Pages

Συγκλονιστικός ο Σάντ του Γιάννου Περλέγκα στην Βρομιά


Με τέσσερα ανκόρ αποθέωσε χθες το κοινό στην Αποθήκη Η της Πειραιώς 260 τον Γιάννο Περλέγκα για την συγκλονιστική ερμηνεία του , στο ρόλο του 30χρονου, Άραβα , λαθρομετάναστη Σάντ, στο έργο  του Ρόμπερτ Σνάιντερ "Βρομιά", υπό την εξαιρετικά ρεαλιστική και εφυή σκηνοθετική καθοδήγηση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου!

Το κοινό δεν στάματησε να χειροκροτά τον νεαρό ηθοποιό που κυριολεκτικά "τα έσπασε" με την υποδειγματική ερμηνεία ενός Σάντ, λυπημένου, γεμάτου κατανόηση, χωρίς ίχνος κακίας, επιθετικότητας ή εκδίκησης, που ισορροπεί προσεκτικά ανάμεσα  στην συναισθηματική φόρτιση και την συναισθηματική υπερβολή χωρίς  ακρότητες ή επιτηδευμένες αντιδράσεις.
 Ο Σάντ 30 χρονών από το Ιράκ,  βρίσκεται στην Γερμανία από αγάπη για γλώσσα και τον πολιτισμο αυτής της χώρας. Είναι μορφωμένος. Κρατά στο χέρι του ακόμα την φωτογραφία  μόλις είχε περάσει στο Πανεπιστήμιο και είναι ξυρισμένος γουλί. Θυμάται ακόμα τα ζεστά χέρια της μητέρας του, το πρόσωπο του πατέρα του με τα μαύρα γυαλιά του πατέρα του και το κόκκινο σημάδι που άφηναν στο δέρμα, το άφθονο τσάι και φυσικά την Λάικα. Την πρώτη γερμανική λέξη που έμελε να του αλλάξει την ζωή.  Λιποτάκτης κατά την διάρκεια του πολέμου στον Περσικό βρίσκεται στου δρόμους της Βιέννης να πουλά τριαντάφυλλα. Καπού εκεί τον συναντάμε και εμείς μέσα στο ημίφως της αποθήκης  να σιγοτραγουδά έναν αμανέ και να μας μαρτυρά χαμηλόφωνα το όνομα και την ηλικία του. "Με λένε Σάντ και είμαι 30 χρονών. Σάντ στα αγγλικά θα πει λυπημένος. Μα εγώ δεν είμαι λυπημένος". 
Ύστερα  η ερμηνεία αποκτά ολοένα και περισσότερη ένταση, φουντώνει όπως η φλόγα στα κεριά που φωτίζουν την μισοεγκαταλειμένη αποθήκη, με ένα νάιλον παραπέτασμα στο βάθος,  κουτάκια μπύρας στο πάτωμα, ένα τραπέζι με καθρέφτη για να πλένει το πρόσωπο του, μια ξύλινη καρέκλα και φυσικά έναν  κουβά γεμάτο κατακόκκινα τριαντάφυλλα. 
Εκμεταλλευόμενος σκηνοθετικά κάθε σπιθαμί του χώρου της αποθήκης, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος βάζει τον δικό του Σάντ να στέκεται παντού, μπροστά μας, δίπλα μας, από πάνω μας. Να μας μιλάει από παντού, ώσπου τα λόγια του δεν αργούν να βρούν τον δρόμο τους στην ψυχή μας. Για 1 ώρα και 20 λεπτά ο Γιάννος Περλέγκας γίνεται ο μετανάστης δίχως όνομα, δίχως όνειρα, δίχως διεύθυνση, που λερώνει τους δρόμους μας, τις βιτρίνες μας, τις δημόσιες τουαλέτες μας, ακόμα και το χερούλι της πόρτας που πιάνει. 
Γιατί η βρομιά, όπως λέει και ο ίδιος "έρχεται από μέσα" , γιατί τα μάτια του τυχαίνει να είναι μαύρα, γιατί το δέρμα του τυχαίνει να είναι πιο σκούρο από το δικό μας, γιατί ο ιδρώτας τυχαίνει να μοιρίζει πιο πολύ, γιατί τυχαίνει να τρώει ωμά κρεμμύδια και τα ούρα του είναι πιο όξυνα, γιατί τυχαίνει να ακούει ραδιόφωνο πιο δυνατά απ' ότι εμείς, γιατί τυχαίνει όταν βραδυάζει οι άνθρωποι να αγριεύουν και να τον κυνηγούν με κάποιο σπασμένο μπουκάλι για να του χαράξουν το πρόσωπο, γιατί τυχαίνει που και που στο μετρό να ακούει το ρυθμικό χτύπημα του σιδερένιου λοστού και να τρομάζει και να φοβάται να βγεί από το σπίτι του για να πουλήσει τα τριαντάφυλλα του. Όμως εκείνος τυχαίνει να νιώθει ότι ζει καλά. Γιατί έχει ένα σπίτι και σε λίγο καιρό θα του συνδέσουν και πάλι το ρεύμα και γιατί τυχαίνει να αγαπάει και να πονάει αυτό το μέρος, να αγαπάει τους  Κυριακές, τις Πλατείες και τα Παγκάκια και ας μην έχει κανένα δικαίωμα στις Κυριακές, ούτε στις Πλατείες, ούτε στα Παγκάκια στα οποία δεν έχει κάτσει ΠΟΤΕ. Κι ας αγαπάει τους ανθρώπους που του γυρίζουν την  πλάτη και ας του μίλησαν στον πληθυντικό μόνο μια φορά όταν έβαψε τα μαλλιά του ξανθά και ας συνάντησε μονάχα έναν άνθρωπο- το κύριο με το μώβ πουλόβερ- που τον κοίταξε στα μάτια και του χαμογέλασε. 
Εγώ δεν αξίζω το χαμόγελο σας, μην με κοιτάτε στα μάτια λέει και ξαναλέει, χαράξτε μου το πρόσωπο, ξεσκίστε μου το σώμα, βγάλτε μου τα μάτια , σας ενθαρρύνω. Βρίστε με , φτύστε με. Να μην σας μαγαρίζω την χώρα. Όμως θυμηθείτε καθώς θα φεύγετε από δώ, την επόμενη φορά που θα δείτε δυο μαύρα μάτια να σας ακολουθούν, πως η χώρα σας εξακολουθεί να σας ανήκει.
Ναι είμαι ο Σάντ και είμαι λυπημένος όμως μην σας σταματά αυτό από το να μου κάνετε ό,τι θέλετε γιατί "δεν ανήκω" εδώ. Σαν ένας Χριστός που γυρίζει και το άλλο του μάγουλο στο μίσος και την κακία των ανθρώπων ο Σάντ γυρίζει πίσω , στην τρύπα του, για να συνεχίσει να ζει κρυμμένος από όλους και φοβισμένος στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στην Αθήνα, στο Μεταξουργείο, στην Ομόνοια. Χωρίς όνομα στο κουδούνι του. Χωρίς επώνυμο στα χαρτιά του. Χωρίς ταυτότητα στα όνειρά του. 
Καθώς τα φώτα ανάβουν και ο κόσμος σταδιακά απομακρύνεται σκέφτομαι ότι η φτώχεια, όπως και το έγκλημα δεν έχουν χρώμα, φυλή, όνομα , εθνότητα ή θρησκεία.  Έχουν όμως αιτίες που δεν τις γεννούν τα βρώμικα χέρια αλλά οι βρώμικες ψυχές!