Εκτός από μια λυπητερή ιστορία, το «Αχ» που σημείωσε μεγάλη επιτυχία
στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, αποτελεί την τρίτη συνεργασία του Γιάννη
Σκουρλέτη με την Γλυκερία Μπασδέκη μετά
την Στέλλα στα Σφαγεία και την Ραμόνα στο Φεστιβάλ Αθηνών και στο θέατρο της οδού
Κυκλάδων. «Νιώθαμε ότι εκείνο το αχ του χειμώνα δεν μας είχε τελειώσει και
θέλαμε να συνεχίσουμε να αναστενάζουμε», μας λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης λίγες
ώρες πριν από την αποψινή πρεμιέρα στο Δημοτικό
Θέατρο Πειραιά (για τρεις παραστάσεις έως τις 19/04) συναντώντας στην συνέχεια το κοινό της σε τέσσερις
επιλεγμένους σταθμούς στην Ελλάδα.
«Πρόκειται για ένα πολύ αγαπημένο
κείμενο για δικό μου και της Γλυκερίας που μας συντροφεύει από τα παιδικά μας χρόνια.
Άλλωστε είναι η δεύτερη φορά που συναντάω αυτό το κείμενο. Το είχαμε
ξαναανεβάσει με την προηγούμενη ομάδα σε μια διασκευή του Άκη Δήμου με τίτλο το «Αίμα που μαράθηκε». Άρα έχω
έναν πολύ ισχυρό δεσμό με αυτά τα πρόσωπα του βιβλίου και με το ίδιο το βιβλίο.
Ο Χρηστομάνος έφτιαξε ένα πεδίο πολλών διαστρωματώσεων και εννοιών, όπου
βεβαίως κυριαρχεί ο ποιητικός ρομαντικός λόγος του 19ου αιώνα εισάγοντας παράλληλα πολλά νέα στοιχεία για την εποχή εκείνη στο Αθηναϊκό μυθιστόρημα.
Μιλάμε για τον έρωτα.
Θεωρούμε
ότι ο έρωτας είναι ο βασικός μηχανισμός που κινεί τα πράγματα, που σε ωθεί να
πλησιάσεις τις βαθύτερες πτυχές, της εσωτερικής σου διαδρομής. Υπό αυτή την έννοια ο έρωτας είναι διαδικασία
μέσα από την οποία γίνεσαι πιο υποκειμενικός, πλησιάζεις πιο πολύ τον πυρήνα
σου και άρα με έναν τρόπο γίνεσαι και πιο πολιτικός, γιατί όσο πιο δημόσιος
γίνεσαι τόσο πιο κοινός γίνεσαι και πιο πολύ μπορείς να απευθυνθείς. Αυτός είναι
ο δρόμος που επιλέγουμε.
Η δική μας ιδέα, μετά από τις πολλές
μετεγγραφές που έχει τύχει ήταν να δώσουμε φωνή στην Κερένια Κούκλα, που είναι
ο βασικός μηχανισμός που κινεί αυτή την ιστορία. Είναι αυτό το αγέννητο παιδί.
Το γεννημένο άρρωστο παιδί που πεθαίνει αμέσως μετά την γέννα και που ενώ δίνει
τον τίτλο στο μυθιστόρημα δεν έχει δικιά του φωνή. Η δικιά μας ιδέα λοιπόν ήταν
να ξαναδούμε την ιστορία μέσα από τα μάτια αυτού του αγέννητου παιδιού.
Πιστεύεις ότι ο θάνατος ρίχνει πάντα βαριά την σκιά του σε κάθε έρωτα
που γεννιέται; Είναι δηλαδή κάτι εφήμερο;
Νομίζω πως ναι. Άλλωστε και εμείς
μέσα από το κείμενο αυτό κάνουμε. Επιχειρούμε να μιλήσουμε για τα δικά μας αδιέξοδα.
Να δούμε εμείς οι ίδιοι πως ερωτεύομαστε. Με τι λόγο μπορούμε να ερωτευτούμε.
Τι λόγια έχουμε να μιλήσουμε. Ζούμε σε μια εποχή πολύ ακραία σκληρή και
ανταγωνιστική. Μια εποχή που νομίζω ότι έχει χάσει και το λόγο της και ξαφνικά
έρχεται ένας λόγος από τον 19ο αιώνα και με έναν τρόπο επαναεφευρίσκει
τον έρωτα. Αυτό είναι η παράσταση. Μια προσπάθεια να επανεφεύρουμε τον έρωτα
και έτσι να επαναπροσδιορίσουμε και το ποιοι
είμαστε.
Μέσα από τις βόλτες στου Φιλοπάππου και σε άλλες γειτονιές της Αθήνας ο
συγγραφέας μας επαναφέρει και σε μια ανθρωπογεωγραφία των πραγμάτων ...
Σίγουρα. Η Λιόλια ας πούμε
εκπροσωπεί την φωτεινή πλευρά του έρωτα, που συμβαίνει σχεδόν κατακλυσμιαία. Ο
Νίκος εκφράζει παράλληλα και την έκρηξη της ζωής, τις φρέζες που ανθίζουν , «όλων
των λουλουδιών τα στόματα» όπως λέει και Μπασδέκη. Από την άλλη πλευρά η
Βιργινία εκφράζει την σκοτεινή πλευρά, τα φεγγάρια, τον χειμώνα, την αρρώστια,
τον θάνατο. Αλλά μπορούμε να πούμε ότι οι δυο γυναίκες λειτουργούν ως
συμπλήρωμα η μια της άλλης. Γι αυτό και η σχέση τους δεν είναι ακριβώς
ανταγωνιστική. Με έναν τρόπο βέβαια τόσο η Λιόλια όσο και η Βιργινία είναι
εκφράσεις του ίδιου του Χρηστομάνου, ο οποίος υπήρξε ένας πολύ ιδιαίτερος
καλλιτέχνης και άνθρωπος και ένας ανανεωτής του ελληνικού θεάτρου.
Πως χειρίζεται η Μπασδέκη τον λόγο του Χρηστομάνου στην παράσταση;
Είναι μια ευτυχής συγκυρία που
ένα τέτοιο κείμενο έρχεται να συναντηθεί με τον βαθειά γυναικείο λόγο της Μπασδέκη,
που προσπαθεί να ακούσει το κείμενο και να σκύψει το από πάνω του με μεγάλο
σεβασμό, δημιουργώντας βέβαια ένα νέο κείμενο, που να αποπνέει ωστόσο αυτή την
ομορφιά και την ποιότητα του Χρηστομάνου.
Ένα Άχ αυτή την εποχή είναι στα χείλη των ανθρώπων δυστυχώς και για την
κρίση, πέρα από τον έρωτα. Υπάρχει σχέση ανάμεσα στον έρωτα και την πολιτική;
Γι αυτό και μέσα από τον
επαναπροσδιορισμό του έρωτα μπορεί κανείς να επαναπροσδιορίσει και πολλά άλλα
ζητήματα. Ο τρόπος που ερωτευόμαστε είναι και ο τρόπος με τον οποίο κάνουμε
πολιτική. Άρα το εθνικό στοιχείο, αυτή η αναζήτηση δηλαδή μιας ταυτότητας είναι
κάτι πολύ σημαντικό. Μέσα στον έρωτα δηλαδή βλέπω και τους Ελεύθερους
Πολιορκημένους, και των Ψαρών την ολόμαυρη ράχη… Έρωτας είναι ο τρόπος που
επικοινωνούμε.