Μια φρέσκια,
νεανική, επαναστατική, σύγχρονη
Αντιγόνη, διαχρονικό έμβλημα
ελευθερίας και πίστης στους νόμους της
καρδιάς, επεφύλασσε στο κοινό η Νατάσσα
Τριανταφύλλη, στην
πρεμιέρα της παράστασης που δόθηκε
βράδυ της Πέμπτης στο πλαίσιο του
Φεστιβάλ Αθηνών στο κατάμεστο Αίθριο
του Μουσείου Μπενάκη, αποσπώντας το πιο
θερμό χειροκρότημα των θεατών.
Μόνη
κάτω από το βάρος ενός τεράστιου ουρανού,
συντριπτικό όσο και η απόφαση να
παραμείνει κανείς ελεύθερος όποιο κι
αν είναι το τίμημα, θυσιάζοντας ακόμα
και την ίδια της την ζωή, γυμνή όπως και
ο άνθρωπος μπροστά στον φόβο του θανάτου
και την αγάπη για την ζωή, η Αντιγόνη
της Λένας Παπαληγούρα διήνυσε την
τεράστια απόσταση που χωρίζει κάθεναν
από μας από τα μεγάλα όχι στους νόμους
που φτιάχτηκαν για να καταπατούν τα
δίκαια των ανθρώπων και να υπερασπίζονται
τους γυάλινους θρόνους της εξουσίας,
που όμως αποδεικνύονται εύθραυστοι
μπροστά στην ατρόμητη θέληση του ανθρώπου
να σπάσει τα δεσμά της κοινωνικής
ανισότητας και αδικίας.
Αντιμέτωπη
με την πρόκληση της σκηνοθεσίας στον
τεράστιο άδειο χώρο του Αιθρίου του
Μουσείου Μπενάκη, που από την μια πλευρά
εξυπηρετεί ως επιλογή την συμβολική
έκφραση της ιδιωτικής και δημόσιας
δράσης και της αντίθεσης ανάμεσα στον
εσωτερικό λόγο που φουντώνει από την
σπίθα της ανυπακοής και τον δημόσιο που
ακροβατεί στο τεντωμένο σκοινί της
λογικής και της νομιμότητας, αλλά από
την άλλη αποτελεί ρίσκο ως προς τον
έλεγχο και την αξιοποίηση του σκηνικού
χώρου και την υπέρβαση των τεχνικών
δυσκολιών που προκύπτουν, η Νατάσσα
Τριανταφύλλη κέρδισε το στοίχημα της
πρώτης της σκηνοθετικής απόπειρας και
μάλιστα στο απαιτητικό είδος της αρχαίας
τραγωδίας, με την καθοριστική συμβολή
της μετάφρασης του Νίκου Παναγιωτόπουλου,
αρθρώνοντας έναν λόγο πηγαίο, ζωντανό,
ρευστό, σύγχρονο με κάθε λέξη να στοχεύει
κατευθείαν στην καρδιά κάτω από το
ηχητικό πέπλο της ευλαβικής μουσικής
της Μόνικα, που απογειώνει την παράσταση
εξυψώνοντας την σε έναν Ύμνο στην Αγάπη.
Ενσαρκώνοντας
την ομορφιά και την ανυπόκτακτη ορμή
της νεότητας ως μόνη ελπίδα για ένα
καλύτερο αύριο η Αντιγόνη της πρόφατα
διακεκριμένης με το βραβείο Μελίνα
Μερκούρη Λένας Παπαληγούρα, κινείται
με χαρακτηριστική πνευματική, σωματική
και συναισθηματική ελεύθερία αλλά και
ακρίβεια ανάμεσα στην γκάμα των
ψυχολογικών διακυμάνσεων της ηρωϊδας
μέσα από μια στιβαρή ερμηνεία που
αποπνέει δύναμη, θάρρος και αποφασιστικότητα
μπροστά στον Κρέοντα του Λάζαρου
Γεωργακόπουλου, που αρθώνει έναν σκληρό,
αλαζονικό λόγο επιχειρώντας παράλληλα
και ένα υποκειμενικό σχόλιο που
υπογραμμίζει την υποκριτική ηθική της
εξουσίας και την αμφίβολη έκβαση του
ηγεμονικού της ρόλου και των απειλών
που εξαπολύει, τιρώντας απαρέγκλητα το
γράμμα (και όχι το πνεύμα) του νόμου,
καθώς εξελίσσεται σε τιμωρό αντί για
υπηρέτη του λαού έως ότου λυγίσει και
σωριαστεί αδύναμη υπό το βάρος της
απώλειας και του θανάτου που υπενθυμίζει
στον άνθρωπο την προτεραιότητα και την
σημασία της ευτυχίας έναντι της δύναμης
και του υλικού πλούτου.
Εξαιρετική
η ερμηνεία της Λυδίας Φωτοπούλου στον
ρόλο του μάντη Τειρεσία, που μέσα από
την νωχελική, ήρεμη φωνή της αναδύεται
η σύνεση και η σοφία του ανθρώπου που
έχει μάθει να κατανοεί και να ατενίζει
τον κόσμο μέσα από τα μάτια της ψυχής
που δεν χάνουν τον δρόμο τους μέσα στο
σκοτάδι της παραπλάνησης. Εμφανής είναι
και κάποιες αμιδρές σκηνοθετικές
επιρροές από τον κόσμο του Robert
Wilson ως προς τον σχεδιασμό
του φωτισμού και το μακιγιάζ που
χρησιμοποιούνται συνθετικά και
εναρμονίζονται με το σκηνικό περιβάλλον.