Από την διάσημη εταίρα των Αθηνών
Γαβριέλα Ουσάκοβα ως την Γκάμπυ της Κίρκης Καραλή, που γιόρτασε την επίσημη
πρεμιέρα της στο θέατρο Κιβωτός και καταχειροκροτήθηκε από πλήθος αστέρων της υποκριτικής,
της δημοσιογραφίας, της πολιτικής και της τηλεόρασης, έχουν περάσει πολλά
χρόνια όμως η ζωή και ο θάνατος της γυναίκας
που στοίχειωσε τις ερωτικές φαντασιώσεις των ανδρών από το 1936 έως το 1990,
οπότε και βρέθηκε στραγγαλισμένη στο σπίτι της, εξακολουθεί να αποτελεί πηγή
καλλιτεχνικής έμπνευσης και να τροφοδοτεί την δημοσιογραφική έρευνα αλλά και
την απλή περιέργεια όσων μεγάλωσαν στην σκιά του μύθου που άφησε πίσω της.
Ποια ήταν τελικά; Η αρχική
μαρτυρία της για το πώς σκότωσε τον αδερφό της, που δεν αγαπούσε καθόλου, όταν
τσούλησε το καρότσι του πάνω σε μια
μπανανόφλουδα, στο κατάστρωμα του πλοίου που τους μετέφερε στον Πειραιά,
σοκάρει. Όπως και η δήλωση της: « έγινα πόρνη γιατί εγεννήθην έτσι». Όμως το
γεγονός παραμένει ότι η Γαβριέλα έμεινε στην ιστορία ως μια γυναίκα που λάτρεψε
και λατρεύτηκε από τους άνδρες για τις ερωτικές υπηρεσίες που τους πρόσφερε, όμως
με τιμιότητα πάντα και ανθρωπιά, τις πολλές φιλανθρωπίες της σε όσους είχαν
ανάγκη και την ενεργό δράση της στην αντίσταση κατά την διάρκεια της Γερμανικής
κατοχής, για την οποία είναι η μόνη ιερόδουλη που πέρασε την πόρτα του
Προεδρικού Μεγάρου και βραβεύτηκε με ειδική πλακέτα.
Κοιτάζοντας την Αθήνα και την
Ελλάδα προς τα πίσω και την μπογιά της να περνά όπως και εκείνη της ηρωίδας
ακολουθώντας τις κοινωνικές και αισθητικές εξελίξεις κάθε εποχής από την μακρινή
δεκαετία του 30 έως την σχετικά πρόσφατη δεκαετία του 90 η Γαβριέλα / Γκάμπυ
έχει να αφηγηθεί πολλά. Για την αριστοκρατική της καταγωγή από γαλαζοαίματη
οικογένεια της Ρωσίας, την άφιξη της στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 30,
την μόρφωση που πήρε από τις καλόγριες και τις σπουδές της στο γαλλικό
ινστιτούτο, όπου έμαθε πέντε γλώσσες και την εργασία της ως καθηγήτριας
γαλλικών, πριν επιλέξει αυτό που η ίδια θεωρούσε ότι ήταν το πεπρωμένο της,,
ανοίγοντας ιδιόκτητο οίκο ανοχής (στα Εξάρχεια – 1936).
Τα χρόνια περνούν, γίνεται γνωστή σε πολλές γενιές ανδρών -είτε για τις
ασύγκριτες υπηρεσίες της, ή για το μήνυμα του αυτόματου τηλεφωνητή της-, δεν
κάνει διακρίσεις στην πελατεία της και δέχεται στο σπίτι της από βοσκούς μέχρι
πρόσωπα της υψηλής κοινωνίας. Είναι βαθιά θρησκευόμενη, βοηθά τα παιδιά της
γειτονιάς της, καλύπτει τα ιατρικά έξοδα των άπορων γειτόνων της, ενώ κατά τη
διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, εκμεταλλεύεται τις επαφές της με τις
ναζιστικές αρχές προκειμένου να αποκαλύπτει μυστικά σε μέλη της Αντίστασης.
Λένε πως πριν εγκαταλείψει κανείς τον μάταιο τούτο κόσμο, προλαβαίνει να
δει την ζωή να περνά σαν ταινία μπροστά απ τα μάτια του. Η Γαβριέλα
δολοφονήθηκε άγρια τον Αύγουστο του 1991, όμως η ματιά της Καραλή μοιάζει να
επιχειρεί μια γρήγορη ανασκόπηση στις σημαντικότερες στιγμές της ζωής της, που
περνούν από μπροστά της και από μπροστά μας σαν ένα πολύχρωμο ερωτικό γαϊτανάκι
με ρετρό αισθητική, άλλοτε με ζωντάνια και αισιοδοξία, άλλοτε με θλίψη και
απογοήτευση άλλοτε με νοσταλγία και μελαγχολική διάθεση όμως πάντοτε με αγάπη
και ανοχή για τους ανθρώπους, όποιοι και αν ήταν ότι κι αν ζητούσαν.
Διανύοντας εφτά δεκαετίες μέσα σε 110 λεπτά μαζί με ένα 10 λεπτο
διάλειμμα με τους ιλιγγιώδης ρυθμούς ενός γρήγορου αμαξιού οι τρεις Γκάμπυ:
Γωγώ Μπρέμπου, Χρήστος Σιμαρδάνης και Λίλα Μπακλέση που αντιπροσωπεύουν σκηνικά
διαφορετικές ηλικίες αλλά και πτυχές της ηρωίδας από το 1930-1991 σε γνώριμα
υποκριτικά μονοπάτια μαζί με τους ταλαντούχους ηθοποιούς Βαγγέλη Αμπατζή,
Μανώλη Κλωνάρη, Νίκο Λεκάκη, Γιώργο Σαββίδη και Άλεξ Τριανταφύλλου ανοίγουν μια
πόρτα στο παρελθόν της «Μαντάμ Ορτάνς» της Αθήνας, μια πόρτα που ήταν πάντα
ανοιχτή σε όλους, ακόμα και στους δολοφόνους της.