Το σαλόνι μιας μεσοαστικής οικογένειας. Από την άλλη πλευρά, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου βρίσκεται εξόριστος κάποιος συγγενής τους. Δυο πραγματικότητες που τέμνονται στην παράσταση της Ιόλης Ανδρεάδη, η οποία, μετά την πρεμιέρα στο Lincoln Center Theater Directors’ Lab της Nέας Υόρκης, ετοιμάζεται να παρουσιαστεί στον Πολυχώρο Αθηναΐς (5-8 Μαΐου), σε σύλληψη, σκηνοθεσία και ερμηνεία της ίδιας με την ομάδα «One Way Eutopia».
Τι σε ώθησε να ασχοληθείς με το θέατρο τόσο από την πλευρά της υποκριτικής όσο και από την πλευρά της συγγραφής και της σκηνοθεσίας;
Αποφάσισα να σπουδάσω υποκριτική αφού είδα μια παράσταση του Βασιλιά Ληρ στο Θέατρο Τέχνης το ‘99, γιατί οι ηθοποιοί που έβλεπα πάνω στη σκηνή μιλούσαν για πράγματα που με αφορούσαν. Διαβάζω και γράφω θεατρικά κείμενα επειδή τα πιο πολλά δε λέγονται και πρέπει να τα ανακαλύψεις. Ένα από τα στοιχεία της σκηνοθεσίας που αγαπώ είναι το ότι επιχειρείς να κάνεις πραγματική εικόνα ένα όνειρο, σε τρισδιάστατη μορφή. Με πραγματικούς ανθρώπους. Και το ότι δουλεύεις σε ένα δωμάτιο με αυτούς τους ανθρώπους -που έχεις και σε έχουν επιλέξει- για να μπλέξετε το δικό σου όνειρο με τα δικά τους. Ελπίζοντας το προϊόν της συνεργασίας σας να αφορά και μερικούς άλλους. Να μπορέσεις να επικοινωνήσεις.
Πως προέκυψε η ομάδα One Way> Eutopia και που παραπέμπει το όνομα του θιάσου;
Το «ευτοπία» προέκυψε επειδή η πρώτη παράσταση της ομάδας («Στην πόλη», 2007, Θέατρο Σημείο) είχε να κάνει με το ταξίδι σε μια ουτοπία. Το one way> είναι αναφορά στις ταμπέλες των δρόμων της Νέας Υόρκης, που σου δείχνουν πως μπορείς να πας μόνο προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ότι προχωράς προς ένα συγκεκριμένο μέρος. (Κι ας βρεις τοίχο ή μια ουτοπία.) Η κίνηση προς κάπου συγκεκριμένα σε βοηθά να μη ζαλίζεσαι, να κρατιέσαι «μέσα στη φυγή».
Τι σε παρακίνησε να ασχοληθείς με το θέμα της επιστροφής;
Το να γυρίζεις σε μια πόλη, ή σε ένα σπίτι, ή το να ξαναβλέπεις τον ίδιο άνθρωπο μετά από καιρό συχνά δεν είναι επιστροφή σ’ αυτό που ήξερες. Είναι επιστροφή σε κάτι καινούριο, μ’ αυτή την έννοια επιστροφή στο μέλλον. Γιατί το παρόν, την καθημερινότητα της πόλης, του σπιτιού ή του ανθρώπου την έχεις χάσει.
Άλλες φορές ταξιδεύεις σε μια καινούρια πόλη, γνωρίζεις έναν άνθρωπο ή ακούς μια ιστορία που δεν την είχες ξανακούσει και νομίζεις πως επιστρέφεις σε κάτι γνώριμο. Γιατί συνδέεις το καινούριο με κάτι άλλο, μια εικόνα που είχες δει ή φανταστεί.
Η επιστροφή έχει να κάνει και με την αποδοχή ή την απόρριψη. Νιώθει κανείς σπίτι του εκεί όπου του λένε καλημέρα και χαμογελάνε, ή εκεί που ο ίδιος δέχεται τη μέρα που του ξημερώνει με χαμόγελο.
Πως προσεγγίζεται αυτή μέσα από την παράσταση;
Στην παράσταση, ο γιος μιας οικογένειας είναι στην εξορία. Εμείς βλέπουμε την καθημερινότητα από την οποία απουσιάζει, μια καθημερινότητα στην οποία η θέση του έχει –τουλάχιστον επιφανειακά- αναπληρωθεί. Ταυτόχρονα, η απουσία του επηρεάζει την καθημερινότητα της οικογένειάς του, βουβά, υπόγεια. Η επιστροφή του εξόριστου δεν προσεγγίζεται νοσταλγικά, αλλά σαν ένα γεγονός που θα ταράξει την ισορροπία. Και γι’ αυτό σαν ένα γεγονός επικίνδυνο και προβληματικό.
Η παράσταση είναι επηρεασμένη από τον πίνακα του Ρέπιν μόνο ως σύλληψη ή υπάρχει μια διαλογική σχέση με το συγκεκριμένο έργο;
Επιχειρούμε μια διαλογική σχέση. Μια ερμηνεία του πίνακα «Δεν τον περίμεναν» γέννησε την ιστορία της παράστασης, που μετά εξελίχθηκε ελεύθερα. Δεν είναι πιστή στο χώρο και το χρόνο του Ρέπιν, τη Ρωσία του 19ου αιώνα –αντίθετα, η ιστορία αυτή θα μπορούσε να συμβαίνει σε οποιαδήποτε πόλη, γι’ αυτό και υπάρχουν αναφορές σε πολλά και διαφορετικά μέρη του κόσμου- αλλά έχει επηρεαστεί από τους χαρακτήρες του, δηλαδή την οικογένεια και τον εξόριστο συγγενή που επιστρέφει. Και τις συγκεκριμένες αντιδράσεις τους στην επιστροφή του, που «δεν την περίμεναν», με την έννοια του ότι δεν ήταν έτοιμοι γι’ αυτήν.
Ποια αφηγηματική δομή ακολουθεί η παράσταση ;
Ο μεγάλος γιος της οικογένειας συλλαμβάνεται και στέλνεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τον έχει καταδώσει ο πατέρας του. Περνούν χρόνια. Η οικογένειά του δε μιλά γι’ αυτόν, αποφεύγει επίμονα αυτή τη συζήτηση. Και όπως γίνεται όταν αποφεύγουμε να μιλήσουμε για ένα θέμα που μας καίει και να το λύσουμε, το θέμα αυτό εκδηλώνεται με τη μορφή μιας ζαλάδας ή ενός βίαιου ξεσπάσματος με αφορμή κάτι άσχετο, ένα φαγητό που βγήκε αλμυρό. Κάποτε ο εξόριστος γιος επιστρέφει. Γίνεται δηλαδή ένας πλήρης κύκλος: η φυγή του, η ζωή της οικογένειάς του χωρίς αυτόν και η επιστροφή του.
Μεγάλο μέρος της αφήγησης στηρίζεται στη σωματική έκφραση των ηθοποιών. Δουλέψαμε με ένα κείμενο που αποτελείται μόνο από σκηνικές οδηγίες, και ο λίγος διάλογος που υπάρχει –σε απλά αγγλικά- προέκυψε στις πρόβες. Το ηχητικό τοπίο –ο ήχος που βγαίνει από την τηλεόραση- παίζει επίσης σημαντικό ρόλο. Η χορογράφος της παράστασης Μαριέλα Νέστορα και η σκηνογράφος Sarah Edkins, με την οποία ξεκινήσαμε το πρότζεκτ στη Νέα Υόρκη το καλοκαίρι, εκτός από την κυρίως ιδιότητά τους, είναι παρούσες επί σκηνής επηρεάζοντας την έκβαση της ιστορίας.
Υπάρχουν κενά που δεν αναπληρώνονται και κάνουν την επιστροφή πιο μάταιη από την απουσία;
Σίγουρα κάποια κενά γεμίζουν αλλά δύσκολα αναπληρώνονται. Μακάρι να τα αναπληρώνουμε με φίλους και ταξίδια και έρωτες και θάλασσα και τη δουλειά που αγαπάμε!
Σε τι δεν θα επέστρεφες ποτέ;
Στο σχολείο. Η έλλειψη του πρωινού ξυπνήματος στις 7 δε μου έχει αφήσει κανένα κενό.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΡΑΜΑΝΤΑΝΗ