Η Ρούλα Πατεράκη και ο Γιώργος Νανούρης για πρώτη φορά
συναντιούνται στη σκηνή του ιστορικού Υπογείου του Θεάτρου Τέχνης που ενώνει
τις δυνάμεις του με την Λυκόφως του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου και το ΔΗΠΕΘΕ
Ιωαννίνων και παρουσιάζουν από τις 4 Δεκεμβρίου τη νέα παράσταση της Ιόλης
Ανδρεάδη «Ένας άνθρωπος επιστρέφει στην πατρίδα του πιστεύοντας ότι θα τον
σκοτώσουν και τον σκοτώνουν». Μια μετaγραφή για δύο πρόσωπα βασισμένη
στο «Murder in the Cathedral» του T.S. Eliot στη μνημειώδη μετάφραση του
Γιώργου Σεφέρη.
Αγγλία. 12ος αιώνας. Ο Θωμάς Μπέκετ, πρώην καγκελάριος,
συγκυβερνήτης, αδελφικός φίλος του βασιλιά Ερρίκου Β' και διάσημος μπον βιβέρ,
γίνεται αρχιεπίσκοπος της Καντερβουρίας και, σαν από θείο φως, απαρνιέται
μονομιάς τα εγκόσμια αξιώματα και τις ξέφρενες απολαύσεις και αφιερώνει τη ζωή
του στην υπηρεσία όσων τον έχουν ανάγκη καθώς και στη μάχη με κάθε μέσο για την
κατάλυση της κοσμικής εξουσίας. Ανεπιθύμητος πια στον τόπο του, αυτοεξορίζεται
στη Γαλλία. Ύστερα από μια επιφανειακή συμφιλίωση με το βασιλιά Ερρίκο Β΄ επιστρέφει,
γνωρίζοντας ωστόσο τον κίνδυνο που παραμονεύει. Πράγματι, δυο μήνες μετά
δολοφονείται από τέσσερις ιππότες μέσα στην
ίδια του την εκκλησία, παραμονές της
πρωτοχρονιάς του 1170. Λένε πως τα σπαθιά τους ξιφούλκησαν συντονισμένα και
βυθίστηκαν στο σώμα του. Τα συναξάρια έγραψαν πως τους καλωσόρισε στον ναό και
δέχτηκε τα χτυπήματα χωρίς αντίσταση την ώρα που προσευχόταν. Είναι η
πραγματική ιστορία του Άγιου Θωμά. Το έργο ξεκινάει από τη στιγμή που ο Θωμάς
Μπέκετ επιστρέφει από την Γαλλία.
«Murder in the Cathedral» ή «Φονικό στην Εκκλησιά». Δύο κορυφαίοι ποιητές του 20ου αιώνα, δυο
νομπελίστες, παραδίδουν στην ελληνική γλώσσα ένα σπουδαίο έργο. Το
πρώτο ολοκληρωμένο κείμενο του T.S. Eliot για το θέατρο, ένα ποιητικό όραμα που γράφτηκε για το Φεστιβάλ
του Καντέρμπουρι το 1935 και που μεταφράστηκε το 1963 από τον
Γιώργο Σεφέρη, λίγους μήνες πριν την βράβευσή του από τη Σουηδική Ακαδημία. Το
έργο αποτελεί μια απόπειρα του Eliot για τη δημιουργία ενός νέου είδους ποίησης που διατηρεί το ύφος της κοινής
καθημερινής ομιλίας των απλών ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα μέσα από έναν υπόκωφο λυρισμό και με
ελλειπτικούς διαλόγους και παρεμβολές ξένων κειμένων, επινοείται ένας νέος
πνευματικός λόγος, βαθιά θεατρικός, σύγχρονος και διαχρονικός, σημερινός και
αιώνιος. Όταν ζητήσαν από τον Έλιοτ να περιγράψει μέσα σε μια παράγραφο
την πλοκή του έργου, εκείνος έδωσε μόνο μια φράση: «ένας άνθρωπος επιστρέφει
στην πατρίδα του πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν». Στην
ιστορική αυτή φράση βασίζεται και ο τίτλος της παράστασης που παρουσιάζεται
εδώ. Αξιοσημείωτο για τη σημασία και
τον πνευματικό πλούτο του συγκεκριμένου έργου είναι το γεγονός πως με τα
κομμάτια που έγραψε ο Eliot για το
«Murder in the Cathedral» αλλά
τελικά δεν συμπεριέλαβε στην τελική του εκδοχή, ο ποιητής δημιούργησε το πρώτο
από τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του.
Το Murder
in the Cathedral του T. S. Eliot έχει χαρακτηριστεί ως τελετουργικό δράμα (Ronald Grimes). Ο χώρος -η εκκλησία, ο Καθεδρικός ναός του
Canterbury- και η
επιτέλεση του κηρύγματος του Θωμά Μπέκετ προς τους πιστούς είναι μερικοί από
τους λόγους που επιβεβαιώνουν έναν τέτοιο χαρακτηρισμό. Ακόμη, η χρήση των
συμβόλων καθιστά το έργο συγγενικό με την τελετουργία - μέσα από την επανάληψη
(ο Τροχός της Τύχης) ή την ύπαρξη ενός εξιλαστήριου θύματος (ο Μάρτυρας), ενώ
σημαντικό στοιχείο που καθιστά το έργο μια συνάντηση θεάτρου και τελετουργίας είναι
και η επιμονή του συγγραφέα στη διαταραχή των εποχών, στην άνοιξη που γεννά την
καταστροφή («η άνοιξη ρημάχτρα» μεταφράζει ο Σεφέρης) ή στο χειμώνα που θα
φέρει το θάνατο. Μια εποχή που πάσχει, που νοσεί, είναι σημάδι νόσου της
κοινωνίας. Και η νόσος της κοινωνίας απαιτεί έναν εξαγνισμό, έναν καθαρμό. Ένα
θύμα. Έναν θύτη. Μία θυσία. Η νέα αυτή μεταγραφή του έργου του Eliot, εστιάζει σε αυτή ακριβώς την πτυχή της
ιστορίας του Θωμά Μπέκετ. Το κείμενο της παράστασης έχει ξανα-γραφτεί ως μια
τελετουργία για δύο ανθρώπους. Ο πρώτος θα μπορούσε να ονομαστεί «Αυτός που
Λατρεύει» και ο δεύτερος «Αυτός που Λατρεύεται». Ο πρώτος στολίζει τον δεύτερο.
Τον περιποιείται. Τον ετοιμάζει για κάτι. Έπειτα ο δεύτερος αποχαιρετά τους
γύρω του, το ποίμνιό του, με λόγια της καρδιάς και τέλος αφήνεται στην Τρίτη
και τελική Πράξη της τελετουργίας: τη θυσία. Και όπως κάθε τελετουργία, έτσι
και η δική μας θεμελιώνει την ποίηση στο ρεαλισμό. Η τελετουργία δεν είναι μόνο
προσευχή, δεν είναι ασκήσεις επί χάρτου, έχει κανόνες και αίμα και χώμα. Δεν
είναι κόσνεπτ, είναι πράξη. | Ιόλη
Ανδρεάδη
Παρότι
στο πρωτότυπο έργο παρουσιάζονται περισσότεροι από δέκα χαρακτήρες, στον
πρόλογό του ο Σεφέρης γράφει: «τα πρόσωπα του έργου δεν είναι πολλά - είναι
ένα, ο Θωμάς. Η μάχη του με το αξεχώριστο κακό. Ο αγώνας ενός ανθρώπου με την
περηφάνια του, η προσπάθειά του να καθαριστεί από την ίδια του την περηφάνια.
Να μην επιθυμεί τίποτα πια, ούτε καν την δόξα του μάρτυρα. Κάτι που σήμερα δεν
το χωράει ο νους μας». Έχοντας
ως οδηγό το παραπάνω απόσπασμα και χρησιμοποιώντας σχεδόν αποκλειστικά τη
γλώσσα του Σεφέρη, με το μέτρο, τον ρυθμό και το πολύ προσωπικό και βαθύ
συναίσθημα με το οποίο αποφασίζει να μεταφράσει το πρώτο ολοκληρωμένο κείμενο
του T.S. Eliot για το
θέατρο, το έργο «Ένας άνθρωπος επιστρέφει στην πατρίδα του πιστεύοντας ότι θα
τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν» αποτελεί μια νέα μεταγραφή του παλιού έργου ή
καλύτερα μια απόπειρα για μια νέα δραματουργία, πάνω σε ένα δράμα που έχει ήδη
συντελεστεί. Το «συντελεσθέν περιστατικό» έχει δυο επί σκηνής φορείς, τον Θωμά
Μπέκετ και τη Γυναίκα της Καντερβουρίας. Αυτοί οι δυο -νέοι κατά μια έννοια-
ήρωες εισέρχονται στο δράμα, έχοντας βιωμένες μέσα στον ίδιο τους τον χαρακτήρα
όλες τις αντιθέσεις και τις συνθέσεις του πρωτότυπου έργου.
Οι κεντρικές δράσεις από το πρωτότυπο κείμενο
του Eliot, δηλαδή o διάλογος του Θωμά Μπέκετ με τον χορό των
γυναικών την Καντερβουρίας κατά την επιστροφή του από την εξορία, η διαμάχη του
με τους Tρεις Iερείς για την ασφάλειά του και τη σχέση του
με τον Βασιλιά και η διανοητική του πάλη με τους Τέσσερις Πειρασμούς που τον
επισκέπτονται με σκοπό να του αλλάξουν την ψυχή προτού κυρρήξει για τελευταία
φορά και δολοφονηθεί, βρίσκονται τώρα, στη νέα αυτή μεταγραφή, και οι τρεις μέσα στον ίδιο τον Θωμά: τις φέρει με τα ίδια του τα λόγια, τις
κουβαλά σε κάθε του μικρή κίνηση. Αυτός ο μετά-Θωμάς, που εμφανίζεται στο νέο
κείμενο, εμπεριέχει τις ίδιες του τις αντιφάσεις και την ίδια την αμφισβήτηση
του εαυτού του, όπως αυτά αναδεικνύονται εξελικτικά στο πρωτότυπο έργο – σε μια
στιγμή, ωστόσο, τόσο απόλυτη για τον ίδιο, που η όποια αντίφαση και η όποια
αμφισβήτηση έχει πλέον ξεπεραστεί. Τώρα, είναι ένας «τελικός», τέλειος με την
αριστοτελική έννοια, χαρακτήρας, που έχοντας αναμετρηθεί πια για τα καλά με τις
σκιές αυτές στο έργο του Eliot, στο νέο
κείμενο οδεύει προς τη θυσία λευκός, καθαρός και μόνος. Και λίγο πριν το ύστατο
ξεψύχισμα παίρνει ακόμα και τον θρήνο από το στόμα των γυναικών της
Καντεβρουρίας όπως ακούγεται στο πρωτότυπο και τον μετατρέπει εδώ στο προσωπικό
του κύκνειο άσμα.
Από την άλλη, η Γυναίκα της Καντερβουρίας, οπως εμφανίζεται
στην παρούσα μεταγραφή, αντλεί ασφαλώς και εκείνη από το ίδιο υλικό του
πρωτότυπου έργου (Χορός, Ιερείς, Πειρασμοί) την παλέτα με την οποία χρωματίζει
τον πίνακα της νέας σκηνικής της συνείδησης, για αυτό και διατηρεί σε όλη την
παράσταση αυτή την παλίνδρομη σχέση με τον Θωμά: πότε τον μαλώνει, πότε τον
επαινεί, πότε τον θαυμάζει και πότε τον προστατεύει και τον φροντίζει. Μέσα σε
αυτή τη μεγάλη προετοιμασία προς τη θυσία εκείνου, η Γυναίκα -σαν
μίμος/αφηγητής σε μεσαιωνικό αυλικό θέατρο- φέρνει επί σκηνής με τις αλλαγές
στη φωνή της και στις κινήσεις της, μια ολόκληρη διαμάχη από το πρωτότυπο έργο
μεταξύ του μαντατοφόρου που αναγγέλλει την επιστροφή του Θωμά στην Καντερβουρία
και των ιερέων που αμφισβητούν αν αυτή η επιστροφή σημαίνει ειρήνη ή πόλεμο.
Στο τέλος, είναι η ίδια που ενδύεται και το σχήμα του Ιππότη / δήμιου, ο οποίος
στο νέο κείμενο συμπυκνώνει μέσα σε μία μεγάλη εικόνα και τους 4 σφαγείς
απεσταλμένους του Βασιλιά όπως αυτοί παρουσιάζονται στο πρωτότυπο, και ο οποίος
μετά από μια σύντομη ανταλλαγή επιχειρημάτων με το θύμα του (τα όποια
επιχειρήματα αντλούνται και εκείνα από το πρωτότυπο, αλλά ξαναγράφονται εδώ
«για δύο») και ένα πικρό κατηγορητήριο, θα πάρει την ψυχή του Θωμά μακριά από
τον κόσμο αυτό για πάντα.
Μια συμβολική, τελική, μεταμφίεση που επιθυμεί να
φέρει στο φως το αναπάντητο το ερώτημα των κλασικών κειμένων πάνω στο πόσο
αθώος ή ένοχος είναι ο χορός – λαός, για τα εγκλήματα που διαπράττονται επί
σκηνής και όχι μόνο, καθώς ο ίδιος ταλανίζεται ανάμεσα στο δικό του συμφέρον και
στο συμφέρον των ηρώων του δράματος, χωρίς να προβαίνει πότε σε πράξεις. Μήπως το ποίμνιο οδηγεί τον ποιμένα στη
θυσία, για να μπορεί να ορίζει τον εαυτό του; Τέλος, το ιντερλούδιο του
κηρύγματος του Θωμά, ανάμεσα στην πρώτη και την τρίτη πράξη, παραμένει σχεδόν
αυτούσιο από το πρωτότυπο", σημειώνουν για την παράσταση η Ιόλη
Ανδρεάδη και ο Άρης Ασπρούλης
Ταυτότητα της
Παράστασης
Σύλληψη - Σκηνοθεσία - Κίνηση: Ιόλη Ανδρεάδη
Κείμενο μεταγραφής: Ιόλη Ανδρεάδη & Άρης Ασπρούλης
Σκηνογραφία – Κοστούμια: Δήμητρα
Λιάκουρα
Ειδικές Κατασκευές: Περικλής
Πραβήτας
Φωτισμοί: Χριστίνα
Θανάσουλα
Μουσική - Ηχοτοπίο: Γιάννης Χριστοφίδης
Φωτογραφίες: Πάνος
Μιχαήλ
Video trailer: Μιχαήλ Μαυρομούστακος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Νικητοπούλου
Διεύθυνση Παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Βοηθός Παραγωγής: Μαριάνθη Μπαϊρακτάρη
Ερμηνεύουν: Ρούλα Πατεράκη & Γιώργος Νανούρης
Μια συμπαραγωγή του Θεάτρου Τέχνης με την «Λυκόφως» του
Γιώργου Λυκιαρδόπουλου και το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων.
Πληροφορίες
Δευτέρα & Τρίτη στις 21.15 | Διάρκεια: 90 λεπτά
Εισιτήρια 15 € γενική είσοδος | 10 € μειωμένο | 8 €
Ανέργων