Η ταμπέλα του "Μπέιτς Μοτέλ" ανάβει για πρώτη φορά στο Beton 7…”
1959: Η παρανοϊκή, σκοτεινή φιγούρα του Νόρμαν Μπέιτς ξεπηδά για πρώτη φορά μέσα από τις σελίδες του Psycho, του συγγραφέα Robert Bloch! 1960: Η φθηνή παραγωγή των ταινιών τρόμου παροτρύνει τον Hitchcock να δημιουργήσει και ο ίδιος μια τέτοια ταινία. Το Psycho γίνεται ο πρώτος πειραματισμός. Ο «μετρ του τρόμου» μάλιστα δεν πίστευε καθόλου στην επιτυχία της ταινίας, γι’ αυτό και την γύρισε ασπρόμαυρη και με ελάχιστο προϋπολογισμό. Οι περιορισμοί όμως αποδείχτηκαν λειτουργικοί κάνοντας την πιο σκοτεινή ταινία του Hitchcock, την πιο εμπορική επιτυχία στην καριέρα του και στην ιστορία του σινεμά τρόμου. 2010: Πενήντα χρόνια μετά την πρώτη προβολή της ταινίας η ταμπέλα του «Μπέιτς Μοτέλ» ανάβει για πρώτη φορά στο θέατρο στην σκηνή του Beton 7, δια χειρός του σκηνοθέτη Γρηγόρη Χατζάκη και με τους Ιερώνυμο Καλετσάνο (Νόρμαν), Βέρα Λάρδη (Μάριον/Λίλα), Χάρη Ασημακόπουλο (Σάμ) και Αντώνη Κρόμπα (Άρμπογκαστ) από την Πέμπτη 20 Ιανουαρίου έως και το τέλος Φεβρουαρίου 2011!
Αφού πετάξαμε στα «Φτερά του Έρωτα», περιπλανηθήκαμε στο «Άγνωστο Αριστούργημα», ξεναγηθήκαμε στις 12 ζωγραφιές του Σπύρου Βασιλείου και νιώσαμε για πρώτη φορά το ρίγος του τρόμου να διαπερνά το κορμί μας πέρσι στον «Πουπουλένιο» του Μάρτιν Μακ Ντόνα, ο Γρηγόρης Χατζάκης -που σκηνοθετεί παράλληλα το εικαστικό live του Χρ. Θεοδώρου & της Β. Ταγκούλη, πάνω στην νέα τους δουλειά «Φωτοβόλτα»- επιστρέφει με την θεατρική μεταφορά της πιο κλασσικής ιστορίας τρόμου όλων των εποχών, προσεγγίζοντας τη μέσα από μια ψυχαναλυτική ανάγνωση και επιχειρώντας μια «επικίνδυνη» βουτιά στο ταραγμένο μυαλό του Νόρμαν: «Η παράσταση παρακολουθείται μέσα από το μυαλό του Νόρμαν. Τα τρία βασικά στοιχεία της είναι ο ήχος, το φως και ο χρόνος που έχουν να κάνουν με τον πρωταγωνιστή. Για αυτό ο χωροχρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται διαρκώς ανάλογα με τα συναισθήματα που του γεννούν τα πρόσωπα με τα οποία έρχεται σε επαφή. Οι εικόνες που βλέπουμε και ήχοι που ακούμε μοιάζουν να ξεπηδούν από το ασυνείδητο του ήρωα ενώ δεν υπάρχουν σε ρεαλιστικό επίπεδο». Μια πορεία από το σκοτάδι της πλάνης στο φώς της προσωπικής αλήθειας εμπνευσμένη από την ιστορία του Πλάτωνα με το Σπήλαιο ξεκινά: «Ο φωτισμός είναι ένα πολύ βασικό στοιχείο της παράστασης. Ο Νόρμαν ξεκινάει αρχικά ως περίγραμμα υπό την σκιά της μάνας για να καταλήξει στο τέλος σε ένα περιβάλλον δίχως καθόλου σκιές που συμβολίζει την προσωπική του πορεία.» Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Μπλόχ και όχι στην ταινία του Χίτσκοκ, η υπόθεση δεν έχει ουσιαστικές παραλλαγές εκείνο όμως στο οποίο δίνεται περισσότερη βαρύτητα είναι ο ψυχισμός του πρωταγωνιστή γι’ αυτό και η σκηνοθετική προσέγγιση κινείται κυρίως στο επίπεδο του συμβολικού – ψυχολογικού μέσα από μια αφαιρετική αισθητική λιτότητα: «Επέλεξα το βιβλίο επειδή δεν θεωρούσα ότι έχει νόημα να επαναληφθεί και στο θέατρο ένα έργο που αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του σινεμά τρόμου αλλά κυρίως επειδή το βιβλίο δίνει περισσότερη βάση στο ψυχολογικό κομμάτι σε σύγκριση με την ταινία που έχει βασιστεί στο σασπένς, διατηρώντας βέβαια τα ψυχαναλυτικά στοιχεία. Απλώς αυτά στο βιβλίο είναι περισσότερο τονισμένα και μαζί με την μετάφραση και διασκευή του Αντώνη Πέρη σου δίνει την δυνατότητα να το χειριστείς, όπως θέλεις και όχι μέσα από μια συγκεκριμένη οπτική. Η υπόθεση είναι βασικά η ίδια. Η ταινία ξεκινά με την σκηνή της Μάριον με τον Σάμ στο ξενοδοχείο, αφήνοντας να προηγηθεί ένα 25ντάλεπτο ώσπου να φτάσει στο μοτέλ, όπου κυριαρχεί το σασπένς. Το βιβλίο ξεκινά από τον Νόρμαν στο Μοτέλ και εστιάζει στην σχέση του με την μητέρα. Στην παράσταση το σασπένς και ο τρόμος μεταφέρονται από το ρεαλιστικό της υπόθεσης στο προσωπικό εστιάζοντας στο βάθος του χαρακτήρα του Νόρμαν.»
Και το δικό μας ενδιαφέρον μετατοπίζεται 12 χρόνια πριν, όταν η ιδέα μιας θεατρικής μεταφοράς της νουβέλας του Μπλόχ διαπερνούσε για πρώτη φορά το κατώφλι της σκέψης του σκηνοθέτη: «Ήθελα πάντα να ανεβάσω αυτό το έργο. Είχα δει την ταινία πριν δώδεκα χρόνια και έψαξα αμέσως να βρω το βιβλίο, το οποίο μου έδωσε ακόμα περισσότερα ερεθίσματα. Θεωρώ ότι είναι μια ιστορία με πολύ ενδιαφέρουσα πλοκή, η οποία καταφέρνει μέσα σε ένα περιβάλλον με πολύ σασπένς να περάσει ψυχαναλυτικές θεωρίες, που μπορεί να ακούγονται βαρύγδουπες παρουσιάζονται ωστόσο με εξαιρετικά εικαστικό τρόπο.» Μπαίνοντας για λίγο όχι στο μυαλό αλλά στην θέση του σκηνοθέτη οι δυσκολίες είναι πολλές : «Το εγχείρημα εμπεριέχει μια τρομερή αφαίρεση που σε συνδυασμό με τον εικαστικό τρόπο μέσα από τον οποίο προσπαθούμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι της σκέψης του ήρωα, έχει ως αποτέλεσμα διαρκής μεταβολές στον τρόπο που θα κυλήσει η παράσταση. Η βασικότερη δυσκολία όμως έγκειται στο τρόπο που θα χτιστούν οι ρόλοι καθώς πρώτα πρέπει να χτιστούν κανονικά και έπειτα υποκειμενικά από την πλευρά του Νόρμαν, κάτι το οποίο προϋποθέτει τρομερό σκάψιμο στην ψυχολογία του ήρωα και στον τρόπο που εικονοποιούνται και μεγαλοποιούνται στο ασυνείδητο του μικρές λεπτομέρειες- κομμάτια καθημερινών του συνηθειών και στοιχείων της προσωπικότητας του.»
Δέσποινα Ραμαντάνη
METRO
24-26/09/10