Το καλοκαίρι έρχεται λίγο νωρίτερα από 6-30 Μαϊου στο κτίριο του El Culture
Μετά την «Συνέντευξη» του Νίκου Σκουλά στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, το έργο «Θησέας και Μινώταυρος σαν παραμύθι» του Ηλία Καρελλά στο Θέατρο Ριάλτο και την «Όπερα των Ζητιάνων» του Τζόν Γκέι στον Τεχνοχώρο Αθηνά , στου Ζωγράφου, η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη επιστρέφει στην καρέκλα του σκηνοθέτη και παρουσιάζει από 6-30 Μαίου μαζί με την ομάδα ΑΝΙΜΑ την «Ιστορία του Κυρίου Καλοκαίρι», του συγγραφέα του Αρώματος Πατρίκ Ζισκίντ. Την συναντώ στο «σπίτι» του αφηγητή της ιστορίας – Νίκου Γεωργάκη (Πρόβα Νυφικού, Λιούμπη, Να με Προσέχεις, Μπραζιλέρο) , στην άδεια αίθουσα του κτιρίου της οδού Μιλτιάδου που σε λίγες μέρες πρόκειται να γεμίσει με τέσσερις συναντήσεις αλλά μια ιστορία. Εκείνη του ήρωα που ο Ζισκίντ αφήνει γύρω στα 17 μετά την τελευταία του συνάντηση με τον κύριο Σόμμερ και εμείς τον ξαναβρίσκουμε στα 42 του τραβώντας μια νοητή γραμμή στην εξέλιξη της ζωής και του χαρακτήρα του. Απομονωμένος, πίσω από τις γρίλιες του σκοτεινού του σπιτιού, έχοντας αποκοπεί από κάθε δημιουργική εργασία και ένα σωρό αδιέξοδες σχέσεις στις αποσκευές του ο ήρωας αφηγείται για πρώτη και τελευταία ίσως φορά στον μοναδικό σύντροφο της ζωής του , το καναρίνι του, όσα στιγμάτισαν την ζωή του καθηλώνοντας τον για πάντα.
Η ενασχόληση με το θέατρο και την σκηνοθεσία πως προέκυψε;
Ξεκίνησα να ασχολούμαι με το θέατρο από τα 17 μου, από όταν ήμουνα στην Τρίτη Λυκείου. Μετά έδωσα Πανελλήνιες εξετάσεις και πέρασα στην Φιλοσοφική Αθηνών στο Τμήμα της Θεατρολογίας. Στις Πανελλαδικές πέρασα με την δεύτερη. Μεσολάβησε ένας χρόνος γιατί η αλήθεια είναι ότι στην αρχή ήθελα να κάνω κάτι τελείως άσχετο. Ήθελα να γίνω δικηγόρος. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά μέσα μου. Ένιωθα ότι κάτι μου έλειπε, οπότε εκείνη την χρονιά που θα έδινα Πανελλήνιες βρέθηκα σε ένα θεατρικό σεμινάριο και τότε κατάλαβα τι πραγματικά ήθελα να κάνω. Έτσι επέλεξα την Θεατρολογία, στην οποία και πέρασα. Ταυτόχρονα ξεκίνησα κάποια σεμινάρια υποκριτικής και στο δεύτερο έτος αποφάσισα να δώσω και εξετάσεις και στην σχολή Θεοδοσιάδη, απ’ την οποία αποφοίτησα παράλληλα με το Πανεπιστήμιο. Για δυο χρόνια συνεργάστηκα με διάφορες πειραματικές ομάδες και ύστερα αποφάσισα να δώσω για μια υποτροφία performance στο ΙΚΥ. Έτσι πήγα στο Πανεπιστήμιο του Goldsmith στην Αγγλία, όπου έκανα το Master μου στη Main Performance, το 60% του οποίου ήταν υποκριτική και το 40% σκηνοθεσία. Τότε ήταν που ένιωσα ότι η σκηνοθεσία είναι στην πραγματικότητα αυτό που μου ταιριάζει. Μου άρεσε ο τρόπος που μπορούσα να χτίσω την δραματουργία μιας παράστασης ακόμα και μέσα από πράγματα , τα οποία μπορεί να μην υπάρχουν. Στην συνέχεια ακολούθησα διδακτορικές σπουδές πάνω στην Αρχαία Τραγωδία και το Σωματικό Θέατρο, αλλά λόγω του αντικειμένου των σπουδών μου πηγαινοερχόμουνα στην Αθήνα και άρχισα να δουλεύω και ως επιμορφώτρια στον Δήμο Ζωγράφου σε μια ερασιτεχνική ομάδα , η οποία μετρά πλέον 10 χρόνια. Γυρίζοντας από το Λονδίνο οριστικά ξεκίνησα να διδάσκω παράλληλα υποκριτική και σκηνοθεσία στο Θεατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου του Ναυπλίου και να κάνω και δικές μου θεατρικές δουλειές.
Και έπειτα ήρθε η ΑΝΙΜΑ;
Ναι. Την ΑΝΙΜΑ την ξεκίνησα με την χορογράφο και φίλη μου , Λέτα Αμπαζή και η πρώτη δουλειά που κάναμε ήταν «Η Συνέντευξη», του Νίκου Σκουλά, για την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού. Ήταν τότε ένας χρόνος που παρουσίαζαν δουλειές Ελλήνων συγγραφέων που δεν είχαν ξαναπαιχτεί και είχε πάρει πάρα πολύ καλές κριτικές. Αμέσως μετά ανεβάσαμε για δυο χρόνια την παιδική παράσταση «Θησέας και Μινώταυρος σαν παραμύθι» στο Θέατρο Ριάλτο, σε συμπαραγωγή με την ομάδα του Ηλία Καρελλά, που ουσιαστικά ήταν μια μείξη, καραγκιόζη, θεάτρου και κουκλοθεάτρου. Πέρσι έκανα «Την Όπερα του Ζητιάνου» του Τζόν Γκάι, στον «Τεχνοχώρο Αθηνά», έναν καινούριο χώρο που άνοιξε στου Ζωγράφου, σε συμπαραγωγή της ομάδας ΑΝΙΜΑ και του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων. Πρόκειται για ένα παλιό cult σινεμά, που έγινε δωρεά στο Δήμο και έτσι μετατράπηκε σε Θέατρο, διατηρώντας τον βιομηχανικό του χαρακτήρα. Η παράσταση βασιζόταν στο αυθεντικό κείμενο του 1600, από το οποίο εμπνεύστηκε ο Μπρέχτ την Όπερα της Πεντάρας. Ήταν μια δουλειά που πήγε πάρα πολύ καλά γιατί ταίριαξε πολύ στο βιομηχανικό τοπίο , στο οποίο παρέπεμπε ο χώρος. Ήταν μια δουλειά που εγώ την είχα τοποθετήσει στου υπονόμους, επηρεασμένη από τους υπονόμους της Αγγλίας που έχουν μεγάλο βάθος και εκεί ο χώρος – ακόμα και οι τοίχοι που έμοιαζαν κάπως σαν μουχλιασμένοι- έδιναν αυτή την αίσθηση του Underground. Φέτος δυστυχώς ο χώρος αυτός θα μείνει ανενεργός, οπότε αποφάσισα να προχωρήσω σε μια παραγωγή μόνο της ΑΝΙΜΑ και να καταπιαστώ με το διήγημα του Πατρίκ Ζισκίντ.
Πες μου λίγα λόγια για το έργο
Ο αυθεντικός τίτλος είναι «Το καλοκαίρι του κυρίου Σόμμερ». Ο συγγραφέας είναι ήδη πολύ γνωστός στο κοινό από το Άρωμα, το Κοντραμπάσο και το Περιστέρι. Αυτό το έργο του έρχεται να συμπληρώσει την προηγούμενη τριλογία. Η επιλογή του έργου προήλθε από τον ηθοποιοί Χρήστο Ραχιώτη, ο οποίος το είχε διαβάσει και μου το πρότεινε. Μόλις το διάβασα μου άρεσε πάρα πολύ και αποφάσισα να το προχωρήσω. Η ιστορία ξετυλίγεται μέσα από τέσσερις συναντήσεις του αφηγητή με ένα παράξενο πεζοπόρο του λέγεται κύριος Σόμμερ. Οι ιστορίες αυτές συμβαίνουν σε πολύ σημαντικές στιγμές της παιδικής και ενήλικης ζωής του αφηγητή, με αποτέλεσμα να τον σημαδέψουν με την τελευταία ιστορία να καθορίζει την ζωή του καθηλώνοντάς τον. Σε αυτό το σημείο αφήνει ο συγγραφέας τον ήρωα. Εμείς πιάνουμε ξανά την ιστορία του μετά από αρκετά χρόνια, όταν πια είναι 42 χρονών και έχει αποφασίσει να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, αφηγούμενος προηγουμένως την ιστορία του, για πρώτη φορά από τότε που συνέβη, στο καναρίνι του.
Τι ρόλο έχει παίξει αυτός ο μυστηριώδης πεζοπόρος στην ζωή του αφηγητή;
Την έχει επηρεάσει με την έννοια εκείνων των περιστατικών που συμβαίνουν στην ζωή μας και μας καθηλώνουν, με την αρνητική όμως έννοια. Αυτό συνέβη και με τον αφηγητή. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που έχει μεγαλώσει και σε ένα «ιδιαίτερο» οικογενειακό περιβάλλον , στην Γερμανία, μετά τον πόλεμο. Ο Σόμμερ είναι ουσιαστικά ένα συμβολικό πρόσωπο, που στα γερμανικά σημαίνει επίσης καλοκαίρι. Γι’ αυτό και εμείς έχουμε τροποποιήσει τον τίτλο αποδίδοντάς τον ως «Η ιστορία του κυρίου Καλοκαίρι», παίζοντας λιγάκι με αυτό το λογοπαίγνιο. Εκείνο που βρήκα ιδιαίτερο γοητευτικό στην ιστορία αυτή είναι ότι το πρόσωπο του κυρίου Σόμμερ, είναι πρόσωπο που δεν έχει ούτε θετικό ούτε αρνητικό πρόσημο. Έχει και τα δυο. Είναι ένα κείμενο στο οποίο κανείς δεν μπορεί να βάλει ταμπέλα. Ο Σόμμερ συμβολίζει κάποια θετικά και κάποια αρνητικά πράγματα.
Όπως;
Ο Σόμμερ είναι ένας άνθρωπος που από το πρωί μέχρι το βράδυ περπατάει στην φύση, χωρίς να σταματάει. Δεν τον ενδιαφέρουν οι άλλοι άνθρωποι. Δεν σταματάει να τους μιλήσει. Τον ενδιαφέρει απλώς να περπατάει. Αυτό από την μία μπορεί να εκληφθεί ως σύμβολο ελευθερίας όμως από την άλλη κλείνει λίγο προς τον μισανθρωπισμό και ταυτόχρονα και προς τον ψυχαναγκασμό, γιατί ο τρόπος που το κάνει δεν έχει καμία απόλαυση. Αυτό είναι το αρνητικό κομμάτι. Έτσι ο Σόμμερ από την μία συμβολίζει το έξω, την ελευθερία, την φύση, την αδιαφορία για την γνώμη των άλλων, την επιλογή ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής με όποιο κόστος, την συνείδηση της ταυτότητάς του και από την άλλη όλα τα άλλα τα αρνητικά. Ο αφηγητής σε σύγκριση με τον πεζοπόρο βρίσκεται στο μεταίχμιο. Από την μια πλευρά ταυτίζεται μαζί του και είναι με το μέρος του αλλά στην τελευταία ιστορία ταυτίζεται ουσιαστικά με την γνώμη της μάζας, που ως τότε τον δείχνει με το δάχτυλο.
Ο ήρωας στέκεται για άλλη μια φορά απέναντι από την μάζα με τον ίδιο τρόπο που στέκεται και ο Ζαν Μπατίστ στο Άρωμα;
Υπάρχει ένας τέτοιος παραλληλισμός αλλά αυτή την φορά ο συγγραφέας το πηγαίνει ακόμα πιο πέρα, γιατί δεν μας δίνει καμία πληροφορία για τον Σόμμερ. Στο Άρωμα ο ήρωας βρίσκεται ήδη μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Εδώ όχι και αυτό είναι και ένα στοιχείο που έκανε και πολύ δύσκολη την διασκευή του διηγήματος. Όμως από την άλλη πλευρά όσο έμπαινα μέσα στο διήγημα και προσπαθούσα να βάλω ταμπέλες ή να αποφασίσω για το τι ήταν θετικό και τι αρνητικό , με πετούσε συνέχεια έξω. Γι’ αυτό κατέληξα ότι τελικά σημαντικό είναι αυτό που αποκομίζει ο αφηγητής από τον κύριο Σόμερ και τελικά το πού και το πώς έχουμε εμείς οι θεατές την ανάγκη να τον ανακαλέσουμε.
Ποιες αποκλίσεις υπάρχουν σε σχέση με τον ήρωα από το λογοτεχνικό κείμενο του Ζισκίντ;
Στο λογοτεχνικό κείμενο τον ήρωα τον συναντάμε πρώτη φορά στα 6 και τον αφήνουμε στα 17, στην ηλικία δηλαδή που συναντά για τελευταία φορά τον Σόμμερ. Πιάνει δηλαδή ολόκληρη, την παιδική, προεφηβική και εφηβική ηλικία, που ξέρουμε επίσης ότι είναι και μια κρίσιμη περίοδος για την ενηλικίωση ενός ανθρώπου. Στην παράσταση τον συναντάμε 25 χρόνια μετά κάνοντας ουσιαστικά μια προέκταση στην ζωή του, την οποία είμαστε υποχρεωμένοι να την καλύψουμε δημιουργώντας ένα φανταστικό βιογραφικό στον ήρωα, διατηρώντας κάποια γενικά στοιχεία για τον αφηγητή , που αφορούν κυρίως στις σχέσεις του με τους γονείς του. Έτσι με ένα τρόπο θα λέγαμε ότι παίζουμε λίγο τους ψυχολόγους – άλλωστε έχουμε συμβουλευτεί και ψυχολόγο για να μπορέσουμε να φτιάξουμε ένα προφίλ του ήρωα- λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά του ήρωα σε μια συγκεκριμένη ηλικία και προσπαθώντας να δούμε ποια θα ήταν η εξέλιξη τους στο μέλλον. Αυτό είναι και το πιο δύσκολο κομμάτι και το στοίχημα αν θες της παράστασης, γιατί ουσιαστικά έχει κανείς να επιλέξει ανάμεσα σε άπειρες εκδοχές.
Ποιες πληροφορίες μας δίνει η παράσταση για τον αφηγητή;
Υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά για την παιδική του ηλικία, αναφέροντας χαρακτηριστικά το πόσο του άρεσε να σκαρφαλώνει στα δέντρα, δίνοντάς του την έννοια του πετάγματος και της ελευθερίας. Γι’ αυτό και αρχικά ταυτίζεται με τον πεζοπόρο βλέποντάς τον αρχικά μέσα του. Έχει μεγαλώσει μέσα σε ένα αρκετά καταπιεστικό περιβάλλον με κάπως ψυχαναγκαστικούς γονείς, ο ίδιος δεν ήταν ελεύθερος να επιλέξει τα πράγματα που ο ίδιος αγαπούσε, ήταν αρκετά φοβιτσιάρης, ιδιαίτερα ευαίσθητος και πολύ ανασφαλές. Μάλιστα υπάρχει μια χαρακτηριστική αναφορά στην παιδική του ηλικία κατά την οποία όλα τα παιδιά έμεναν στην πάνω λίμνη και εκείνος στην κάτω. Πάντα δηλαδή υπήρχε μια απόσταση ανάμεσα σε εκείνον και τους άλλους ανθρώπους και μια απομόνωση. Στην ηλικία που τον συναντάμε εμείς ζει μια τελείως συμβατική ζωή, εργάζεται σε ένα γραφείο, δεν έχει καμία δημιουργική ενασχόληση, διανύει ένα μοναχικό βίο χωρίς ιδιαίτερα πετυχημένες σχέσεις , είναι κλεισμένος σε ένα σπίτι, δεν του αρέσει να μπαίνει πολύ φως, έχει διάφορους ψυχαναγκασμούς και βρίσκεται σε ένα οριακό σημείο διατήρησης ή ρήξης με την ζωή.
Πως αποδίδεται σκηνοθετικά η ιστορία του κυρίου Καλοκαίρι;
Γενικότερα στις σκηνοθετικές μου δουλειές με ενδιαφέρει η αφετηρία μου να είναι σωματική. Από εκεί ξεκινάω για να προσεγγίσω και τον ίδιο τον λόγο. Οπότε το κόνσπεπτ αυτής της παράστασης είναι αρκετά σωματικό, παρόλο που έχω να κάνω με έναν ηθοποιό, τον Νίκο Γιωργάκη, που έχει δουλέψει αρκετά με τον λόγο και όλοι τον ξέρουμε από την ταινία Λευτέρης Δημακόπουλος του Χούρσογλου. Βέβαια σίγουρα το γεγονός ότι πρόκειται για μονόλογο δίνει αρκετή βαρύτητα στον λόγο αλλά όλα είναι ενωμένα και συνδεδεμένα με την κίνηση. Υπάρχουν αρκετές τεχνικές σωματικού θεάτρου και από τον Ζακ Λεκόκ και κάποιες τεχνικές Μαρσέλ Μαρσώ, επειδή και η χορογράφος της παράστασης έχει τελειώσει την σχολή του Μαρσέλ Μαρσώ.
Ο χώρος του El Culture ήταν μια επιλογή που έχει να κάνει με την δραματουργία της παράστασης;
Ναι. Όταν είδα τον χώρο μου άρεσε πάρα πολύ γιατί ήθελα να κάνω ένα πάντρεμα του ρεαλιστικού με το συμβολικό – φανταστικό στοιχείο. Αν και δεν μου αρέσουν οι ξενόγλωσσες ορολογίες, γιατί θεωρώ ότι έχουμε γίνει πια άκρως αγγλοτραφείς, η ορολογία που προσδιορίζει τις παραστάσεις μέσα σε συγκεκριμένους φυσικούς χώρους είναι εκείνη του site specific. Οπότε μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι , εφόσον εκτυλίσσεται μέσα σε ένα σπίτι , το οποίο μπορεί να είναι το σπίτι του, ή ένα σπίτι στο οποίο μόλις μπήκε, ή ένα σπίτι από το οποίο ετοιμάζεται να φύγει, ή ένα σπίτι μέσα στο οποίο έχει κάνει απλώς κατάληψη. Το ζήτημα του τόπου είναι γενικότερα ανοιχτό , όπως και το ζήτημα του χρόνου. Είναι μια ιστορία που θα μπορούσε να εκτυλιχθεί σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου και οποιαδήποτε χρονική περίοδο.
Ο Πάτρικ Ζίσκιντ, γνωστός κυρίως για τα διηγήματά του «Το άρωμα» και το «Κοντραμπάσο,» έγραψε το 1991 το διήγημα «Το καλοκαίρι του Κύριου Ζόμερ», μια γλυκόπικρη ιστορία που αναφέρεται στην παιδική ηλικία ενός αγοριού που ζει σε ένα μικρό χωριό στην μεταπολεμική Γερμανία και την παράξενη σχέση του με τον αλλόκοτο πεζοπόρο κύριο Ζόμερ.
Ο αφηγητής, διανύοντας πλέον την τέταρτη δεκαετία της ζωής του και έχοντας φτάσει σε υπαρξιακό αδιέξοδο, επιστρέφει με την μνήμη του στο παιδικό του παρελθόν και ανασύρει τέσσερα περιστατικά, όλα στενά συνδεδεμένα με την δισυπόστατη παρουσία του κυρίου Ζόμερ. Τα περιστατικά αυτά που στιγμάτισαν την εφηβεία του και σφράγισαν όλη τη μετέπειτα ζωή του, ο ήρωας τα εξομολογείται για πρώτη φορά στο καναρίνι του.
Η εξομολόγηση αυτή και η αποκωδικοποίηση της ίδιας της προσωπικότητας του κυρίου Ζόμερ, αποκτά σταδιακά μεγάλη βαρύτητα, αφού θα καθορίσει και τη συνέχεια ή μη της προσωπικής ιστορίας του αφηγητή.
Ο θεατής παρακολουθώντας τα τέσσερα επεισόδια της ιστορίας, συλλαμβάνει τον εαυτό του να θυμάται ανάλογες στιγμές της δικής του ζωής, από τις απογοητεύσεις των πρώτων ερώτων και την καταπίεση από τους γονείς, μέχρι την πρώτη επαφή με την τέχνη και κυρίως την διαμόρφωση των αντιλήψεων για τους ανθρώπους και τον κόσμο. Ο θεατής ταξιδεύει στην παιδική του ηλικία και επαναξιολογεί τη σπουδαιότητα των ελεύθερων επιλογών, το δικαίωμα στο διαφορετικό και την προσπάθεια να βρει κανείς την ταυτότητά του ανεξαρτήτως προσωπικού κόστους.
«Η ιστορία του κυρίου Καλοκαίρη» παρέχει στον θεατή τις παιδικές εκείνες δικαιολογίες που χρειάζεται, για να αντιμετωπίσει τις αδικίες του «ενήλικα κόσμου», ο οποίος συνηθίζει να πληγώνει...
*Η ομάδα ΑΝΙΜΑ τη σεζόν 2009-2010 παρουσίασε σε σκηνοθεσία της Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη την παράσταση «Η Όπερα του Ζητιάνου» του Τζον Γκαίη στον Τεχνοχώρο ΑΘΗΝΑ, σε συμπαραγωγή με το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ζωγράφου.
**Η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη έχει σκηνοθετήσει επίσης στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το έργο «Η Συνέντευξη» του Νίκου Σκουλά και στο Θέατρο Ριάλτο για δύο σεζόν το έργο «Θησέας και Μινώταυρος σαν παραμύθι» του Ηλία Καρελλά.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Σκηνοθεσία - Διασκευή: Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη
Σκηνικά - Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Μουσική: Μιχάλης Καλαμπόκης
Κινησιολογία: Τόνια Βασιλάκου
Video Art: Στέλλα Σερέφογλου
Φωτισμοί: Παναγιώτης Ψύχας
Φωτογραφίες: Περικλής Πραβήτας
Ερμηνεύει ο Νίκος Γεωργάκης
Παραστάσεις: Παρασκευή έως Δευτέρα στις 21.30
Διάρκεια: 65 λεπτά
Γενική είσοδος: 13 ευρώ
Κρατήσεις: 69.77.401.535.