Βράδυ Τετάρτης στο Φουαγιέ του Κτιρίου Τσίλερ και οι θεατές του έργου "Θεατές" του Μάριου Ποντίκα συρρέουν όχι στα βελούδινα καθίσματα της Κεντρικής Σκηνής αλλά πάνω σε αυτή. .. Μια από τις καλύτερες παραστάσεις του Εθνικού της προηγούμενης σεζόν που συνεχίζεται για λίγες ακόμα μέρες έως τις 11 Οκτωβρίου.
Η σκηνοθέτης του έργου Κατερίνα Ευαγγελάτου, προσκαλεί το κοινό στο χώρο που συνήθως εκτυλίσσεται η σκηνική δράση. Δυο σειρές καθισμάτων στα πλάγια της σκηνής μας χωρίζουν από την σιδερένια κατασκευή που βρίσκεται στη μέση, καλυμμένη γύρω γύρω με μικρές πλαστικές ελληνικές σημαίες, σαν εκείνες που κρατούν τα παιδιά στις εθνικές εορτές. Όμως μόνο για λίγο γιατί προτού ξεκινήσει η παράσταση οι θεατές παρακαλούνται ευγενικά να αφαιρέσουν δυο από αυτά ο καθένας, προκειμένου να μπορέσει να ξεκινήσει η παράσταση. Στο πρώτο άκουσμα, άβολο, καθώς όλοι έχουν ήδη τακτοποιηθεί στις θέσεις τους. Όμως έχει το σκοπό του, αφού έτσι αποκαλύπτεται το σκηνικό της παράστασης και οι ηθοποιοί που ήδη έχουν πάρει τις θέσεις τους μέσα σε αυτό. Κάποιοι δεν συμμετέχουν. Επιλέγουν να μείνουν θεατές από την αρχή μέχρι το τέλος της παράστασης. Μια πρώτη νύξη για την βαθιά ριζωμένη αντίληψη της παθητικότητας, του να μένει κανείς θεατής, ακόμα και όταν οι περιστάσεις απαιτούν την συμμετοχή του, έχει δοθεί. Θεατές εναντίον θεατών. Και το ταξίδι στην μετεμφυλιακή Ελλάδα με νωπά τα τραύματα και τις πληγές του εθνικού διχασμού, ξεκινά. Μια άλλη Ελλάδα σίγουρα, όμως υπό το φως της τρέχουσας επικαιρότητας, όχι τόσο ριζικά διαφορετική, ίσως τραγικά ίδια. Πάθη, εμμονές, φτώχεια, δυστυχία, απάθεια, αδράνεια, ιδεολογικές διαφορές, αγκυλώσεις, μίση, αλληλοσπαραγμοί, κοινωνικές διαιρέσεις, συγκρούσεις, αποξένωση, φόβος, μοναξιά... Ένα τοπίο οικείο, ιστορικά που ξετυλίγει το νήμα της βαθιάς αδιαφορίας και της παθητικότητας έως σήμερα.
Θεατής μπροστά στο φόνο ενός πρώην ταγματασφαλίτη ανάπηρου πολέμου ( Νικόλας Παπαγιάννης) και την αυτοκτονία της καταρρακωμένης ψυχολογικά συζύγου του (Στεφανία Γουλιώτη - σε ακόμα μια συνεργασία με την Κατερίνα Ευαγγελάτου μετά την αποκαλυπτική της ερμηνεία στον "Καλό Άνθρωπο του Σετσουάν" του Μπρεχτ που παίχτηκε την προηγούμενη σεζόν στην Στέγη), ένας άνεργος ηδονοβλεψίας, (Νίκος Ψαρράς), που βλέπει όλη την σκηνή να διαδραματίζεται μέσα από την τρύπα του διπλανού δωματίου του φτηνού ξενοδοχείου όπου διαμένει μαζί με την χαλαρών ηθών φιλενάδα του, νοσοκόμα στο επάγγελμα ( Άλκηστις Πουλοπούλου), μας προκαλεί να σκεφτούμε : "τι θα άλλαζε αν είχε επέμβει; πόσο διαφορετική θα ήταν η εξέλιξη της ιστορίας και γιατί δεν το έκανε;
Γιατί παρέμεινε θεατής όσων συνέβαιναν μιαν ανάσα από τον ίδιο; Γιατί δεν πήρε θέση; Λίγο λίγο ο αντιήρωας μας ξετυλίγει το κουβάρι των σκέψεων του για το γεγονός, που αν και παρέμεινε αμέτοχος τον συντάραξε, παίρνοντας θέση κατόπιν εορτής, και κάνοντας φανερό ότι ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι δεν αντιδρούν δεν οφείλεται στο ότι δεν έχουν θέση απέναντι στο πρόβλημα αλλά στο ότι το πρόβλημα δεν αφορά τους ίδιους. Η ευχαρίστηση του να παραμένεις θεατής της ζωής των άλλων συμπλέκεται και συγκρούεται με την βαθιά αναπηρία της ανθρώπινης έκφρασης σε συναισθηματικό και κοινωνικό επίπεδο, βυθίζοντας τον άνθρωπο όλο και περισσότερο στην στασιμότητα, στην απάθεια, στον κυνισμό, στην αποξένωση και τελικά σε ένα άθλιο τέλος ή σε μια άθλια ζωή χωρίς τέλος.
Το ευρηματικό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, στημένο έτσι ώστε να απεικονίζει το κλειστοφοβικό περιβάλλον του μικρού, φτηνού ξενοδοχείου, όπου βρίσκουν κατάλυμα οι ήρωες καθώς και το αποπνικτικό ψυχολογικό χώρο από τον οποίο προσπαθούν να αποδράσουν ή τον οποίο προσπαθούν να διαχειριστούν συναισθηματικά οι τέσσερις ένοικοι, μυεί τον θεατή από την πρώτη στιγμή στην ατμόσφαιρα του έργου, γεγονός στο οποίο συμβάλει επίσης η προσεκτική επιλογή των κουστουμιών και ο επιβλητικός ηχητικός σχεδιασμός του Σταύρου Γασπαράτου. Δομημένες, στιβαρές και ζυγισμένες ερμηνείες απ' όλους τους ηθοποιούς της παράστασης, προσεκτικά ενορχηστρωμένες από την Κατερίνα Ευαγγελάτου, που αναδεικνύει με πολύ ευφυή τρόπο το θέμα του έργου, το οποίο κατά τα άλλα παρουσιάζει έναν εξαιρετικά γρήγορο ρυθμό και εντυπωσιακές εναλλαγές μεταξύ κωμικού και τραγικού στοιχείου, να σπάνε την αφόρητη ένταση που κυριαρχεί στις σχέσεις των δυο ζευγαριών. Εκπληκτικός ο Νίκος Ψαρράς στο χτίσιμο ενός ρόλου όπου το κωμικό και το δραματικό στοιχείο αναμειγνύονται μεταξύ τους με την ίδια επιτυχία, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού και εξισορροπώντας το εξίσου επιτυχημένο δραματικό κρεσέντο του Γιάννη Παπαγιάννη, που προσεγγίζει με μεγάλη φυσικότητα και ειλικρίνεια τον ρόλο του. Η Στεφανία Γουλιώτη ταγμένη να υπηρετήσει έναν εντελώς διαφορετικό ρόλο, χαμηλών τόνων, μιας ψυχολογικά πολύ ταλαιπωρημένης και απελπισμένης γυναίκας στα όρια της κατάρρευσης δρα μετρημένα, λιτά και αποτελεσματικά ενώ η Άλκηστις Πουλοπούλου φέρνει επιτυχημένα εις πέρας το ρόλο της γυναίκας έτοιμης να θυσιαστεί "υπέρ πάρτης" , χωρίς να πολυσκέφτεται και να πολύ αναλύει τα πράγματα, ζώντας την ζωή της λίγο πιο "ελαφρά την καρδία..."