Από την Μαντάμ Αντουανέτ και τον Βασιλιά Λουδοβίκο ΙΕ έως την Μαριλουίζε Φλάισερ και τον Μπέρτολτ Μπρέχτ, την Μπόνι και τον Κλάιντ, την Κοκό Σανέλ και τον Ιγκόρ Στραβίνσκι, την Γερτρούδη Στάιν και την Άλις Μπαμπέτ Τόκλας, την Λίλια Μπρικ και τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, την Λορίν Μπακόλ και τον Φράνκ Σινάτρα, 92.785.643.999 ερωμένες που έχουν επίσημα καταγραφεί από το 516 π.Χ μέχρι σήμερα, συναντιούνται πάνω σε μια κοινή επιθυμία: να πεθάνουν στην αγκαλιά του αγαπημένου τους. Αν πέθαναν; Ναι. Οι περισσότερες. Στην αγκαλιά του αγαπημένου τους; Όχι δυστυχώς. Αν θα αλλάξει κάτι για εκείνες; Ναι, Όχι, ίσως... Το μόνο σίγουρο είναι ότι "των ερωμένων φυγείν αδύνατο" όπως αποδεικνύει περίτρανα το πρώτο έργο της Σοφίας Καψούρου "Ερωμένες στον καμβά" που έκανε πρεμιέρα την Τρίτη 1η Δεκεμβρίου, σε σκηνοθεσία Παναγιώτη Παναγόπουλου στο Τρένο στο Ρουφ, που μας ταξίδεψε για λίγο στην Ιταλία της Αναγέννησης του Ραφαήλ και της Φορναρίνα και στο Παρίσι του 1919 μ.Χ της Ζαν Εμπιτέρν και του Μοντιλιάνι, με τρόπο έξυπνο, γρήγορο, πρωτότυπο, και προπάντων γεμάτο με ευαισθησία και χιούμορ!
Ενενήντα δύο περίπου εκατομμύρια ερωμένες έχουν καταγραφεί στην "σύντομη" ιστορία της τέχνης και του κόσμου από το 516 π.Χ μέχρι σήμερα, εκ των οποίων 135 εκατομμύρια περίπου (για την ακρίβεια 135.857.999) ερωμένες ξαγρύπνησαν περιμένοντας τον εραστή τους. Μάταια, αφού εκείνος δεν ήρθε ποτέ. Κάποιες τον αναζήτησαν, άλλες τον ονειρεύτηκαν και άλλες αποφάσισαν να γίνουν οι ίδιες ο εραστής τους από δω και πέρα. Σε όλες όμως ο χρόνος που πέρασαν ελπίζοντας να ευοδωθεί ο απαγορευμένος και αδιέξοδος έρωτας τους άφησε το σημάδι του στο πρόσωπο τους. Με μια ρυτίδα, κάθετη, εκεί που σμίγουν τα φρύδια, όχι οι εραστές, όταν κλαίνε για τον αγαπημένο τους, που δεν ήρθε, δεν θα ρθει, δεν θα ξανάρθει, έφυγε, άργησε, βρήκε άλλη ερωμένη, άλλες ερωμένες, παντρεύτηκε, χάθηκε...
Μια Ωδή σε όλες αυτές τις γυναίκες, που κάποιες άφησαν τα κοκκαλά τους, τα όνειρα, τα παραμύθια, τις ελπίδες, τις ενοχές, το χρόνο να κυλήσει, να δείξει, να τις ραγίσει, να τις γιατρέψει, και άλλες αποφάσισαν να πάρουν τα κόκκαλά του και να ζήσουν μαζί του, ώσπου να μην μπορεί να τους χωρίσει ούτε ο θάνατος, όπως η Φορναρίνα του κορυφαίου Ιταλού ζωγράφου της όψιμης Αναγέννησης Ραφαέλλο Σάντσιο (κατά κόσμο Ραφαήλ). Μια Ωδή στον Έρωτα της Τέχνης και στην Τέχνη του Έρωτα δια χειρός Σοφίας Καψούρου, στο πρώτο της έργο, ένα έργο θα λεγε κανείς γραμμένο με το χέρι στην καρδιά, της ερωμένης, της ερωτευμένης, της απογοητευμένης, της ξεχασμένης, της πληγωμένης αλλά πάνω απ' όλα της γυναίκας που αγάπησε πιο πολύ απ' όσο αγαπήθηκε ,γραμμένο απλά αλλά με απόλυτη ειλικρίνεια, φαντασία, ευαισθησία και χιούμορ. Έργο πάνω στο οποίο κάθε γυναίκα θα αναγνωρίσει κομμάτια του εαυτού της πάνω σε ένα θέμα διαχρονικό όσο και ταμπού σε κάθε κοινωνία και σε κάθε θρησκεία, από καταβολής του κόσμου, μέχρι σήμερα.
Χωρισμένο σε τρεις πράξεις ανάμεσα στην Μελαχροινή και την Ξανθιά Ερωμένη, την Φορναρίνα, και την Ζαν Εμπιτέρν, ερωμένη του Ιταλού ζωγράφου και γλύπτη Αμεντέο Κλεμέντε Μοντιλιάνι από το Λιβόρνο της Τοσκάνης, το έργο μεταφέρεται στο θεατρικό βαγόνι του Τρένου στο Ρουφ από τον πολυσχιδή σκηνοθέτη Παναγιώτη Παναγόπουλο, που παρά τις τεχνικές δυσκολίες του χώρου στήνει ένα εργαστήριο ζωγραφικής, όπου νέοι εικαστικοί καλλιτέχνες δημιουργούν επί σκηνής σε μια αυτοσχεδιαστική σκηνοθεσία με λίγα υλικά αλλά πολύ φαντασία που μέσα από την έντονη θεατρικότητα της Σοφίας Καψούρου (στο ρόλο της μελαχροινής ερωμένης και της Ζαν Εμπιτέρν) και της Ασπασίας Κοκόση (Ξανθιά Ερωμένη, Φορναρίνα), καταφέρνει να ταξιδέψει το κοινό στην Ιταλία της Αναγέννησης και στο Παρίσι της Άβαν Γκάρντ.
Ραφαήλ και Φορναρίνα
Η Φορναρίνα (La Fornarina) ήταν περιβόητο μοντέλο και ερωμένη του Ραφαήλ (ή Ραφαέλλο Σάντσιο, (ιταλ. Raffaello Sanzio, 1483 - 1520), κορυφαίου Ιταλού ζωγράφου της όψιμης Αναγέννησης.
Ο Ραφαήλ στη διάρκεια της σύντομης ζωής του είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες. Η πιο σταθερή όμως σχέση του ήταν η "Φορναρίνα", η Μαργκερίτα Λούτι (Margherita Luti), η όμορφη κόρη ενός φούρναρη (fornaio) με το όνομα Φραντσέσκο Λούτι (Francesco Luti) από τη Σιένα, που είχε το αρτοποιείο του στην περιοχή Τραστέβερε της Ρώμης.
Ο Ραφαήλ, όπως γράφει ο Πήτερ Ουέμπ (Peter Webb), ήταν ο μόνος ετεροφυλόφιλος από τη διάσημη τριάδα των μεγάλων δασκάλων της ώριμης ιταλικής Αναγέννησης: τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, τον Μιχαήλ Άγγελο και τον Ραφαήλ. Είχε γίνει διάσημος για τις ερωτικές περιπέτειες και την τάση του στο φυσικό έρωτα, πράγμα που αντανακλάται έντονα στο ζωγραφικό έργο του, όπως στις περίφημες τοιχογραφίες με τις ερωτικές μυθολογικές σκηνές και τα γυμνά σώματα.
Ο Ραφαήλ δεν νυμφεύτηκε ποτέ. Είχε πολύχρονη σχέση με την "Φορναρίνα", αλλά είχε αρραβωνιαστεί το 1514 τη Μαρία Μπιμπιένα (Maria Bibbiena), ανιψιά του καρδιναλίου Ντόβιτσι ντι Μπιμπιένα, την οποία δεν νυμφεύτηκε ποτέ.
Ο Ραφαήλ απεικόνισε το προσφιλές μοντέλο και για πολλά χρόνια ερωμένη του Μαργκερίτα Λούτι στον περίφημο πίνακά του "Η Φορναρίνα" (La Fornarina), που βρίσκεται σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη Αρχαίας Τέχνης του Παλάτσο Μπαρμπερίνι στη Ρώμη. Η προσωπογραφία αυτή της Φορναρίνα, που φιλοτέχνησε ο Ραφαήλ στα 1518 - 1519, αποτελεί ένα από τα πιο διάσημα πορτρέτα στην παγκόσμια ιστορία της τέχνης.
Ο Ραφαήλ υπογράφει τον πίνακά του στα λατινικά, ως "Ραφαήλ από το Ουρμπίνο", επάνω σε μια κορδέλα που είναι σφιχτά δεμένη στο αριστερό γυμνό μπράτσο της Φορναρίνα και που σηματοδοτεί το δεσμό του ζωγράφου με το μοντέλο του.
Η γυμνόστηθη Μαργκερίτα Λούτι με το διάφανο πέπλο που αφήνει σε δημόσια θέα τη γυμνή κοιλιά της, με το αριστερό χέρι της να καλύπτει δήθεν με συστολή τα απόκρυφα μέλη της, το βελουδένιο δέρμα της, το πρόσωπό της με το αισθησιακό βλέμμα και το κρυφό χαμόγελο, αναδίδουν, παρά την επιδιωκόμενη ηθικολογική στάση, κρυφό ερωτισμό, κάτι που υποστασιοποιείται από τη σχέση του μοντέλου με τον καλλιτέχνη.
Ένα άλλο πορτρέτο της Φορναρίνα, ντυμένης αυτή τη φορά και με καλυμμένο με μακρύ πέπλο το κεφάλι της, είχε φιλοτεχνήσει ο Ραφαήλ πολύ νωρίτερα, το 1513, με τον τίτλο "Η Κυρία με το πέπλο" (La Donna Velata), που είναι σήμερα στο Παλάτσο Πίττι (Pitti) στη Φλωρεντία. Εδώ η Μαργκερίτα Λούτι εκπέμπει μιαν αίσθηση αξιοπρέπειας και συνάμα μεγαλοπρέπειας μέσα στα μεταξένια ρούχα και την ευγενική όψη της.
Η Μαργκερίτα Λούτι, η διαβόητη Φορναρίνα, είχε το σπίτι της στο Τραστέβερε (Trastevere), μια από τις πιο παλιές και γραφικές περιοχές της Ρώμης μέσα σ' ένα λαβύρινθο από στενά λιθόστρωτα δρομάκια. Βρίσκεται στη συνοικία της Santa Dorotea, απέναντι από τον ποταμό Τίβερη και σε κοντινή απόσταση από τη Βίλα Φαρνεζίνα (Villa Farnesina), που είχε διακοσμήσει ο Ραφαήλ.
Ο πλούσιος τραπεζίτης Αγκοστίνο Κίτζι (Agostino Chigi), προκειμένου να πείσει τον Ραφαήλ να αποπερατώσει τη διακόσμηση της βίλας του - που την είχε αναθέσει ο Ραφαήλ στους μαθητές του - απήγαγε με τη βία τη Μαργκερίτα από το σπίτι της και τη φυλάκισε στη βίλα για να βρίσκεται κοντά στον εραστή της.
Στο σπίτι της Φορναρίνα, που σώζεται μέχρι σήμερα, είχε ο Ραφαήλ τις ερωτικές συναντήσεις του με τη "κόρη του φούρναρη". Στο πίσω μέρος του σπιτιού υπάρχει η αυλή με την πέτρινη σκάλα, που δρασκέλιζε ο νεαρός ζωγράφος για να συναντήσει την ερωμένη του.
Σήμερα, το σπίτι της Φορναρίνα λειτουργεί ως εστιατόριο με την ονομασία "Romolo nel Giardino di Raffaello e la Fornarina".
Ο Ραφαήλ πέθανε πρόωρα τη Μεγάλη Παρασκευή, 6 Απριλίου του 1520, στην 37η επέτειο των γενεθλίων του. Ο Ιταλός ιστορικός τέχνης Τζόρτζιο Βαζάρι (G. Vasari) αναφέρει στο έργο του "Οι βίοι των πλέον εξαίρετων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων" (1550), ότι ο θάνατος του Ραφαήλ είχε ως αιτία του μια νύχτα άκρατου έρωτα με τη Μαργκερίτα Λούτι, τη Φορναρίνα, με συνέπεια τον υψηλό πυρετό, που δεν αποκάλυψε όμως στους γιατρούς του, οι οποίοι του χορήγησαν λανθασμένη φαρμακευτική αγωγή, που τον οδήγησε στο θάνατο.
Η Φορναρίνα, λόγω της μακροχρόνιας σχέσης της με τον Ραφαήλ, απέκτησε τη φήμη ατιμασμένης γυναίκας. Λέγεται μάλιστα ότι το εκκλησιαστικό ιερατείο του Βατικανού δεν της επέτρεψε να παραβρεθεί στην κηδεία του ζωγράφου. Πρόλαβε όμως ο Ραφαήλ να αφήσει μέρος της μεγάλης περιουσίας του στην αγαπημένη του Μαργκερίτα.
Η κηδεία του Ραφαήλ ήταν μεγαλοπρεπής και την παρακολούθησε πλήθος κόσμου. Η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε στο Βατικανό και η σορός του, με δική του επιθυμία, ενταφιάστηκε στο Πάνθεον της Ρώμης. Δίπλα στον τάφο του υπάρχει ένα μνημείο αφιερωμένο στη μνηστή του Μαρία Μπιμπιένα. Λέγεται ότι η Φορναρίνα, τέσσερις μήνες μετά το θάνατο του Ραφαήλ, κατέφυγε στο μοναστήρι Σάντα Απολόνια στο Τραστέβερε.
Ένα επίγραμμα στη μαρμάρινη σαρκοφάγο του στο Πάνθεον, χαραγμένο στα λατινικά από τον ουμανιστή και φίλο του Ραφαήλ Πιέτρο Μπέμπο (Pietro Bembo), αναφέρει: "Εδώ αναπαύεται ο Ραφαήλ. Ενόσω ζούσε, η φύση τρόμαζε μπροστά του μήπως νικηθεί. Τώρα που αυτός πέθανε, φοβάται μην πεθάνει μαζί του".
Αμεντέο Μοντιλιάνι και Ζαν Εμπιτέρν
Ο Αμεντέο Κλεμέντε Μοντιλιάνι (ιταλ. Amedeo Clemente Modigliani, (12 Ιουλίου 1884 – 24 Ιανουαρίου 1920) ήταν Ιταλός ζωγράφος και γλύπτης.
Γεννήθηκε στην πόλη Λιβόρνο της Τοσκάνης και ξεκίνησε τις σπουδές του στις καλές τέχνες στην Ιταλία πριν μετακομίσει στο Παρίσι το 1906, όπου άρχισε να δημιουργεί το προσωπικό καλλιτεχνικό ύφος του. Φιλάσθενος στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, πέθανε σε ηλικία 35 ετών. Το ψευδώνυμο του ήταν Μόντι (Modi).
Όσον αφορά την οικογένειά του, γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε από αστούς γονείς Σεφαρδίτες Ιουδαίους. Ήταν το τέταρτο και τελευταίο παιδί της Εουτζένια και του Φλαμίνιο Μοντιλιάνι. Η γέννησή του συνέπεσε με τη χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης ξυλείας και κάρβουνου, που είχε ως αποτέλεσμα τον οικονομικό ξεπεσμό της οικογένειας. Η μητέρα του, κόρη αριστοκρατών από τη Μασσαλία, άρχισε τότε να εργάζεται ως μεταφράστρια, κριτικός λογοτεχνίας και δασκάλα σε ιδιαίτερα μαθήματα.
Η υγεία του Μοντιλιάνι ήταν εύθραυστη από τα παιδικά του χρόνια λόγω του ότι είχε αρρωστήσει από φυματίωση. Από νωρίς όμως γνώρισε τον κόσμο της τέχνης και αποφάσισε να γίνει ζωγράφος. Σε ηλικία 14 ετών άρχισε να παίρνει μαθήματα ζωγραφικής. Το 1901 γράφτηκε στην Ελευθέρα Σχολή Μελέτης Γυμνού (Scuola libera di Nudo) της Φλωρεντίας. Ένα χρόνο αργότερα, σε ηλικία 18 ετών, συνέχισε τα μαθήματα ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών της Βενετίας, όπου εμβάθυνε στην ιστορία της τέχνης. Εκεί φαίνεται ότι άρχισε η σχέση του με τα ναρκωτικά (χασίς), των οποίων έκανε χρήση μέχρι τον θάνατό του. Τρία χρόνια έζησε εκεί, σπουδάζοντας και βελτιώνοντας την τεχνική του στη ζωγραφική. Ταυτόχρονα, η ανάγνωση έργων του Νίτσε τον οδήγησε να πιστεύει ότι ο μόνος δρόμος για την αληθινή δημιουργικότητα ήταν μέσω της ανυπακοής και της αταξίας.
Όπως όλοι οι φιλόδοξοι καλλιτέχνες της εποχής του, ήταν το όνειρό του να ζήσει στο Παρίσι. Πράγματι, στα τέλη του 1905, σε ηλικία 21 ετών, πήγε για να ζήσει στο Παρίσι. Αρχικά έμενε σε ένα ξενοδοχείο στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, ενώ σύντομα μετακόμισε στη Μονμάρτρη. Εκείνο τον καιρό η Μονμάρτρη αποτελούσε ήδη τη συνοικία του Παρισιού που συγκέντρωνε τους περισσότερους καλλιτέχνες, αποτελούσε το επίκεντρο της αβάν γκαρντ. Εγκαταστάθηκε στο Λε Μπατό Λαβουά (Le Bateau-Lavoir), ένα κοινόβιο για τους αδέκαρους καλλιτέχνες. Σύντομα, άρχισε να απασχολείται έντονα με τη ζωγραφική, επηρεαζόμενος αρχικά από τα έργα του Ανρί ντε Τουλούζ Λοτρέκ, έως ότου ο Πολ Σεζάν άλλαξε πολλές από τις απόψεις του. Τελικά, ο Μοντιλιάνι ανέπτυξε το δικό του ιδιαίτερο ύφος, το οποίο δύσκολα μπορεί να κατηγοριοποιηθεί με εκείνο άλλων καλλιτεχνών. Παρήγαγε τα έργα του σε σύντομο χρόνο και ποτέ δεν τα επεξεργαζόταν ξανά. Στο καλλιτεχνικό περιβάλλον της Μονμάρτρης έζησε ο Μοντιλιάνι για περίπου τρία χρόνια, προσθέτοντας στις καταχρήσεις και αυτή του αλκοόλ. Η άσχημη, όμως, οικονομική του κατάσταση, τον ανάγκασε να επιστρέψει για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στην πατρίδα του, το Λιβόρνο.
Το 1918, τέταρτη χρονιά του πολέμου, η ζωή έγινε πολύ δύσκολη στο Παρίσι λόγω της έλλειψης τροφίμων και ηλεκτροδότησης και του φόβου των αεροπορικών βομβαρδισμών. Ο 33χρονος Μοντιλιάνι αποφάσισε να φύγει μαζί με τη νέα του αγαπημένη, τη 19χρονη σπουδάστρια τέχνης Ζαν Εμπιτέρν (Jeanne Hébuterne). Στο λαμπερό φως της Κυανής Ακτής, όπου κατέφυγαν, ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε τους πιο δημοφιλείς και ακριβοπληρωμένους πίνακές του. Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του ο ζωγράφος έφτιαξε 25 πορτρέτα της ντροπαλής, μελαγχολικής και πανέμορφης Ζαν. Στις 29 Νοεμβρίου 1918 η Ζαν γέννησε την κόρη τους, η οποία πήρε το όνομά της (1918-1984). Δεν πρόλαβε όμως ούτε να παντρευτεί την αγαπημένη του Ζαν ούτε να αναγνωρίσει νόμιμα τον καρπό της σχέσης τους.
Στις 24 Ιανουαρίου 1920 ο ζωγράφος που έλεγε «θα ήθελα η ζωή μου να ήταν σαν πλουσιοπάροχο ποτάμι που κυλάει χαρμόσυνα πάνω στη γη» πέθανε στο Παρίσι, σε ηλικία 36 ετών, από φυματιώδη μηνιγγίτιδα, στο νοσοκομείο Σαριτέ. Μια μέρα μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, η σύντροφός του, Ζαν, αυτοκτόνησε πέφτοντας από το παράθυρο του του διαμερίσματός τους στον πέμπτο ορόφο, μην αντέχοντας τον θάνατό του, όντας εννέα μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. Στην κηδεία του στο Κοιμητήριο Περ Λασέζ (Père Lachaise) παρευρέθηκε ένα τεράστιο πλήθος κόσμου.