«Την ψυχή μου ούτε την πουλάω , ούτε την αγοράζω, θα την κρατήσω και θα την δώσω εκεί που ορίζω εγώ!»
«Η Αννούλα το χει από μικρή… να γνωρίζει την βαθύτερη αλήθεια, που οι άλλοι δεν βλέπουνε λόγω της μεγάλης της ευαισθησίας». Δεκατέσσερα χρόνια μετά την συγκλονιστική της ερμηνεία στο έργο «Άννα Είπα» του Παναγιώτη Μέντη, η Λήδα Πρωτοψάλτη ξαναπιάνει από τις 8 Οκτωβρίου τον ρόλο της ψυχικά ταλαιπωρημένης Άννας, σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου γιορτάζοντας τα 40 χρόνια του θεάτρου Στοά γεμάτη αναμνήσεις από την Φαύστα του Μπόστ ως την Εκάβη και απ’ το 62 έως σήμερα..
Στέκομαι έξω από το θέατρο Στοά στην οδό Μπισκίνη 55 και διαβάζω αποσπάσματα από τις κριτικές που είχαν γραφτεί για το «Άννα Είπα», όταν πρωτοανέβηκε το 1996, με την Λήδα Πρωτοψάλτη στον ρόλο της Άννας αποσπώντας το 97 το βραβείο καλύτερης ερμηνείας από την Ένωση Θεατρικών & Μουσικών Κριτικών. «Κατάθεση αγνότητας από την μεγάλη πρωταγωνίστρια του θεάτρου» γράφει πάνω -πάνω για την ερμηνεία της και λίγα λεπτά μετά διαπιστώνω το γιατί, καθώς η αλήθεια της ψυχής της και της τέχνης της με καθηλώνει απέναντί της στον καναπέ του μικρού γραφείου στο πατάρι του θεάτρου. Η μυρωδιά του αχνιστού ντεκαφεινέ καφέ της συνοδεύει την συζήτησή μας, αφού τον ελληνικό τον έχει κόψει μαχαίρι, όπως και το τσιγάρο: «Ο Μινωτής ήταν μανιώδης καπνιστής. Όμως για να μπορέσει να παίξει αρχαία τραγωδία, αναγκάστηκε να το κόψει. Όταν ο Ποταμίτης τον ρώτησε κάποτε τι είναι αυτό που θα ήθελε να κάνει πιο πολύ στη ζωή του, του είπε να καπνίσω ένα τσιγάρο από δω ως το σαλόνι. Η τέχνη θέλει πειθαρχία, μου λέει» Έτσι την υπηρέτησε και παρά τα εβδομήντα της πια χρόνια δεν την πρόδωσε ποτέ. Έγινε θεατρίνα για να καταθέτει κομμάτια από την ψυχή της , από τον εαυτό της. «Αλλιώς θα πήγαινα να κάνω καμιά άλλη δουλειά» μου λέει. Όση ώρα μιλάμε με κοιτάζει στα μάτια, με βλέμμα καθαρό και χέρια που ανοίγουν κάθε λίγο σαν μια αγκαλιά. Μέσα τους κλείνονται αναμνήσεις μια ζωής στο σανίδι και στην Στοά, συζητήσεις , αναζητήσεις, αγωνίες, χαρά όταν πήγαινε καλά ένα έργο βλέποντας την αντίδραση στα πρόσωπα των θεατών μα και δυσκολίες… «Θα το κλείσω το ρημάδι… έλεγε καμιά φορά ο Θανάσης» και του έλεγα «εντάξει , εντάξει… δεν θα το κλείσεις… πήγαινε να πιείς έναν καφέ να ηρεμήσεις τώρα…» Αλλά κι εγώ έλεγα «αυτό ήταν θα τα παρατήσω… και μου έλεγε, πήγαινε… να σφουγγαρίζεις στο σπίτι σου.» . «Δεν ήμασταν οι πολύ εμπορικοί ηθοποιοί. Σε εμάς ερχόταν επιλεκτικά το κοινό. Ακόμα και όταν παίζαμε στο Μικροί Μεγάλοι που μας ήξερε όλη η Ελλάδα απ’ την τηλεόραση και ανεβάζαμε την Γυναίκα του Λοτ, έργο σκληρό και δύσκολο, ο πολύς κόσμος δεν ήρθε. Ξέρεις που ήρθε; στην «Φαύστα» του Μπόστ, στην «Μήδεια», στον «Ρωμαίο», στις «Εσωτερικές Ειδήσεις» . Γιατί ξέρανε ότι θα δούνε μια καλή παράσταση. Το έργο δεν τους ενδιαφέρει και τόσο. Θυμάμαι όταν ανεβάσαμε το 99 την Εκάβη. Αρχικά λέγαμε θα παίξουμε κάνα δυο μήνες και μετά θα ετοιμαστούμε για τίποτε άλλο… Και τελικά πήγε ολόκληρη την σεζόν. Γέμισε το θέατρο. Γιατί ο κόσμος διψάει. Θέλει να δει κάτι που να τον συγκινήσει. Το ίδιο ένιωσα πέρσι στις Τρωάδες. Σήμερα έχουμε πήξει στην σαχλαμάρα. Αλλά δεν είναι όλα προς πώληση. Εγώ την ψυχή μου ούτε την πουλάω , ούτε την αγοράζω. Θα την κρατήσω για μένα και θα την δώσω εκεί που ορίζω εγώ. Αναλώθηκα μέσα σε αυτή την δουλειά. Αλλά δεν το μετανιώνω. Είμαι χαρούμενη γι αυτό» Στα 48 χρόνια πορείας της ζωή και στο θέατρο με τον Θανάση Παπαγεωργίου και στα 38 χρόνια συνεργασίας της με την Στοά έχει ακούσει πολλά για την καριέρα που θα έπρεπε τάχα να χει κάνει. «Όμως εγώ μέσα εδώ άνθισα. Με τον Θανάση είμαστε μαζί από το 62. Παντρευτήκαμε, κάναμε παιδί, χωρίσαμε και μετά συνεργαστήκαμε άλλα 38 ολόκληρα χρόνια. Δόξα τω θεώ , δεν έχω παράπονο. Προτάσεις δέχτηκα πολλές κατά καιρούς και από αγαπημένους συναδέλφους για συνεργασία. Δεν μπορούσα να αφήσω την Στοά. Μου κάνανε πρόταση και για Επίδαυρο, πολύ νωρίτερα, αλλά δεν το τόλμησα. Τότε δεν ένιωθα ακόμα έτοιμη. Χρειάστηκε να φτάσω στα 70 για να κάνω αυτό το σάλτο, γιατί αυτά τα μεγάλα θέατρα θέλουνε να έχεις μεγάλο φορτίο από πίσω σου. Ένιωσα σαν το ταυρομάχο στην αρένα όταν πρωτοβγήκα και είδα όλο αυτό τον κόσμο. Για τέσσερις μέρες έπαιζα καθημερινά στην πρόβα όπως στην πρεμιέρα. Τι κάνεις; Θα πεθάνεις μου έλεγε ο άντρας μου. Όμως έπρεπε να μετρήσω τις δυνάμεις μου. Δεν μπορούσα να κρατηθώ. Ακόμα και στον θρήνο επάνω, που ένιωσα την καρδιά μου να πεταρίζει. Δίνοντας κομμάτια απ’ την ψυχή σου είναι φυσικό και το σώμα κάποια στιγμή να μην αντέξει…» Έτσι είχε μάθει να παίζει, όπως και όλοι οι μεγάλοι της γενιάς της, από τον δάσκαλό της στο θέατρο Τέχνης Κάρολο Κουν μέχρι τον Διαμαντόπουλο, τον Τίτο Βανδή και τον Μάνο Κατράκη , με τους οποίος δούλεψε. Όλοι τους γύρευαν αυτό που έλεγε ο Κουν : «Οι καταστάσεις να γεννιούνται τώρα…»
Δέσποινα Ραμαντάνη