« Όταν κοιτώ πως κάθε τι που μεγαλώνει μόνο για μικρή στιγμή στο τέλος μένει, και πως το σύμπαν τούτο εικόνες μόνο κλείνει, που μυστικά τ αστέρια τις επηρεάζουν… η σκέψη τότε της αστάθειας αυτής αντίκρυ μου σε στήνει πάμπλουτη από νιάτα, ενώ η φθορά και ο σπάταλος καιρός πασχίζουν της νιότης σου την μέρα να την κάνουν νύχτα. Εγώ σε πόλεμο με τον καιρό για σένα απ την αρχή σμιλεύω εκείνα που σου παίρνω»! Κάπως έτσι με ένα σονέτο του Σαίξπηρ, στο σταυροδρόμι μυθολογίας και θεογονίας, Αίμωνος και Φερεκύδου αρχίζει η συνομιλία μας με τον Μάνο Βακούση, που φέτος υποδύεται τον Τειρεσία στην διαχρονικά τραγική ιστορία του Οιδίποδα που κάνει πρεμιέρα στην Επίδαυρο 9 & 10 Ιουλίου, σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου με πρωταγωνιστές τους Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη και Καρυοφιλιά Καραμπέτη, περί χώρου και διάρκειας, μνήμης, ερώτησης και έρωτα, ατομικότητας και εγωισμού, ανθρώπινου κέντρου και βαθιάς ησυχίας, πεπρωμένου και επιλογής…
Τα ονόματα, (Αίμωνας και Φερεκύδης) συμβολικά όμως μας βολεύουν, «γιατί βλέπεις ο Φερεκύδης είχε πει το εξής καταπληκτικό: όλα είναι χώρος και διάρκεια.» Και συνάμα όλα είναι πεπερασμένα και φθαρτά. Γι αυτό τραγικά. «Αυτή την τραγικότητα και την εφήμερη ομορφιά που γίνεται μνήμη και συνεχίζει στις επόμενες γενιές κλείνει στο σονέτο του ο Σαίξπηρ αποκρυπτογραφώντας, κατά την άποψή μου, το μύθο του Οιδίποδα. Η ζωή του ανθρώπου είναι ένας ατελείωτος πόλεμος, μια πάλη ερωτική, αινιγματική για να βρει τις απαντήσεις που θα ορίσουν το ατελεύτητο κέντρο της ύπαρξής του, ισορροπώντας μεταξύ οδύνης και ηδονής φθάνοντας ως το λίκνο της σοφίας, δηλαδή της απέραντης ησυχίας της σκέψης. Εκείνης που από τον πάτο της θάλασσας μπορεί να αφουγκραστεί και το πιο ανεπαίσθητο θρόισμα των φύλλων και τους πιο βαθύς τριγμούς της γης», μου λέει μιλώντας με εικόνες που μοιάζουν βγαλμένες από την ηφαιστειακή λάβα της Σαντορίνης-τόπο καταγωγής του- και τα κρυστάλλινα νερά που διαπερνούσε κολυμπώντας από την Μεσαριά ως την Καμένη, παιδί ακόμα, γεμάτος ερωτήσεις: «Πως φυτρώνουνε τούτα τα ντοματάκια, βρε μαμά; Γιατί τούτος ο γάιδαρος με πάει πάντα εκεί που θέλει αυτός και όχι που θέλω εγώ; Θυμάμαι τον παππού μου που γελούσε ειρωνικά σαν προσπαθούσα να τον κατευθύνω και εκείνος με πήγαινε πάντοτε στον μπαξέ… Όλες αυτές οι εικόνες μου δημιούργησαν ερωτήματα. Έτσι αποφάσισα να γίνω ηθοποιός για να απαντήσω στο προεφηβικό μου ερώτημα. Μα η απάντηση βρίσκεται κάθε φορά στις νέες ερωτήσεις που γεννιούνται.» Με τον Σπύρο Ευαγγελάτο συνεργάζεται πρώτη φορά. Έχει ξαναπαίξει Οιδίποδα με τον Εθνικό σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη, κάνοντας τον Κρέοντα. «Τειρεσία παίζω πρώτη φορά. Είναι η φωνή της συνείδησης. Δεν είναι ούτε συγκινησιακός, ούτε συναισθηματικός. Προσδιορίζεται από το βαθύ αίσθημα ησυχίας που ζει μέσα στην ολότητα μας. Της αρχέτυπης ησυχίας που κατέχει, έχοντας ζήσει εφτά ζωές. Έχοντας βιώσει και την αρσενική και την θηλυκή εκδοχή του ανθρώπου και κατέχοντας την ακοή όσων σκέπτονται οι άλλοι. Τελειοποιώντας δηλαδή την ατομικότητα του δίχως ίχνος εγωισμού: «Σήμερα υπάρχει ενοχική, εγωιστική διάθεση και ανυπαρξία ατομικότητας. Γι αυτό υπάρχουν μόνο αχόρταγα θέλω και έχει ενσκήψει το μίασμα της πολιτικής διαφθοράς που έχει να κάνει με τον πολίτη όχι με τους πολιτικούς. Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του.» Στο τρελό λαγό που κρύβει μέσα του παρά τα 52 του χρόνια οφείλει την άσβεστη δίψα του για ερωτήματα, ανιχνεύοντας τα στοιχεία κάθε του ρόλου στη μνήμη, σε μια αναζήτηση ερωτική: «Είναι ερωμένη μου ο ρόλος. Αλλιώς πως θα μπορούσα να αφουγκραστώ την φωνή της δασκάλας μου, όταν λέει ότι δεν μπορείς να είσαι νευρωτικός όταν δουλεύεις τον Τειρεσία. Ο ρόλος απαιτεί μια ησυχία και ταυτόχρονα πρέπει να τον υποδυθώ όχι ως τυφλό αλλά ως κάποιο που βλέπει καλύτερα από τον Οιδίποδα και από μένα που στις περισσότερες στιγμές της ζωής μου είμαι ένα νευρωτικό άτομο, με πολλές ανασφάλειες και ενοχές. Δεν είμαι ατομικότητα ακόμα. Το παλεύω…» Κοίτα, μου λέει φεύγοντας, εκείνο που αφήνουμε πίσω μας είναι σκιές, παλιά βροχή, ανάμνηση. Θυμάται τους στίχους του Λ. Πολυδεύκη: «Το πιο όμορφο και το πιο καλό είναι εκείνο που πεθαίνει. Είμαστε σαν σε μια άγνωστη παράξενη εποχή, που γνωριζόμαστε νεκροί και ζούμε πεθαμένοι…. Τι ωραία που πέφτει πάνω μας αυτή η παλιά βροχή!»