Pages

Γιάννης Σκουρλέτης: Η γνωριμία μου με τον Κρις μου έδωσε την ιδέα του Λωτρεαμόν


«Ο Λωτρεαμόν γράφει τα Άσματα του Μαλντορόρ και γίνεται ο ίδιος παρανάλωμα μέσα σε αυτό…», μας λέει ο Γιάννης Σκουρλέτης, ο οποίος μετά τον Βέρθερο του Γκαίτε μεταφέρει στην 300 τετραγωνικών σκηνική εγκατάσταση του υπογείου γκαράζ του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, το ποιητικό έργο μιας καταραμένης ιδιοφυίας…, μέσα από την παράσταση "   "lautreamont-maldoror: Εγκώμιο μιας Μεταμόρφωσης".Πνεύμα ενάντια σε οτιδήποτε θα μπορούσε να το περιορίσει ο Κόμης του Λωτρεαμόν, ή  Ιζιντόρ Ντυκάς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ανάβει την φλόγα της επιλογής και καίγεται μέσα σε αυτή, κρατώντας τα μάτια του ανοιχτά ανά τους αιώνες ως  έμβλημα της αέναης ανθρώπινης ανάγκης και επιθυμίας για αλλαγή προς αναζήτηση ενός ιδανικού ρομαντικού εαυτού. Μέσα στην Αθήνα της οικονομικής κρίσης, της  πολιτικής ρευστότητας και του φόβου του «ξένου», του «άλλου», του «μετανάστη» και της ίδιας της διαφορετικότητας συζητάμε με τον σκηνοθέτη της παράστασης και δημιουργό της Bijoux de Kant για τον δικό του ήρωα, ο οποίος στο πρόσωπο του Κρις Ραντάνοφ, επιλέγει την «αιώνια αϋπνία», πνευματική και σωματική , ως σύμβολο ατομικής και συλλογικής επαγρύπνησης μπροστά στο τέλμα της ελευθερίας.
Χορηγός Επικοινωνίας:  Theaterview

«Παίρνοντας έναν άνθρωπο που είναι μετανάστης είναι ήδη μετακινημένος σε κάτι άλλο από αυτό που ήτανε. Και αυτό έχει πολύ μεγάλη αξία. Όπως ο Ντυκάς με το που αλλάζει το όνομά του και γίνεται Κόμης του Λωτρεαμόν και λέει ότι εγώ ορίζω την μοίρα μου πια κάνει μια επιλογή. Και μάλιστα μέσα σε μια πολύ άγρια συνθήκη, φεύγει από την Ουρουγουάη, όπου γεννήθηκε, πιτσιρίκι -η μάνα του είχε πεθάνει αμέσως μετά την γέννα- και πηγαίνει στο Παρίσι της Παρισινής Κομμούνας τον 19ο αιώνα, που βράζει από ιδέες και χρησιμοποιώντας μια φόρμα πάρα πολύ λόγια και καθαρευουσιάνικη , μιλάει για πράγματα τρομερά και φρικιαστικά…»

Ο Ντυκάς: είναι ένας νεαρός που ψάχνει να βρει το ιδανικό για αυτόν. Είναι λίγο Νιτσεϊκό αυτό. Είναι ένας κατεξοχήν ρομαντικός ήρωας. Προσπαθεί να κατασκευάσει έναν άλλο ρομαντικό εαυτό. Να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο. Αυτή η συνεχής προσπάθεια μεταμόρφωσης, η εν δυνάμει μεταμόρφωση είναι αυτό που μας απασχολεί στην παράσταση. Η ανάγκη δηλαδή για μια αλλαγή. Για κάτι καινούριο που έρχεται. Οπότε και η κοινωνική κατάσταση που βιώνουμε μοιραία ακουμπά πάνω μια και η παράσταση βάζει τέτοιου είδους ζητήματα. Εξάλλου δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά , γιατί αλλιώς δεν συνομιλεί κανείς με το σήμερα.

Η παράσταση: δεν είναι μια φιλολογική ανάλυση του Λωτρεαμόν. Είναι γεγονός ότι ο ίδιος επηρέασε πάρα πολύ τα γράμματα και όλα τα μοντερνίστικα κινήματα , όπως εξελίχθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι υπερεαλιστές τον έχρησαν τον πρόδρομο τους, τον πατέρα τους και την μεταφορά τους , οι σουρεαλιστές , όπως ο Μπρετόν , τον θεωρούν πατέρα του σουρεαλισμού και μάλιστα στην Ελλάδα της δεκαετίας του 30 μεταφράστηκε κυρίως από τους σουρεαλιστές, όπως ο Ελύτης, ο Εγγονόπουλος κ.α. Ήταν κάτι σαν το ιερό ευαγγέλιο τους.

Η μισανθρωπία: που γεννιέται στην καρδιά ενός ανθρώπου από την μοναξιά που βιώνει εξαιτίας του εκτοπισμού του από την υπόλοιπη κοινωνία, αποτελεί για εμάς το σημείο που προσπαθούμε να εμβαθύνουμε. Εδώ μπαίνει βέβαια και ένα ζήτημα ιδεολογίας σχετικά με το πώς ο ρομαντισμός  γεννάει και τον φασισμό στην Ευρώπη. Άρα και τι ακριβώς σημαίνει Ευρώπη. Απλώς εμείς θεωρήσαμε ότι επειδή όλα αυτά τα ζητήματα είναι πολύ βαριά , θα ήταν καλύτερα αντί να τα προσεγγίσουμε ως ιδεολογία να τα περάσουμε μέσα από το σώμα και να δούμε σκηνικά πια, σε συνδυασμό με τον λόγο, πως ένα σώμα μετακινείται, παλεύοντας να άρει την διαφορετικότητα του μέσα από μια συνεχή μεταμόρφωση, έχοντας απέναντι του ολόκληρη την κοινωνία, όπως και ο Λωτρεαμόν, χωρίς ποτέ να λαμβάνει την ανακούφιση μιας ολοκληρωτικής κάθαρσης. Κάθε μεταμόρφωση του είναι καταδικασμένη να μείνει ημιτελής. Ποτέ ουσιαστικά δεν θα γίνει κάτι άλλο. Αυτό είναι σαφέστατα κάτι πολύ μαύρο αλλά και κάτι πολύ φωτισμένο ταυτόχρονα.

Το ζήτημα της επιλογής: Ο ήρωας ορίζει την μοίρα του. Θέτει πραγματικά φωτισμένα ερωτήματα πάνω στο ζήτημα της μεταμόρφωσης. Ο Λωτρεαμόν είναι αντίθετος στα πάντα. Στον άνθρωπο, στην κοινωνία, στο θεό ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό. Επιθυμία του είναι να γίνει κάτι άλλο. Μιλάμε για ένα πνεύμα που είναι ενάντια σε οτιδήποτε μπορεί να το περιορίσει. Γι’ αυτό και επιλέγουμε στην παράσταση ως συνθήκη την «αιώνια αϋπνια». «Εγώ δεν θα κοιμηθώ ποτέ. Θα μείνω πάντα με τα μάτια ανοιχτά και αυτός θα ναι ο δρόμος μου», λέει ο Λωτρεαμόν και συνεχίζει «…εάν υπάρχω δεν είμαι άλλος. Δεν μπορώ να δεχθώ μέσα μου αυτή την διφορούμενη πολλαπλότητα. Γι’ αυτό και επιλέγει να μην κοιμηθεί. Να μείνει πάντα με τα μάτια ανοιχτά. Σε εμάς αυτή η πνευματική αϋπνία αποδίδεται σωματικά. Θα κάνει σόου, θα κάνει τον παλιάτσο, θα στριφογυρίζει πάνω στο κρεβάτι , θα κουνάει το κεφάλι του δεξιά – αριστερά. Αλλά δεν θα κλείσει τα μάτια. Θα μείνει πάντα με τα μάτια ανοιχτά. Αυτή η επαγρύπνηση, είναι για μας το πιο σημαντικό στοιχείο του έργου και της παράστασης.

Σε σύγκριση με τον Βέρθερο, του Γκαίτε που είχαν κάνει, ο οποίος σαφέστατα έχει κοινά σημεία ως ρομαντικός ήρωας, είναι τελείως διαφορετικός ο τρόπος που ο Λωτρεαμόν χειρίζεται την φόρμα. Στον Γκαίτε υπάρχει ένα απίστευτα εμμονικό και τρομακτικό σχέδιο κατασκευής. Ο Λωτρεαμόν γίνεται παρανάλωμα. Ο Γκαίτε γράφει τον Βέρθερο για να σωθεί. Ο Λωτρεαμόν  γράφει τα Άσματα του Μαλντορόρ αλλά καίγεται μέσα στο έργο του αυτό. Μιλάμε δηλαδή για ένα κείμενο , όπως του Γκαίτε που γεννάει ουσιαστικά την ιδέα του Ρομαντισμού και σε ένα κείμενο του Λωτρεαμόν που κλείνει τον ρομαντισμό.

Ο Κρις Ραντάνοφ είναι ένας άνθρωπος που ήδη βρίσκεται σε αυτή την διαδικασία της μεταμόρφωσης, από έναν Βούλγαρο που δούλευε μπράβος  στα σκυλάδικα της Σόφιας σε έναν ηθοποιό. Η γνωριμία μου μαζί του μου γέννησε την ανάγκη να κάνω τον Λωτρεαμόν. Και αυτό με έβγαλε από τον ακκισμό σε σχέση με τις φόρμες. Εξάλλου μπορεί κανείς να βρει αναφορές για τον Λωτρεαμόν από την ζωγραφική του Ιερώνυμου Μπος μέχρι το νταταϊστικό κίνημα του 20ου αιώνα. Οπότε σου δίνεται η δυνατότητα να κάνεις πάρα πολλά πράγματα. Αντίθετα εμείς προσπαθήσαμε να κάνουμε κάτι πάρα πολύ λιτό και δωρικό.

Το σκηνικό περιβάλλον, ορίζεται από ένα έδαφος και ηχητικά ντύνεται μόνο από φυσικούς ήχους, που έχει επιμεληθεί μουσικά ο Κώστας Δαλακούρας, με πουλιά, πετάγματα, νυχτερίδες, βατράχους… Έχουμε φτιάξει δηλαδή έναν βάλτο και πάνω σε αυτόν έχουμε τοποθετήσει ένα κρεβάτι και έναν άνθρωπο που προσπαθεί να μην κοιμηθεί…

Συντελεστές:
Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης

Σκηνοθεσία – Σκηνογραφία: Γιάννης Σκουρλέτης
Μουσική: Κώστας Δαλακούρας
Προσαρμογή Κειμένου – Δραματουργία: Γιώργος Λαγουρός
Γλυπτική: Περικλής Πραβήτας

Βοηθός Σκηνοθέτη: Σαμψών Φύτρος

Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Αλέξιος Παπαζαχαρίας
Ερμηνεία: Κρις Ραντάνοφ




Πληροφορίες:
Παραστάσεις: 5-11 Ιουνίου
Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης- Υπόγειο Γκαράζ
Πειραιώς 206/ 210.34.18.550
Διάρκεια: 50'
Είσοδος: 10 ευρώ
Παραγωγή : Bijoux de Kant