«Ό, τι έμεινε τελικά από εκείνη ήταν ένα κρανίο… ένα μνημείο που θα θυμίζει το κάλος της τέχνης.» Σαν τις νότες μιας μελωδίας που σιγά – σιγά χαμηλώνουν, ώσπου ο ήχος τους χάνεται αφήνοντας πίσω του ένα ανεξίτηλο ίχνος, η ιστορία της γλύπτριας Camille Claudel, αδελφής του ποιητή και διπλωμάτη Paul Claudel αναβιώνει μέσα από το επιστολογραφικό έργο "Camille Claudel: To κύμα της τρέλας", ως τις 13/04 στη σκηνή του Θεάτρου Μεταξουργείου , σε σκηνοθεσία Στέλιου Κρασανάκη μέσα από την αποκαλυπτική ερμηνεία της Λυδίας Φωτοπούλου, φωτίζοντας τις σχέσεις μεταξύ της τέχνης και της τρέλας του Μεσοπολέμου αλλά και την προσωπικότητα της γυναίκας που διεκδίκησε την προσωπική και καλλιτεχνική της ελευθερία σε μια εποχή που η γυναικεία έκφραση δεν ήταν εύκολο να βρει διέξοδο. Όπως κάθε λαμπρό και πρωτοπόρο πνεύμα με μια ρηξικέλευθη στάση ζωής, η Claudel δημιούργησε, προκάλεσε, ενόχλησε, αγαπήθηκε , πολεμήθηκε, απομονώθηκε, παραμελήθηκε, ταπεινώθηκε και εξοντώθηκε όμως τελικά δεν λησμονήθηκε. Μέσα από την μουσική του Debussy, τα στιγμιότυπα της εποχής από το Hotel Biron, όπου στεγάζεται το Μουσείο Ροντίν αλλά και την φυσικότητα της εικόνας, του λόγου και της κίνησης, ο θεατής ανακαλύπτει την μοιραία αυτή γυναίκα σαν να πρόκειται για ένα αρχαιολογικό εύρημα που έρχεται από τα βάθη του χρόνου για να μας ξυπνήσει μια παράξενη οικειότητα, δικαιώνοντας το έργο της, που παίρνει όλο και μεγαλύτερη αξία και αποδεικνύοντας, ότι τελικά κανείς δεν μπορεί να φυλακίσει την ανθρώπινη έκφραση. Ο χρόνος την απελευθερώνει!
Ήταν τελικά τρελή η Claudel ή ήταν απλώς ένα πλάσμα που εγκλωβίστηκε μέσα στα κοινωνικά στερεότυπα και στις προκαταλήψεις της εποχής του ακριβώς επειδή προηγείτο κατά πολύ εκείνης της εποχής;
Η γυναίκα αυτή , απ’ ότι φαίνεται, δυστύχησε και ευτύχησε συγχρόνως να εμφανιστεί σε μια εποχή, που ήταν πάρα πολύ συντηρητική. Μιλάμε για το δεύτερο μισό του 19 ου αιώνα, όπου η γλυπτική είχε βρεθεί σε ένα σημείο καμπής και μέσα από τα έργα του Ροντέν έπαιρνε μια άλλη τροπή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Claudel βρέθηκε κοντά στους δασκάλους που έπρεπε - ιδιαιτέρως κοντά στον Ροντέν- και τα πρώτα χρόνια της ζωής της κατάφερε να δημιουργήσει εξαιρετικά και πάρα πολύ πρωτοποριακά έργα. Επηρεάστηκε και επηρέασε τον Ροντέν, αναπτύχτηκε μια πολύ στενή και δημιουργική σχέση ανάμεσά τους και στην πορεία η προσωπικότητά της- που ήταν αρκετά σκανδαλώδης και πρωτοποριακή για την εποχή της λόγω και μιας ρηξικέλευθης στάσης ζωής που συνοδεύει συχνά την καλλιτεχνική πρωτοπορία- άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στους γύρω της. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν μια γυναίκα σε μια εποχή που η γυναικεία έκφραση δεν ήταν τόσο επιτρεπτή. Άρχισε να διεκδικεί μια καλλιτεχνική και προσωπική ελευθερία και από κει ξεκίνησαν διάφορα προβλήματα. Το οικογενειακό της περιβάλλον την απομόνωσε θεωρώντας την επικίνδυνη για τους γύρω της και σταδιακά οδηγήθηκε σε αυτή την παρανοϊκή αντίληψη, ότι ο Ροντέν την καταδίωκε και κατέστρεφε τα έργα της. Ενδεχομένως εκλάμβανε ως καταδίωξη την απόσυρση απλώς της υποστήριξής τους , η οποία ήταν πολύ έντονη τα πρώτα χρόνια της σχέσης τους. Στην πραγματικότητα τα έργα της τα κατέστρεφε η ίδια και εδώ υπάρχει για μένα και μια άλλη αντίληψη του πόσο τελικά αυτή η γυναίκα πάλεψε με την ίδια την ύλη που της αντιστεκόταν. Ήταν μια πολύ δύσκολη δουλειά για την ίδια να είναι γλύπτρια και πολλές φορές σε κάποιες επιστολές της που δεν εμφανίζονται στην παράσταση, εκφράζει την επιθυμία να είχε ασχοληθεί με μια πιο γυναικεία δραστηριότητα.
Εκείνο που είναι πολύ ενδιαφέρον είναι συναίσθηση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας που υπάρχει γύρω της.
Η αλήθεια είναι ότι εκφράζει πολύ συχνά ένα ενδιαφέρον σχετικά με το τι συμβαίνει γύρω της. Θέλει να μάθει τι γίνεται στις οικογένειες των ανθρώπων με τους οποίους επικοινωνεί, σε τι κατάσταση βρίσκονται τα παιδιά τους, τι γίνεται με τον πόλεμο και γενικά προσπαθεί να μην εξαφανιστεί. Γιατί αυτό που είναι η χαρακτηριστικό στην περίπτωση της είναι ότι την εξαφάνισαν , πράγμα το οποίο εκφράζει και η ίδια μέσα στην παράσταση λέγοντας χαρακτηριστικά «πέστε σε όλους τι απέγινα…»
Τι φέρνει την ιστορία της ως τις μέρες μας;
Η Camille ήταν ένα πρόσωπο που με ενδιέφερε από παλιά. Τόσο η πορεία της όσο και οι συνθήκες του εγκλεισμού της, μου δημιουργούσαν αρκετά ερωτήματα. Έτσι το 2008 που οργανώσαμε στο Φεστιβάλ Νάξου με θέμα «Τέχνη και Τρέλα» , στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιήθηκαν παραστάσεις για τον Νίτσε για τον Nιζίνσκι κ.α – αποδέχτηκα με μεγάλη χαρά την πρόταση της Γαλλίδας ηθοποιού Ζανί Γκασταλντί να ερμηνεύσει την Claudel στα Γαλλικά. Τότε ήρθα κι εγώ πρώτη φορά σε επαφή με τις επιστολές της και θέλησαν κάποια στιγμή να μεταφέρω επί σκηνής την ιστορία της στα ελληνικά. Μου δόθηκε η ευκαιρία τώρα , με αφορμή την έκθεση για την συλλογή Prinzhorn από την Χαϊδελβέργη , να οργανώσω μια παράσταση που να έχει να κάνει με εκείνη την περίοδο του Μεσοπολέμου αλλά και με το θέμα του εγκλεισμού. Σκέφτηκα ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να μιλήσω για το θέμα αυτό , κάπως μεταφορικά, όχι δηλαδή μέσα από τις γυναίκες δημιουργούς της συλλογής αλλά μέσα από μια άλλη δημιουργό που έζησε την ίδια περίοδο που έζησε εκείνη την εποχή σε μια γειτονική χώρα, θέλοντας να κάνω ένα σχόλιο τόσο πάνω στην τρέλα του πολέμου. Επίσης θεωρώ πως και η Camille την στιγμή που πεθαίνει μοιάζει σαν ένα θύμα της ευθανασίας που εφαρμόστηκε από τους Ναζί, γιατί και εκείνη πέθανε μέσα από τις δύσκολες συνθήκες του πολέμου. Έτσι ολόκληρη η παράσταση είναι ένα σχόλιο πάνω στα ζητήματα τέχνης και τρέλας , θέλοντας να τονίζουμε ότι η τέχνη δεν αρκεί πάντα από μόνη της για να σώσει και θέλοντας να αρθρώσουμε και τον δικό μας λόγο πάνω στον εγκλεισμό και στον αποκλεισμό κάποιων πρωτοπόρων πνευμάτων κάθε εποχής.
Τέχνη και Αποκλεισμός , Τέχνη και Τρέλα . Ποια είναι η δική σας άποψη;
Νομίζω ότι το θέμα του αποκλεισμού είναι ιδιαίτερα επίκαιρο στις μέρες μας και πρέπει να είναι και ένα ζήτημα της τέχνης, η οποία πέρα από τον αισθητικό της ρόλο πρέπει να έχει και ένα κοινωνικό ρόλο, όπως αυτό μπορεί να μεταφραστεί σε κάθε εποχή. Όσον αφορά τους δεσμούς μεταξύ τέχνης και τρέλας νομίζω ότι δεν πρέπει να είμαστε απόλυτοι. Πολλές φορές είναι όντως πολύ δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ τους και άλλες φορές είναι πολύ διακριτά. Αποτελεί λοιπόν θα έλεγα ευκολία να λέμε ότι είναι δυσδιάκριτα, γιατί αυτόματα δημιουργείται μια λάθος μυθολογία γύρω από αυτό το θέμα, με αποτέλεσμα να υπάρχει ο κίνδυνος της παρερμηνείας κάθε δημιουργικής έκφρασης ενός παράφρονα ως μορφής τέχνης , χωρίς αυτά τα δύο να ταυτίζονται μεταξύ τους ή από την άλλη πλευρά πολλοί καλλιτέχνες να υιοθετούν μια παράλογη συμπεριφορά προκειμένου να δικαιολογήσουν έτσι τον ρόλο τους. Αν κοιτάξουμε στην ιστορία της τέχνης μπορούμε να συναντήσουμε τόσο παραδείγματα καλλιτεχνών, των οποίων η ζωή είναι απολύτως κανονική και παραδείγματα καλλιτεχνών , των οποίων η ζωή είναι πολύ καταραμένη και σκοτεινή και μέσα από αυτή την σκοτεινιά μπόρεσαν να δημιουργήσουν. Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το ιδιαίτερο βλέμμα του καλλιτέχνη στον κόσμο και στην πραγματικότητα, ακόμα και αν η ζωή του είναι κανονική , η εσωτερική του ματιά στα πράγματα και η αντίληψη των μορφών γύρω του, είναι πάντα διαφορετική και μέσα από αυτή μπορεί και δημιουργεί.
Από σκηνοθετικής πλευράς ποια είναι η πρόκληση του να πρέπει κανείς να βασιστεί σε ένα επιστολογραφικό κείμενο και να κατευθύνει και τον ηθοποιό στην ερμηνεία ενός τέτοιου ρόλου.
Η σκηνική έκφραση μιας επιστολογραφίας είναι ένα πολύ ιδιαίτερο είδος θεάτρου. Τα τελευταία παρουσιάζεται όλο και πιο συχνά. Έχει πάρα πολλές δυσκολίες γιατί είναι πολύ δύσκολο να υποδυθεί κανείς το πρόσωπο που γράφει τις επιστολές. Εκείνο όμως το οποίο οφείλεις να προσπαθείς να πετύχεις είναι η έκφραση του πνεύματος που θέλει να εκφράσει ο ήρωας. Έτσι και εμείς προσπαθήσαμε να εκφράσουμε την τρέλα και την μανία καταδίωξης και όχι την Camille Claudel , ως τρελή. Γι’ αυτό και η παράσταση φέρει τον τίτλο «το κύμα της τρέλας» κάνοντας μια παράφραση του έργου της «Κύμα». Η κύρια προσπάθεια δηλαδή αφορούσε στην έκφραση ορισμένων εννοιών και στην μεταφορά στοιχείων και χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς της, όπως αυτά διαφαίνονται μέσα από τις επιστολές της. Την ίδια στιγμή βέβαια , για να έχει και ένα σκηνικό ενδιαφέρον η παράσταση , δεν μπορεί κανείς να είναι και εντελώς ουδέτερος. Έτσι με την βοήθεια του σκηνικού και των βίντεο επιχειρείται η μύηση του θεατή στον κόσμο της Claudel και στο κλίμα της εποχής.
Πως επιλέξατε την Λυδία Φωτοπούλου ως την δική σας Claudel;
Γνωριζόμασταν χρόνια όμως συνεργαζόμαστε για πρώτη φορά και ελπίζω να υπάρξει και συνέχεια. Παρακολουθούσα την δουλειά της όλα αυτά τα χρόνια και πιστεύω ότι όταν πρέπει να διαχειριστεί κανείς μια τόσο ιδιαίτερη προσωπικότητα και ειδικά μέσα από έναν μονόλογο, η επιλογή του ηθοποιού είναι καθοριστική για την επιτυχία της παράστασης. Πιστεύω λοιπόν ότι η Λυδία Φωτοπούλου ήταν η πιο κατάλληλη για αυτό το ρόλο. Θεωρώ ότι σήμερα υπάρχει τελικά μια πολύ μεγάλη κρίση στο θέατρο , παρόλο που φαίνεται να υπάρχει μια πολύ μεγάλη άνθιση, λόγω του ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να εκφραστούν μέσα από την τέχνη του θεάτρου. Το ίδιο ισχύει για όλες τις τέχνες. Όπως γράφει και ο Μπλανσό για την τέχνη της γραφής : ότι για να γράψει κανείς πρέπει πρώτα να έχει γράψει, έτσι και για να παίξεις θα πρέπει να έχεις παίξει. Νομίζω ότι αυτοί οι ρόλοι όσο κι αν θέλεις να πιστεύεις ότι παίζεις ή έχεις παίξει μοντέρνο ή μεταμοντέρνο θέατρο δεν μπορούν να παιχτούν χωρίς τις βάσεις του κλασικού θεάτρου. Το γεγονός ότι η Λυδία έχει την εμπειρία 10-15 Σαιξπηρικών ρόλων και άλλων τόσων τραγωδιών, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να σταθεί σήμερα απέναντί μας και να μας παρουσιάσει την Claudel.