλη συνάντηση με την Περουζέ, τον έρωτα και την διαφορετικότητα.

«Περουζέ» 70 χρόνια περίπου μετά την τελευταία παρουσίαση της από την ΕΛΣ. Τι σας οδήγησε σε αυτή την επιλογή
Αυτό οφείλεται αρχικά στην σημαντική δουλειά του Γιώργου Λεωτσάκου που μπόρεσε και έσωσε την πρωτότυπη παρτιτούρα της Περουζέ και η ειρωνεία είναι ότι η παρτιτούρα είχε καταστραφεί από νερό. Είχε διαβρωθεί δηλαδή το χαρτί από νερό και έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό, γιατί η όπερα αυτή έχει πολύ έντονο το στοιχείο του νερού. Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό που μετά από τόσα χρόνια καταφέρνουμε και ξανά έχουμε την παρτιτούρα και έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον πως ξανά ανακαλύπτει ουσιαστικά κανείς έναν συνθέτη που είναι τόσο καταγεγραμμένος στην συνείδηση μας ως συνθέτης οπερέτας και ανακαλύπτεις αυτή του την πλευρά και μέσα από αυτή την πλευρά του Σακελλαρίδη αρχίζουν να σε ενδιαφέρουν και άλλοι συνθέτες όπως ο Λαυράγκας, ο Σαμάρας, ο Καλομοίρης φυσικά, άνθρωποι λίγο παραγκωνισμένοι όσον αφορά τις παραστάσεις μουσικού θεάτρου στην Ελλάδα, τους θεωρούμε λίγο παλιούς και πολύ επηρεασμένους από το εξωτερικό παρόλο που είχαν ενσωματώσει και πολλά ελληνικά στοιχεία στις μουσικές τους και μάλιστα οι αντίστοιχοι συνθέτες που βρίσκονται στα βαλκάνια έχουν μεγάλη αναγνωρισιμότητα και απήχηση.
Πως θα περιγράφατε τον Σακελλαρίδη ως συνθέτη;
Ο Σακελλαρίδης είναι μια περίπτωση Μολιέρου, με την έννοια ενώ ως συνθέτη του άρεσε να γράφει μελοδράματα, και μάλιστα το πρώτο έργο – μονόπρακτο «Ο Πειρατής» που προηγήθηκε της Περουζέ, ήταν όπερα και μάλιστα είχε ήδη σημειώσει πολύ μεγάλη επιτυχία, τελικά έγινε περισσότερο γνωστός για τις οπερέτες του. Ήταν τότε η εποχή που στην Ευρώπη ήταν της μόδας η οπερέτα- δεν είχε έρθει ακόμα στην Ελλάδα- και ο Σακελλαρίδης ήταν αυτός που ουσιαστικά έφερε την οπερέτα στην Ελλάδα. Έτσι η Περουζέ του γνώρισε μεν πολύ μεγάλη επιτυχία (μετά το 11 και μέχρι τον πόλεμο το 40 ταξιδεύοντας σε μέρη όπως η Κωνσταντινούπολη, το Καϊρο, η Γερμανία), αλλά λόγω της πολύ μεγαλύτερης απήχησης που είχαν οι οπερέτες του – έγραψε 65 οπερέτες και 5 όπερες- έμεινε γνωστός για αυτές, όπως ο Μολιέρος, που τελικά έμεινε για τα κωμικά του έργα.
Γιατί δεν παίχτηκε τόσα χρόνια από το 50 που η λυρική ξαναπαρουσίασε το έργο αυτό;
Ο λόγος που σίγησε τόσα χρόνια η Περουζέ είναι ότι όταν κανείς λέει ότι θα ανεβάσει Σακελλαρίδη, εννοεί συνήθως το Βαφτιστικό, το Πικνίκ, την Χαλιμά, όλα αυτά τα έργα που ξέρει και αγαπά το κοινό. Όπως και στην περίπτωση του Μολιέρου, όταν αναφερόμαστε στα έργα του δεν σκεφτόμαστε τον Δον Ζουάν, σκεφτόμαστε συνήθως τον «Αρχοντοχωριάτη», τον «Σοφολογιότατο» δηλαδή κωμωδίες κυρίως. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Σακελλαρίδη.
Σε επίπεδο ιστορίας, τι ήταν αυτό που σας συγκίνησε;
Ο Σακελλαρίδης είναι ένας συνθέτης που ασχολείται με τον έρωτα και στις οπερέτες του και στα μελοδράματα του και δυστυχώς ζούμε σε μια εποχή που δεν πολύ μιλάμε για τον έρωτα. Τον θεωρούμε κάτι μπανάλ, ξεπερασμένο. Ασχολούμαστε κυρίως με πολιτικά και οικονομικά ζητήματα. Δεν μιλάμε για την ίδια την φύση και την ύπαρξη του ανθρώπου, που αποτελεί τον πυρήνα της ζωής, που είναι ο έρωτας και για την ίδια την ερωτική έλξη που προκαλεί, όπως έλεγε και ο Παπαδιαμάντης, «παν τι το μισητόν», οτιδήποτε δηλαδή κανονικά θα έπρεπε να μας προκαλούσε απέχθεια. Αυτό είναι ένα θεμελιώδες ζήτημα στην Περουζέ, που φέρνει μαζί της την φωτιά, την καταστροφή, το πάθος και την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης και φυσικά αυτό την καθιστά και τρομερά ελκυστική και δελεαστική για τον Θάνο, που είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας. Δεν θα μείνω στο θρησκευτικό στοιχείο (που αφορά στον έρωτα μιας τσιγγάνας και ενός χριστιανού) γιατί αυτό στις αρχές του αιώνα έχει να κάνει και με άλλα πράγματα, όπως η ταλαιπωρία όλων αυτών των ανθρώπων που πάντοτε υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι οι «αποδιοπομπαίοι τράγοι», εμάς μας ενδιαφέρει περισσότερο η συνάντηση με την διαφορετικότητα που γεννά παράφορους έρωτες, πάθη και ταυτόχρονα πάρα πολύ βία.


Έχει τελικά μια επαναστατικότητα αυτό το έργο.
Σαφώς αλλά με κυρίαρχο στοιχείο τον έρωτα. Έχει γίνει λίγο ταμπού να μιλάμε για την βασική δύναμη, την βασική μας ανάγκη, αυτό που πραγματικά μας κρατάει στην ζωή. Μιλάμε για όλα τα άλλα, λες και θα μας κρατήσουν στην ζωή τα νούμερα ή οι πολιτικές αντιπαραθέσεις μόνο, που τελικά όλα έχουν να κάνουν με μια βαθύτερη φιλοσοφία σχετικά με το πως θέλω να είμαι, πως θέλω να υπάρχω και αν θέλω να αναπνέω με όλους μου τους πόρους ή με ένα κομμάτι που θα ορίζεται από αλλού και θα αποφασίζει τι θέλω να κάνω στην ζωή μου. Η Περουζέ έρχεται και φέρνει αυτή την ελευθερία, την επανάσταση που είναι ουσιαστικά μια προσωπική αντίσταση σε όλο αυτό που συμβαίνει γύρω μας.
Ως σκηνοθέτης πως καλείσθε να προσεγγίσετε την Περουζέ;
Ο Σακελλαρίδης είναι ένας μεγαλειώδης συνθέτης, δραματουργός. Κάθε νότα, κάθε μουσική αλλοίωση, μετατροπία, αλλαγή τέμπο, ακόρντα, τονικότητες, όλα αυτά πατάνε σε μια βαθιά γνώση της ανθρώπινης ύπαρξης, των σχέσεων και ακόμα και της ίδιας της λειτουργίας του θεάτρου. Δηλαδή τι χρειάζονται αυτοί οι άνθρωποι, πως επικοινωνούνε, ποια είναι τα μεγάλα γεγονότα που συμβαίνουν στην ζωή τους, τι αλλοιώνει αυτό στις συμπεριφορές τους. Όλα αυτά ο Σακελλαρίδης τα έχει γράψει στις νότες και μάλιστα είναι τόσο πολύ συγκεκριμένος στο τι γράφει και πως το γράφει που σε βοηθά να καταλάβεις όλη την ιστορία και δεν σε αφήνει να κάνεις κάτι άλλο. Επειδή πρόκειται για αναβίωση μετά από τόσα χρόνια, τόσο εγώ όσο και οι συνεργάτες μου προσπαθούμε να μελετήσουμε πολύ προσεκτικά κάθε σκηνή του έργου και να καταλάβουμε ποια είναι η σκηνοθεσία της μουσικής, έτσι ώστε να το τιμήσουμε και να το εκφράσουμε μέσα από μια σημερινή ματιά, χωρίς να το προδώσουμε.
Να μιλήσουμε λίγο και για τον ρόλο της Φιλαρμόνιας Ορχήστρας Αθηνών από την οποία παρουσιάζεται αυτή η όπερα.
Είναι μια εξαιρετική ορχήστρα και σε μια εποχή που δεν έχουμε την δυνατότητα να έχουμε ορχήστρες πολλές. Η χώρα μας αυτή την στιγμή, εκτός από τους κρατικούς θεσμούς, δηλαδή την Λυρική, την Συμφωνική της ΕΡΤ, την Καμεράτα και την κρατική ορχήστρα Θεσσαλονίκης, δεν έχει πολλές ορχήστρες και αυτές οι μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες μας χρειάζονται για να μπορούμε να έχουμε συμφωνικούς συνθέτες, διαφορετικά δεν θα υπάρχει δυνατότητα να δοκιμάσει και να παρουσιάσει κανείς και νέους συνθέτες και δεν μπορούν να έχουν και κίνητρο να γράψουν συμφωνικά έργα. Και αυτό δυστυχώς αποτελεί ένα μεγάλο έλλειμα στην χώρα μας. Γι’ αυτό και η Φιλαρμόνια είναι μια πολύ συγκινητική προσπάθεια και πρέπει όλοι να την υποστηρίξουμε.
Μετά την Περουζέ τι ;
Αυτή την στιγμή γράφω μια όπερα, που θα παρουσιαστεί στην ΔΗΛΟ , «Φως Ημέρας» που θα ανακοινωθεί σύντομα, αρχές Οκτώβρη, σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, την Περιφέρεια και τον Δήμο της Δήλου. Είναι μια μικρή όπερα αλλά πολύ σημαντική για την Δήλο και εμείς είμαστε πολύ συγκινημένοι που θα κάνουμε κάτι εκεί.

Συνέντευξη στην 
Δέσποινα Ραμαντάνη