Μια μικρή γεύση από το πρωτότυπο για τα ελληνικά δεδομένα, εξάωρο, θεατρικό εγχείρημα του Δημήτρη Παπαϊωάννου , που ακούει στο όνομα ΜΕΣΑ και πρόκειται να ανοίξει τις πόρτες του στο κοινό από τις 13 Απριλίου στο Παλλάς είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν σήμερα , όσοι βρέθηκαν στην αίθουσα του θεάτρου γύρω στις 12.00 το μεσημέρι. Όπως είπε ο ίδιος ο σκηνοθέτης στην συνέντευξη τύπου το όνομα της παράστασης προέκυψε τυχαία, καθώς πρόσφατα μετακόμισε σε ένα νέο σπίτι που του αρέσει πάρα πολύ. "Τότε ο φίλος μου μου είπε : κατάλαβα τώρα δεν θα μένεις συνέχεια μέσα για να απολαμβάνεις το χώρο" και κάπως έτσι προήλθε και ο τίτλος .
Έφτασα γύρω στις 12 και κάτι. Η παράσταση είχε ξεκινήσει. Η σκηνή του Παλλάς έχει μεταμορφωθεί σε ένα αστικό διαμέρισμά στο βάθος του οποίου διακρίνεται η θέα της πόλης. Θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε διαμέρισμα. Σε οποιαδήποτε πόλη της Ελλάδος. Καθώς το εξωτερικό τοπίο μεταβάλλεται ταξιδεύοντας μας σε διαφορετικούς ορόφους και περιοχές με το πέρασμα της ώρας, το εσωτερικό τοπίο μένει πάντα ίδιο. Πάντα βουβό. Πάντα γκρίζο. Πάντα ήρεμο. Πάντα ερημικό.
Έφτασα γύρω στις 12 και κάτι. Η παράσταση είχε ξεκινήσει. Η σκηνή του Παλλάς έχει μεταμορφωθεί σε ένα αστικό διαμέρισμά στο βάθος του οποίου διακρίνεται η θέα της πόλης. Θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε διαμέρισμα. Σε οποιαδήποτε πόλη της Ελλάδος. Καθώς το εξωτερικό τοπίο μεταβάλλεται ταξιδεύοντας μας σε διαφορετικούς ορόφους και περιοχές με το πέρασμα της ώρας, το εσωτερικό τοπίο μένει πάντα ίδιο. Πάντα βουβό. Πάντα γκρίζο. Πάντα ήρεμο. Πάντα ερημικό.
Πολλοί άνθρωποι επί σκηνής αλλά πάντα μόνοι. Λιγότεροι άνθρωποι επί σκηνής αλλά πάντα μόνοι. Ο ρυθμος αλλάζει . Πότε πυκνώνει. Πότε αραιώνει. Παίρνουμε μια γεύση από όλους τους δυνατούς συνδυασμούς ανάμεσα στο δομικό υλικό της παράστασης , που δεν είναι άλλο από τον άνθρωπο και τον εσωτερικό ρυθμό του έργου καθώς ανακυκλώνει τον ευατό του επί σκηνής και παίζοντας διαρκώς με την πυκνότητα και την υφή.
Έχουν περάσει πάνω από δέκα λεπτά που παρακολουθώ , τις αέναες κινήσεις των πρωταγωνιστών και έχω αρχίσει ήδη να βυθίζομαι στις δικές μου σκέψεις και τα συναισθήματα σχετικά με το τι είναι αυτό που βλέπω να εκτυλίσσεται ενώ οι ρυθμικές εναλλαγές έχουν αρχίσει να μου δημιουργούν ένα είδος αγωνίας για την τελική έκβαση του έργου. Σε λίγο διαπιστώνω ότι μάλλον δεν θα υπάρξει τέλος. Οι κινήσεις επαναλαμβάνονται τονίζοντας κάθε φορά την επιστροφή στο μέσα, στον εαυτό. Και αυτό είναι συνυφασμένο με την ανθρώπινη φύση. "Κλειστός εκ φύσεως ο άνθρωπος έχει ανάγκη να ανοιχτεί..." μου είχε πει σε καποια συνέντευξη για το έργο του Μάρμπερ "Closer" o Γιώργος Κιμούλης. Έχοντας αυτή την σκέψη και εγώ στο μυαλό μου δίνω στον χώρο την διάσταση ενός ψυχολογικού τοπίου από το οποίο διαρκώς αποδρούμε και στο οποίο διαρκώς επιστρέφουμε. Αν και ΜΕΣΑ το έργο μοιάζει να αφορά εξίσου και το έξω σαν δυο όψεις του ίδιου νομίσματος ή σαν καθρέφτης αμφίδρομος , όπου η εσωτερική ερημιά αντανακλάται στο εξωτερικό περιβάλλον αφήνοντάς το αδιάφορο, εχθρικό, άγνωστο, μελαγχολικό και η εξωτερική ασχήμια, ερημιά, απρόσωπη εικόνα στρέφει τον άνθρωπο προς το μέσα.
Είναι το μέσα που μας σπρώχνει στο έξω ή αντίστροφα; Είναι ο άνθρωπος καταδικασμένος και εγκλωβισμένος σε αυτή την αέναη κίνηση που τον θέλει να φεύγει διαρκώς και να επιστρέφει;
Το έργο είναι ανοιχτό σε ερμηνείες . Εκείνο όμως που μοιάζει τελικά να έχει περισσότερο ενδιαφέρον είναι η εικαστική αντίληψη του χώρου, που αλλάζει την λειτουργία του θεάτρου δίνοντας στην αρχική σύλληψη το άλλο της μισό που έγκειται σε αυτή την θέαση από οποιαδήποτε θέση και σε οποιοδήποτε χρόνο, σαν να πρόκειται για μια ζωντανή εγκατάσταση, ή έναν τρισδιάστατο πίνακα όπου τα πρόσωπα αποκτούν ξαφνικά ζωή και κινούνται μέσα στο ίδιο το έργο, αφήνοντας να διαφανούν όλες οι δυνατές αποχρώσεις των συναισθημάτων.