"Τα κύματα εφούσκωσαν αγρίως, ως να είχον πάθος. Εκάλυψαν τους μυκτήρας και τα ώτα της. Την στιγμήν εκείνην το βλέμμα της Φραγκογιαννούς αντίκρυσε το Μποστάνι, την έρημον βορειοδυτικήν ακτήν, όπου της είχον δώσει ως προίκα ένα αγρόν, όταν νεάνιδα την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν και την έκαμαν νύφην οι γονείς της.
« Ω! να το προικιό μου!» είπε.
Αυταί υπήρξαν αι τελευταίαι λέξεις της. Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης."
Το αριστούργημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Φόνισσα, που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Παναθήναια» σε συνέχειες από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1903, έχοντας τον υπότιτλο «κοινωνικόν μυθιστόρημα», θα διασκευαστεί από τον ποιητή Στρατή Πασχάλη σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη του έργου Στάθη Λιβαθινό και συγχρόνως θα διαμορφωθεί μέσα από μια παράλληλη ερευνητική διαδικασία στην οποία θα συμμετάσχει ολόκληρος ο θίασος. Στον ρόλο της Φραγκογιαννούς η Μπέτυ Αρβανίτη. Τον cast συμπληρώνουν οι Τζίνη Παπαδοπούλου, Λίλλυ Μελεμέ, Λουκία Μιχαλοπούλου, Παναγιώτης Παναγόπουλος και Χάρης Χαραλάμπους.
Η Φόνισσα είναι το δεύτερο συγγραφικό έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και ένα από τα κορυφαία έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας μας. Κεντρικό πρόσωπο της ιστορία , η οποία εκτυλίσσεται στην Σκιάθο είναι η Φραγκογιαννού, μία ηλικιωμένη χήρα, η οποία έζησε μια βασανισμένη ζωή σαν παιδί, σαν σύζυγος, σαν μητέρα και σαν γιαγιά, μαθημένη πάντα να υπηρετεί χωρίς αντιρρήσεις τους ανθρώπους του περιβάλλοντός της. Η πείρα τής δίδαξε ότι η ζωή για μια γυναίκα είναι γεμάτη βάσανα και η θεωρία της ήταν ότι η γέννηση ενός κοριτσιού δεν φέρνει παρά δυστυχία, όχι μόνο στο ίδιο το παιδί, αλλά και στην οικογένειά του, ιδίως αν είναι φτωχή.
Ένα βράδυ καθώς ξενυχτάει στην κούνια της άρρωστης νεογέννητης εγγονής της, περνούν απ' το μυαλό της όλες οι δύσκολες στιγμές της ζωής που έζησε. Το μυαλό της θολώνει και σκοτώνει το βρέφος προκαλώντας του ασφυξία, ενώ ο θάνατος θεωρείται από τον γιατρό φυσιολογικός. Αν και αρχικά νιώθει τύψεις, κατά βάθος δεν μετανιώνει για την πράξη της. Αντίθετα, τής γίνεται έμμονη ιδέα ότι η μοίρα την έχει τάξει να σώσει τον κόσμο απαλάσσοντάς τον από μικρά κορίτσια.
Τα επόμενα εγκλήματά της έχουν για θύματα τρία μικρά αθώα κοριτσάκια, χωρίς πλέον καθόλου τύψεις, αλλά και χωρίς να είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει το κακό που έχει κάνει. Η χωροφυλακή την υποψιάζεται και αποφασίζει να τη συλλάβει, με αφορμή όμως ένα έγκλημα που δεν έχει διαπράξει. Ένα κοριτσάκι πνίγηκε μέσα σ' ένα πηγάδι και κοντά του βρισκόταν η Φραγκογιαννού. Αν και ευχήθηκε να πνιγεί το παιδί, η ίδια ποτέ δεν το έσπρωξε.
Στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τους χωροφύλακες, η Φραγκογιαννού αποφασίζει να καταφύγει στο ερμητήριο ενός ασκητή και να του εξομολογηθεί τα αμαρτήματά της. Τη στιγμή όμως που προσπαθεί να ξεπεράσει ένα στενό πέρασμα, η παλίρροια την προλαβαίνει και η γερόντισσα πεθαίνει, ανάμεσα στην ανθρώπινη και τη θεία δίκη.