Pages

ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΟΝΤΟΠΟΔΗΣ : "ΔΕΝ ΒΟΛΕΥΤΗΚΑ ΠΟΤΕ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ..."



Αφοπλιστικά ειλικρινής ο Γιώργης Κοντοπόδης, διευθυντής του «Θεάτρου Δημήτρη Ποταμίτη» μαζί με τον Αλέξανδρο Λιακόπουλο, μιλά στο Theaterview, για τους λόγους που τους οδήγησαν στην απόφαση να ρίξουν οριστικά αυλαία στο ιστορικό θέατρο της οδού Κερασούντος στα Ιλίσια στις 25 Δεκεμβρίου, την ίδια στιγμή που η παράσταση «Abnormal» της Πτούσκινα Ναντιέζα Μιχαίλοβνα, στην οποία συμπρωταγωνιστεί με την Μαρία Αλειφέρη, γνωρίζει πολύ μεγάλη εισπρακτική επιτυχία. Φτάνοντας πια στα 7 χρόνια «φαγούρας» από τότε που ανέλαβε την διεύθυνση του θεάτρου μετά τον θάνατο του Δημήτρη Ποταμίτη, η απόφαση της μετεγκατάστασης του, σε νέο χώρο που έχει ήδη βρεθεί στο κέντρο της Αθήνας, αποτελεί μονόδρομο.  Όσο για το μέλλον του θέατρου; Αβέβαιο, αφού νέα άδεια εγκατάστασης δεν μπορεί να εκδοθεί από το Δήμο προκειμένου να ξαναλειτουργήσει ο χώρος με την σημερινή του ιδιότητα.

Γιατί κλείνετε?
Ο κυριότερος λόγος είναι ότι η γειτονιά μέρα με την μέρα παρακμάζει. Η περιοχή έχει νεκρώσει αλλά και το κτίσμα είναι αρκετά παλιό.
Ο Δήμος Ζωγράφου πως εμπλέκεται με το θέατρο;
Ο Δήμος έδωσε απλώς την άδεια εγκατάστασης. Το θέατρο δεν ανήκει στο Δήμο ούτε θα το πάρει ο Δήμος τώρα που θα κλείσει πια οριστικά. Ανήκει σε έναν ιδιώτη που μένει μόνιμα στην Αγγλία . Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα μαζί του, τα πηγαίνουμε πολύ καλά. Θεωρώ όμως ότι το κόστος έχει γίνει πια πολύ ακριβό και για την εποχή και για την περιοχή και πραγματικά δεν βρίσκω λόγο να μένω σε ένα θέατρο μόνο και μόνο επειδή είναι ιστορικό. Είμαι κάτοικος παλιός της περιοχής και καθημερινά βλέπω τα γύρω μαγαζιά να κλείνουν.
Γιατί θελήσατε να αναλάβετε το χώρο μετά τον θάνατο του Δημήτρη Ποταμίτη;
Έγινε εντελώς τυχαία. Περνούσαμε απέξω με τον Αλέξανδρο (Λιακόπουλο) , είδαμε ότι ήταν κλειστό και αποφασίσαμε να μάθουμε σε ποιόν ανήκει. Υπολογίσαμε στο ότι ήταν ένα σημαντικό θέατρο αλλά ήταν 7 χρόνια πριν. Σήμερα θεωρώ ότι υπάρχουν άλλοι χώροι που είναι πιο κεντρικοί και προσφέρουν περισσότερες δυνατότητες. Εξάλλου δεν έχω λόγο να παραμένω εγκλωβισμένος σε ένα χώρο, όταν αυτός παύει να είναι δημιουργικός.
Θεωρείς ότι αυτή η κατάσταση που περιέγραψες δεν θα μπορούσε να αναστραφεί ;
Δεν έχω την θέληση. Είναι ένα κτίσμα παλιό σε μια περιοχή που ακόμα με ρωτάνε πως μπορεί κανείς να έρθει. Εμένα αυτό το «πως θα έρθω;» με τρελαίνει. Με αυτή την έννοια, γιατί να μην επιλέξω ένα χώρο στο κέντρο της Αθήνας, που μπορεί να μου προσφέρει τις ίδιες θέσεις, χωρίς βέβαια να μου προσφέρει το όνομα του Ποταμίτη. Όμως δεν είναι και δικό μου αυτό το όνομα. Το κληρονόμησα. Το αστείο είναι βέβαια, ότι το κλείσιμο έρχεται σε μια στιγμή που πηγαίνει πολύ καλά η παράσταση.
Είχατε πάρει ήδη αυτή την απόφαση πριν από την επιλογή του έργου;
Ναι όταν αποφασίζαμε για το "Abnormal" ξέραμε ότι θα κλείσει το θέατρο. Μάλιστα υπολογίζαμε να κλείσει μεταξύ του τρίτου δεκαήμερου του Δεκεμβρίου και του πρώτου δεκαήμερου του Ιανουαρίου. Αλλά για να μην μπούμε στην νέα σεζόν χρονικά, αποφασίσαμε να τελειώσει την τελευταία Κυριακή του 11.
Το ρεπερτόριο του θεάτρου από το 2004 και μετά θεωρείς, ότι έπαιξε ρόλο στην πορεία και στην σημερινή του εξέλιξη; Υπήρχε δηλαδή ανταπόκριση από τον κόσμο;
Σε κάποιες περιπτώσεις ναι και σε κάποιες όχι. Η μεγαλύτερη επιτυχία του θεάτρου ήταν το «Μαμά έρχομαι» του Αντώνη Καραγιάννη, το οποίο παιζότανε και τρεις χρονιές. Την μεγαλύτερη εισπρακτική αποτυχία την λούστηκε δυστυχώς η πρώτη χρονιά, μόλις το είχαμε αναλάβει, αφού είχε μείνει ένα χρόνο κλειστό μετά τον θάνατο του Ποταμίτη, και είχαμε ανεβάσει το “Λίζα Q”, που ήταν μεν μια πολύ ωραία παράσταση αλλά με ένα βαρύ θέμα που δεν πήγε καθόλου καλά. Όμως μέχρι σήμερα έχουν πάει αρκετά έργα καλά , όπως και το τωρινό καθώς επίσης και η παιδική μας σκηνή, μετά την δεύτερη χρονιά. Οπότε ο λόγος που κλείνουμε δεν έχει καμία σχέση με τα κέρδη. Ίσα – ίσα που πήγαμε πολύ καλά, αν εξαιρέσεις τις δύο τελευταίες χρονιές που τα πράγματα ήταν δύσκολα για όλους και ειδικά για το θέατρο.
Είχατε σκεφτεί να τροποποιήσετε το ρεπερτόριο του θεάτρου;
Κάποια στιγμή ανεβάσαμε τον « Τελευταίο των μεγάλων εραστών» του Νήλ Σάιμον, που απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό. Παρόλα αυτά όμως δεν πήγε καλά. Πιστεύω ότι δεν ταιριάζει σε αυτό το θέατρο , έργο που απευθύνεται σε πιο ευρύ κοινό, είναι ένα θέατρο που απαιτεί να ανεβάζεις ιδιαίτερα έργα. Γι’ αυτό και πιστεύω, ότι το όνομα και η κληρονομιά του θεάτρου στάθηκε και τροχοπέδη από μια άποψη. Είναι μεν σημαντικό όμως από την άλλη ήταν και περιοριστικό. Από την πρώτη στιγμή αναγκαστήκαμε να προσαρμοστούμε και ως προς την επιλογή του ρεπερτορίου και ως προς τις δυνατότητες του χώρου. Μην ξεχνάμε ότι είναι ένα θέατρο, στο οποίο δεν μπορείς να κάνεις τεράστιες παραγωγές, γιατί έχει μόνο 140 θέσεις και πρέπει να κινηθείς λιγάκι off. Κάποιες φορές υπήρξαν έργα που μου άρεσαν αλλά δεν μπορούσα να τα ανεβάσω. Το πιο πολυπρόσωπο έργο που έχει ανέβει σε αυτό το θέατρο, είχε 9 άτομα, που δεν είχαν συνυπάρξει ποτέ όλα μαζί επί σκηνής. Όλα αυτά βέβαια τα γνωρίζαμε εξαρχής, όταν αποφασίσαμε να το αναλάβουμε.


Μια στιγμή ή μια ζωή…
Η επιλογή του έργου πως προέκυψε;
Η Μαρία Αλειφέρη με την οποία συμπρωταγωνιστώ στην παράσταση ήταν δασκάλα μου στην Δραματική Σχολή  Ράμπα. Όπως είναι φυσικό κάθε μαθητής θα ήθελε κάποια στιγμή να παίξει με την δασκάλα του, οπότε συζητούσαμε για αυτή την συνεργασία εδώ και 10 χρόνια. Το «Αbnormal», η Μαρία το είχε ξαναπαίξει εξάλλου, πριν από 7 χρόνια, με άλλο τίτλο και όταν το είχα δει μου άρεσε πάρα πολύ. Φέτος το καλοκαίρι λοιπόν, ενώ σκεφτόμουνα πιο θα είναι το τελευταίο μας έργο και ήμουνα ανάμεσα σε δυο άλλα, ξύπνησα ένα πρωί με αυτό το έργο. Ήξερα ότι και η ίδια ήθελε να το ξανακάνει και δεδομένου ότι μου πήγαινε και μένα ο ανδρικός ρόλος, συμφωνήσαμε αμέσως. Από την άλλη εφτά χρόνια σε αυτό το θέατρο δεν εκμεταλλεύτηκα ποτέ την ευκαιρία να κάνω το ψώνιο μου, όπως κάνουν άλλοι. Στο τελευταίο λοιπόν αυτό έργο, είπα ότι θέλω να παίξω με έναν άνθρωπο που αγαπώ αλλά και μια πολύ σημαντική πρωταγωνίστρια του θεάτρου. Στην πορεία ήρθε και ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος και έτσι γίναμε μια παρέα.
Θα με ξεναγήσεις στο θεατρικό σύμπαν της Μιχαίλοβνα;
Η υπόθεση του έργου περιστρέφεται γύρω από μια μεγαλύτερη γυναίκα που κυνηγάει έναν τριανταπεντάρη γιάπη. Πρόκειται για έναν άντρα απόλυτα προγραμματισμένο και με χρήματα. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη κάστα ανθρώπων στην Ρωσία , οι οποίοι είναι τόσο οργανωμένοι που γνωρίζουν από τώρα τι θα γίνει σε έναν χρόνο σαν σήμερα στην ζωή τους. Η Μαρία του έργου, πέφτει πάνω του τυχαία σε μια καφετέρια και αρχίζει να του μιλά πιεστικά προκειμένου να περάσει μαζί του μια και μοναδική νύχτα, σήμερα. Όχι αύριο. Στα πρώτα 25 λεπτά του έργου αποκαλύπτεται ότι η ίδια θέλει να κάνει μαζί του ένα παιδί, το οποίο πρέπει να γεννηθεί μέχρι τα μεσάνυχτα για να γίνει αγόρι (μιας και η ίδια είναι γιατρός και το ξέρει αυτό). Αυτός αρνείται και εκεί στήνεται μια συμφωνία μεταξύ τους, μετά την οποία αυτός την ερωτεύεται περνώντας έτσι στην δεύτερη φάση του έργου, όπου αυτός την κυνηγάει και εκείνη αρνείται. Σε ένα δεύτερο επίπεδο το έργο αφορά σε εκείνη την μια και μοναδική στιγμή στην ζωή δυο ανθρώπων , όπου αυτοί επιλέγουν αν θα γίνει μια ζωή ή θα μείνει απλώς μια στιγμή.
Στην δική σας παράσταση πιο από τα δυο συμβαίνει;
Στην κινηματογραφική εκδοχή του έργου, συναντάμε την πρωταγωνίστρια καθισμένη σε μια πλατεία της Μόσχας, να κλαίει και ξαφνικά να σκάνε μπροστά της οι προβολείς του αυτοκινήτου του ήρωα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι εκείνος τελικά καταφέρνει να την βρει. Εμείς επιλέγουμε να αποφασίσει ο θεατής καθώς ο ήρωας ναι μεν φεύγει αλλά δεν ξέρουμε που πάει. Ως Γιώργης , μπορώ να πω ότι θα επέλεγα να πάω να την συναντήσω αλλά ο θεατής επιλέγει το δικό του τέλος.
Που αναφέρεται ο τίτλος του έργου;
Στα ρώσικα ο τίτλος είναι «Νενορμάλαγια» που σημαίνει «όχι νορμάλ». Η μετάφραση στα ελληνικά είναι «ανισσόροπη», που δεν μας άρεσε ως τίτλος. Έτσι επιλέξαμε τον αγγλικό τίτλο «Abnormal». Το έργο έχει παιχτεί με τεράστια επιτυχία παγκοσμίως. Ο τίτλος αναφέρεται στον τρόπο που η ηρωίδα προσεγγίζει την πραγματικότητα. Είναι ένα άτομο το οποίο δρα βάση του συναισθήματος της. Βάσει του τι θέλει και όχι του τι πρέπει. Είναι ένα άτομο το οποίο εγώ το θαυμάζω. Ένα πλάσμα δηλαδή ‘’Αbnormal” για τον σημερινό μας κόσμο που όλοι δρουν βάσει του τι πρέπει να κάνουν. Για μένα δηλαδή η ηρωίδα είναι απόλυτα νορμάλ, μόνο που στις μέρες μας έχουμε φτάσει το νορμάλ να το θεωρούμε παράλογο.
Από αυτή την άποψη θα έλεγες ότι το έργο έχει και κοινωνικές παραμέτρους?
Οι κοινωνικές παράμετροι απεικονίζονται κυρίως μέσα από τον ήρωα, ο οποίος παλεύει με τον εαυτό του και με τα συναισθήματά του. Παρόλο που η Μαρία είναι το κωμικό στοιχείο της παράστασης, οι θεατές ταυτίζονται περισσότερο μαζί μου. Γιατί εγώ είμαι αυτό που είναι οι περισσότεροι στην ζωή τους. Ο άνθρωπος που έχει την ζωή του , την οικογένεια του, είναι ένας γοητευτικός 35άρης που περνά την καθημερινότητα του χωρίς να καταλαβαίνει ότι περνάει γιατί τα πάντα είναι καταγεγραμμένα σε ένα τετράδιο και εκείνος απλώς τα εκτελεί, χωρίς αυτό να αφαιρεί κάτι από την γοητεία του. Ακόμα και το ότι έχει να συναντήσει μια πιθανή ερωμένη του, γιατί έχει πολλές, το έχει σημειωμένο στην ατζέντα του. Οπότε πρόκειται για τα δυο άκρα και το αστείο είναι ότι στην δεύτερη πράξη αντιστρέφεται εντελώς αυτό το πράγμα.
Ο έρωτας είναι τελικά κάτι επαναστατικό σε μια κοινωνία που έχει μάθει να βολεύεται;
Δεν βολεύτηκα ποτέ στην ζωή μου. Πριν από λίγο καιρό άκουσα από φίλο μου να λέει «δεν είμαι ερωτευμένος με την κοπέλα μου, αλλά εγώ δεν έψαχνα τον έρωτα έψαχνα την αγάπη, γιατί ήθελα κάτι που θα διαρκέσει.» και τρελάθηκα. Δεν φταίει ούτε το ΔΝΤ, ούτε η μεθαυριανή απεργία του μετρό για αυτό. Ας μην βολευόμασταν. Εμείς επιλέγουμε να καταστρέψουμε το μέσα μας. Εγώ δεν το έχω καθόλου αυτό σαν άνθρωπος. Γι αυτό ίσως είμαι και μόνος μου αυτή την στιγμή. Γιατί ψάχνω. Γι αυτό και τάσσομαι με την γυναικεία φιγούρα του έργου και γι’ αυτό δυσκολεύτηκα πάρα πολύ, μετά από 10 χρόνια που παίζω να προσεγγίσω το ρόλο μου. Είναι ένας χαρακτήρας που αντιπαθώ φοβερά. Είναι αυτό που δεν θέλω να ούτε να είμαι ούτε να γίνω.
Πότε αποφάσισε να τον συμπαθήσεις;
Την περασμένη Κυριακή. Συνήθως παίρνω μια ατάκα του ήρωα που ενσαρκώνω και γύρω από αυτή χτίζω το ρόλο μου. Την ώρα λοιπόν που ο ήρωας λέει στην ηρωίδα «μην χάνεστε ,γιατί εγώ δεν μπορώ να σας βρω. Να ξανάρθετε!» συνειδητοποίησα πόσο σημαντικό είναι το να μπορείς να βρεις κάποιον και πόσο πολύ υποφέρει ο ίδιος όταν δεν μπορεί να βρει την γυναίκα που αγαπάει.

Συντέντευξη στη Δέσποινα Ραμαντάνη