Pages

Μια Μεγαλειώδης "Μαντάμ Σουσού" από το Κ.Θ.Β.Ε.



Καταχειροκροτήθηκε η πρεμιέρα της παράστασης "Μαντάμ Σουσού", που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη το βράδυ στο Θέατρον του Κέντρου Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος. Βγάζοντας όλη τους την αλήθεια επί σκηνής η Φωτεινή Μπαξεβάνη, ο Κώστας Σαντάς, ο Βασίλης Ευταξόπουλος και ο υπόλοιπος θίασος αποτελούμενος από σπουδαστές του ΚΘΒΕ και της Δραματικής Σχολής του Νέου Ελληνικού Θεάτρου, αναβίωσαν τους ήρωες του Δημήτρη Ψαθά, με την σκηνοθετική προσέγγιση του Γ. Αρμένη να αναδεικνύει την καυστική, αιχμηρή, σατυρική ματιά του συγγραφέα στην υποκρισία, στον νεοπλουτισμό, στο "φαίνεσθαι" που απομάκρυνε σταδιακά τον Έλληνα από την πραγματική παραγωγική του βάση, κλείνοντας μέσα σε μια φούσκα μεγαλομανίας την τραγική του πολλές φορές μοίρα...

Με την Πυργοδέσποινα του Βύθουλα, ή του Μπύθουλα, όπως η ίδια προτιμούσε να αποκαλεί την λαϊκή συνοικία της Ακαδημίας Πλάτωνος, η Μαντάμ Σουσού άνοιξε την βεντάλια της περηφάνιας και της αξιοπρέπειας, ντύνοντας τον μύθο της μεγαλομανούς σνομπαρίας με την ανθρώπινη επιθυμία μιας ανυπότακτης ψυχής για το όνειρο μιας καλύτερης ζωής.... Η αμύθητη περιουσία που αποκτά γίνονται η ομπρέλα που ανοίγει για να πετάξει στην γειτονιά του Κολωνακίου και εκεί με την υπερβολή που την χαρακτήριζε πάντα να πλάσει τον ζωντανό - μύθο της Μαντάμ Σουσούς, που έμελλε να εμπλουτίσει ακόμα και τα ελληνικά λεξικά, στην προσπάθεια της γλώσσας να φυλακίσει την αλήθεια της σε έναν ισμό (σουσουδισμός), που σταδιακά ωστόσο κατέληξε να απεικονίζει κάτι πιο κοντά στις "τσοκαρίες" που η ίδια απεχθανόταν , παρά στον ξέφρενο, πυρετώδη αριστοκρατισμό μέσα από τον παραμορφωτικό φακό του οποίου, μπορούσε να βαφτίζει μια καρέκλα σε θρόνο ή μια ένα ψεύτικο τηλέφωνο αντίκα και μια κούκλα χωρίς χέρι σε έργα τέχνης. Χωρίς την αθωότητα μιας Μπλάνς Ντιμπουά αλλά με την ίδια επιμονή να πετά πάνω από το παρόν της προσπαθώντας να χωρέσει σε αυτό τα μεγάλα ονειρά της, η Σουσού της Φωτεινής Μπαξεβάνη, ζωντάνεψε επί σκηνής, έναν πλούτο, υποκριτικά τελείως διαφορετικό από εκείνον της "εν τω ολίγω αναπαυόμενης" Λωξάντρας, που ενσάρκωσε πέρσι, όμως το ίδιο αληθινά και συγκινητικά και όταν κερδίζει και όταν χάνει... 
Με τα πόδια του να πατούν γερά στην γη και τα χέρια του να αγκαλιάζουν τον  Έλληνα που "ζει μέσα στην κοινότητα και για την κοινότητα...", ο εξαιρετικός Κώστας Σαντάς, ξεδίπλωσε μέσα από τον ρόλο του Παναγιωτάκη τον  κώδικα τιμής της κοινωνικής τάξης που εκπροσωπεί, με μια περηφάνια και μια αξιοπρέπεια , αρκετά διαφορετική από τις Σουσούς, αλλά με την ίδια βαρύτητα, που ξέρει να αγαπά και να συγχωρεί την "αρρώστια , γιατί αρρώστια είναι να ντρέπεσαι γι' αυτό που είσαι..." 
Βασισμένη στην σατυρική και κριτική ματιά του συγγραφέα στα κοινωνικοπολιτικά πράγματα της εποχής του, λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β Παγκοσμίου Πολέμου, και υπογραμμίζοντας τις διαχρονικές παθογένειες του έθνους, η καθαρή σκηνοθεσία του Γ. Αρμένη, πάνω στον άξονα της αλήθειας που ακολουθεί πιστά από το Θέατρο του Κουν μέχρι σήμερα, ανέδειξε χωρίς τερτίπια και άσκοπους μελοδραματισμούς το θλιβερό "είναι" που κρύβεται κάθε φορά κάτω από την φούσκα του "φαίνεσθαι" που μέσα της κλείνει πολλές φορές την τραγική μοίρα ενός ανθρώπου ή ενός λαού...