Pages

ΕΙΔΑΜΕ ΤΟ "DOGVILLE" TOY L. VON TRIER ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΕΦΗΣ ΓΟΥΣΗ ΣΤΟ ΑΚΡΟΠΟΛ


"Κάτι σάπιο υπάρχει.... στο βασίλειο του Ντόγκβιλ". Οι άνθρωποι, το μέρος,  η ξένη που εισβάλει ξαφνικά στην ζωή τους, ο φόβος για τον άλλο; οι καταπιεσμένες επιθυμίες, όσα δεν είπαν και δεν έκαναν, η ζωή που δεν έζησαν, η ανάγκη, η εξάρτηση, ή εν τέλει η εξουσία; Η Γκρέις μπορεί να άφησε το Ντόγκβιλ εδώ και πλέον μια δεκαετία, από τότε που ο Λαρς Φον Τρίερ έγραψε και σκηνοθέτησε αυτή την "μπρεχτική" αλληγορία πάνω στην ηθική της συγχώρεσης και της τιμωρίας, όμως η Έφη Γούση το ξαναστήνει, ολοζώντανο μπροστά μας, στην σκηνή του Θεάτρου Ακροπόλ υπογράφοντας μια δυναμική σκηνοθεσία, σε εξαιρετική μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, και δυνατό χαρτί της παράστασης τις εξαιρετικές ερμηνείες της Γιούλκας Σκαφίδα, στον πρωταγωνιστικό ρόλο, του Δημήτρη Πασσά (Τομ), του Ευθύμη Ζησάκη (Big Man), του Μιχάλη Λεβεντογιάννη (Μπεν), του Γιώργου Νούση (Τσακ), της Ρομάνα Λόμπατς (Λιζ) και της Πηνελόπης Τσιλίκα (Βέρα).

2003: Ο Λάρς φον Τρίερ γράφει και σκηνοθετεί το avant garde δραματικό έργο με πρωταγωνιστές τους Νικόλ ΚίντμανΠολ Μπέττανι, Λορίν ΜπακόλStellan SkarsgårdΤζέιμς Κάαν και άλλους. H ταινία αποτελεί μια παραβολή που χρησιμοποιί ένα αρκετά μινιμαλιστικό σκηνικό για να διηγηθεί την ιστορία της Grace (Νικόλ Κίντμαν), που έχει διαφύγει από εγκληματίες και η οποία φτάνει στην μικρή πόλη Dogville, όπου της παρέχεται άσυλο, με αντάλλαγμα όμως να προσφέρει βοήθεια στους κατοίκους με τις καθημερινές δουλειές τους. Επηρεασμένος από το επικό-διδακτικό θέατρο του Μπρέχτ, ο Δανός σκηνοθέτης τοποθετεί φιλμικά την δράση σε ένα μινιμαλιστικό σκηνικό, οριοθετώντας την μικρή αυτή πόλη, που βρίσκεται κάπου στα Βραχώδη Όρη, μόνο με μερικούς τοίχους και έπιπλα, ενώ το υπόλοιπο σκηνικό υπάρχει μόνο σαν λεπτές ζωγραφισμένες γραμμές/ περιγράμματα με ετικέτες που μαρτυρούν το χώρο ή το αντικείμενο που εκπροσωπούν. Υπενθυμίζοντας έτσι την τεχνικότητα του έργου και δημιουργώντας ένα φορμαλιστικό πλαίσιο όπου θέατρο και κινηματογράφος συναντώνται, ο Τρίερ κατάφερε να επικεντρώσει την προσοχή των θεατών στην υποκριτική και στην αφήγηση της ιστορίας.  Η ταινία ήταν συνυποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα το 2003, διάκριση που τελικά κέρδισε το Elephant, του Γκας Βαν Σαντ. Και των δυο ταινιών έχει προηγηθεί το μακελειό σε σχολείο του Columbine, τον Απρίλιο του 1999, όταν μαθητής εισέβαλε σε αυτό και άνοιξε πυρ εναντίον καθηγητή και μαθητών, δολοφονώντας 12 μαθητές και έναν καθηγητή και τραυματίζοντας 21 ανθρώπους.
2004: Ο Αντώνης Καλογρίδης, μεταφέρει στην Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου σε παγκόσμια πρώτη την αμφιλεγόμενη αυτή αλληγορία της κτηνωδίας της ανθρώπινης φύσης, προσδίδοντας κινηματογραφική χροιά στην θεατρική δράση μέσα από ένα αυστηρά μινιμαλιστικό, αφαιρετικό σκηνικό και περισσότερα σκηνικά αντικείμενα που στην ταινία δηλώνονται μόνο σχηματικά. Οι θεατές παρακολουθούν την δράση σαν άλλος κινηματογραφικός φακός από τις θέσεις τους που έχουν τοποθετηθεί στην μέση της αίθουσας, πάνω σε μια κινούμενη πλατφόρμα, και περιστρέφονται με τέτοιο τρόπο ώστε οι θεατές να μπορούν να "μεταβαίνουν" στις τέσσερις γωνίες της σκηνής, ακολουθώντας κάθε φορά την αφήγηση μέσα από το κάδρο που ο σκηνοθέτης / αφηγήτρια είχε κάθε φορά επιλέξει για εκείνους, αποκτώντας μια πανοραμική αίσθηση των τεκταινομένων.
2015: Η Έφη Γούση επιτυγχάνει την σκηνική αφαίρεση βαδίζοντας περισσότερο στο μονοπάτι του Οστερμάγιερ στο Τζόν Γαβριήλ Μπόρκμαν του Ίψεν και στήνει το δικό της Ντόγκβιλ σε ένα "γυάλινο κόσμο", μέσα σε ένα διάφανο κουτί, οι ήρωες με σκούπες και σφουγγαρίστρες ανά χείρες, εγκλωβισμένοι στην επιφανειακά ήρεμη και ήσυχη ζωή τους, διεκπεραιώνουν τις καθημερινές τους εργασίες. Όλοι τους όμως θα θελαν μια μέρα να φύγουν. Όλοι τους ψάχνουν το δικό τους άλλοθι για να μείνουν. Όλοι τους θα το βρουν στο πρόσωπο της ευγενικής, αθώας, πρόθυμης κοπέλας που πρόκειται να εισβάλει, ξαφνικά από ανάγκη στην ζωή τους. Εκείνοι πως θα την υποδεχτούν; και κυρίως πώς θα την αποδεχτούν; 












Ξαναδιαβάζοντας το Ντόγκβιλ όχι μόνο υπό την νέα σκηνική συνθήκη και τον τρόπο αφήγησης που προτείνει η Έφη Γούση αλλά και μέσα στο νέο κλίμα που διαμορφώνεται για πρόσφυγες και μετανάστες στην Ευρώπη και στον κόσμο, με φράχτες να στήνονται, σύνορα να κλείνουν, αγκυλώσεις και αγκυλωτούς να ξανά κάνουν την εμφάνιση τους, την ξενοφοβία και τον ρατσισμό να πατούν πάνω στο φόβο και να προελαύνουν με αιχμή τον ξένο, δίπλα μας και μέσα μας, την Αυστρία να προτείνει την φιλοξενία προσφύγων σε πρώην στρατόπεδα συγκέντρωσης, την καλοκαιρινή καμπάνια "είστε ανεπιθύμητοι" της Δανίας, και νέο νόμο που προβλέπει την κατάσχεση πολύτιμων κοσμημάτων από τους πρόσφυγες που αναζητούν άσυλο στην χώρο, ως τρόπο κάλυψης των εξόδων σίτισης και διαμονής τους, συνειδητοποιεί κανείς πως όσο υπάρχουν Γκρέις, θα υπάρχουν και Ντόγκβιλ, και το αντίθετο, όμως το ζήτημα της συγχώρεσης ή της τιμωρίας της ανθρώπινης φύσης είναι τόσο περίπλοκο, όσο ο φαύλος κύκλος βίας και η ατέρμονη εναλλαγή του θύματος σε θύτη που δημιουργεί η ανάγκη ή η επιθυμία για εκδίκηση. 
Ένα μικρόφωνο στο πλάι του κουτιού, σύνηθες εργαλείο της σκηνικής αφήγησης που θυμίζει κάτι από Βερολινέζικη σκηνή, φιλοξενεί τις φωνές του αφηγητή, του γκάγκστερ, της πόλης που συνωμοτεί εναντίον της ταπεινωμένης, αιχμάλωτης, Γκρέις. Κάπως έτσι με μινιμαλιστικό τρόπο και εδώ, και αξιοποιώντας τις σκηνικές δυνατότητες του Ακροπόλ, ώστε να επιτυγχάνεται μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, και ένα ασφυκτικό, καταπιεστικό πλαίσιο που ωθεί τους ήρωες σε μια ολοένα πιο βίαια συμπεριφορά, και μετατρέποντας τα σύνεργα καθαρισμού σε αξεσουάρ συνεργείου γυρισμάτων, η Γούση που δεν αγχώνεται ιδιαίτερα ως προς την έντονη φιλμική χροιά της παράστασης, αλλά για την διαχείριση της ουσίας του έργου,  επιλέγει τον αφηγηματικά και τεχνικά έξυπνο τρόπο, ενός θεατρικού cut για να γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα στην αρχαιότερη και στην 7η τέχνη. 

Δυνατό χαρτί στα χέρια της η επιλογή όλων των ηθοποιών του ολιγομελούς θιάσου, που αν και νέοι όλοι τους, καταθέτουν καθένας τους και όλοι μαζί στιβαρές και συνεκτικές μεταξύ τους ερμηνείες και φυσικά η επιλογή της Γιούλκας Σκαφίδα για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Γκρέις, που χωρίς να δανείζεται τίποτα από την εύθραυστη ομορφιά και την εσωτερικότητα της ερμηνείας της Κίντμαν στον αντίστοιχο ρόλο, χτίζει επί σκηνής μια Γκρέις που δεν παραπέμπει τόσο εμφανισιακά όσο και υποκριτικά στην μοιραία γυναίκα των νουάρ αλλά  ελίσσεται επιτυχώς ανάμεσα στην αθωότητα και στον αισθησιασμό διατηρώντας έναν ενιαίο ερμηνευτικό άξονα με έξοχες δραματικές εντάσεις που κορυφώνονται και συμπυκνώνονται στην κραυγή απελπισίας της ηρωίδας, μετά την τιμωρία της. 
Το Ντόγκβιλ θα μπορούσε ίσως να αποτελεί την ανεστραμμένη πυραμίδα της Θείας Κωμωδίας του Δάντη, όπου προηγείται ο Παράδεισος για να ακολουθήσει η Κόλαση και έπειτα το Καθαρτήριο. Πιο τρόπο τιμωρίας θα επιλέξει η ίδια για να ξεπλύνει τις αμαρτίες της πόλης. Την πιο αυστηρή. Την καταστροφή και τον θάνατο.
Και παραφράζοντας λίγο το Μπέκετ "Κάπου εκεί στο Τέλος της Ιστορίας του Ντόγκβιλ, κρύβεται η Αρχή του ηθικού προβληματισμού, που περιβάλλει αυτή την ελεγεία της αλαζονείας, από την οπτική του Τρίερ. Υιοθετώντας μια ηθικά ακραία και ισοπεδωτική στάση απέναντι στην βελτίωση της ανθρώπινης φύσης, ο Δανός σκηνοθέτης θέτει το  θέμα της συγχώρεσης και της τιμωρίας, ορίζοντας την πρώτη ως αλαζονική γιατί δεν δίνει την ευκαιρία της τιμωρίας, και την δεύτερη ως επιβεβλημένη αγνοώντας ότι ο θάνατος, ως τιμωρία δεν δίνει την ευκαιρία ούτε της απολογίας, ούτε του σοφρονισμού, ούτε της μεταμέλειας και ότι κάθε τιμωρία είναι εξίσου αλαζονική όταν προκύπτει μόνο ως απόρροια του περί δικαίου αισθήματος, υποκαθιστώντας τους θεσμούς της δικαιοσύνης. 
Ο Τρίερ δίνει το βάρος του περισσότερο στην διαδικασία της ηθικής εξέλιξης της ηρωίδας από ευγενική, πρόθυμη, αθώα, καλοσυνάτη κοπέλα, σε παθητικό, αδύναμο πλάσμα, υποταγμένο στην βούληση του άνδρα, θύμα εργασιακής και σεξουαλικής εκμετάλλευσης, που θυσιάζεται και υπομένει με καρτερικότητα αλλά και έλλειψη αυτοεκτίμησης όσα συμβαίνουν γύρω της, σε μια ψυχρή, κυνική, ανελέητη δολοφόνο αφήνοντας μόνο μια χαραμάδα συγχώρεσης, απέναντι στον Μoases , τον τυφλό σκύλο του Ντόγκβιλ. "Τα σκυλιά Γκρέις μπορούν να εκπαιδευτούν, όχι όμως αν τα συγχωρούμε κάθε φορά που υπακούουν στην φύση τους" Και η Γκρέις μόλις το έκανε. Ακολούθησε το θέλημα του πατέρα. Έμαθε να τιμωρεί, αλλά δεν ξέχασε να συγχωρεί. 
Η Έφη Γούση παραλλάσσει ελαφρώς την ηρωίδα. Το περί δικαίου αίσθημα της Γκρέις κρατάει μια σφαίρα από το ξεκληρισμένο και ολοκληρωτικά καμμένα Ντόγκβιλ για την ίδια. Ενδύεται μεν τον διεφθαρμένο μανδύα της εξουσίας - που θα μεταμορφώσει και εκείνη όπως και τους κατοίκους της επαρχιακής πόλης σε ανθρωπόμορφο τέρας- και δίνει τέλος στην ζωή της και στην παράσταση. Την σκανδάλη θα την πατήσει η ίδια, όμως ποιος το κρατά πραγματικά το πιστόλι ;