Χρήστος Θεοδωρίδης : «Έσπασε η σύνδεση μας με το παρελθόν…»
Και τώρα τι κάνουμε; Συνεχίζουμε και πως; Υπάρχει ελπίδα; Υπάρχει ορίζοντας; Υπάρχει λύση; Στο βραβευμένο με β βραβείο Εθνικού Θεάτρου «έσπασε» του Στέλιου Χατζηαδαμίδη, τέσσερις άνθρωποι , εκεί γύρω στα 30, φαίνεται να έχουν όλες τις απαντήσεις εκτός από το πώς θα προχωρήσουν στην ζωή τους από εδω και πέρα. Τους πρωτοσυναντάμε επί σκηνής να μεταφέρουν ένα τραπέζι, γύρω από το οποίο σε λίγο θα καθίσουν για να πάρουν το πρωινό τους. Δομημένος σαν ένας μεγάλος μονόλογος ο λόγος του Χατζηαδαμίδη, εκτυλίσσεται συνειρμικά μεταφέροντάς μας στην Αθήνα και στα αδιέξοδα του 2011. Πίσω από την σκηνή ο Χρήστος Θεοδωρίδης προετοιμάζεται πυρετωδώς για την παράσταση που ετοιμάζεται να ανοίξει την αυλαία της στις 12 Μαϊου στο Θέατρο Σημείο. Αυτή είναι η τρίτη σκηνοθεσία του στην Αθήνα μετά το «Μπλέ» της Μαρίνας Κελίδου (2005) και το «Ως το Τέλος» (2009-2011), αν και ο ίδιος αισθάνεται βασικά ηθοποιός. Τι από τα δυο θα τον κερδίσει; Ο χρόνος θα δείξει. Για την ώρα αυτό που τον ενδιαφέρει πιο πολύ είναι να οδηγήσει την παράσταση ως εκεί που η ίδια θα συνεχίζει μόνη της, όπως και εμείς. Με ότι έχουμε. Με ότι κουβαλάμε. Ακόμα κι αν κάτι «έσπασε»!
Από μικρό παιδί το όνειρό μου ήταν να ασχοληθώ με το θέατρο. Ήταν όπως στις ταινίες . Έβλεπα τους ηθοποιούς στον κινηματογράφο και έλεγα : θέλω να γίνω ηθοποιός. Στην συνέχεια όμως πηγαίνοντας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης άρχισα να παρατηρώ, ότι οτιδήποτε συνέβαινε το έβλεπα πάντα σφαιρικά. Μπορούσα να συγκεντρωθώ στον ρόλο μου ως ηθοποιός αλλά μου άρεσε να βλέπω τα πράγματα απ’ όλες τις πλευρές και να έχω άποψη για το τι γίνεται γύρω, ακόμα και όταν δεν χρειαζόταν να έχω άποψη. Έτσι αυτή η ικανότητα ωρίμαζε συνεχώς μέσα μου και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι θέλω να κάνω τα δικά μου πράγματα. Όταν κατέβηκα αργότερα στην Αθήνα η αλήθεια είναι ότι επικεντρώθηκα περισσότερο στην υποκριτική , αλλά πάντοτε είχα μέσα μου αυτό το ζιζάνιο της σκηνοθεσίας.
Δεν ξέρω ποιες από τις δυο ιδιότητες με έχει κερδίσει ως τώρα. Πιστεύω ότι αυτό θα μου το δείξει ο χρόνος. Κι εμένα με έχει ανησυχήσει λιγάκι αυτό γιατί είναι δυο χρόνια τώρα που είμαι πίσω από την σκηνή και ο τύπος αναφέρεται ήδη σε εμένα ως «ο 32χρονος σκηνοθέτης». Η αλήθεια είναι πως δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες, όμως καταλαβαίνω ότι ο κόσμος έχει ανάγκη να σε κατατάξει κάπου και πραγματικά δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό. Απλώς εγώ δεν έχω ακόμα καταλήξει ανάμεσα στα δυο.
Το έργο ξεκινάει με ένα υποτιθέμενο multiple choice (που μένει να δούμε αν θα χρησιμοποιηθεί): α. συνεχίζεις, β. δεν συνεχίζεις, γ. ελπίζεις, δ. συνεχίζεις ελπίζοντας και μέχρι τότε ονειρεύεσαι. Αποφάσισε τι θα κάνεις από δω και πέρα! Προσωπικά πιστεύω ότι έσπασε όχι ακριβώς η ελπίδα αλλά αυτή η σύνδεση με το παρελθόν και τώρα πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε. Δεν έχει τόσο μια αρνητική χροιά με την έννοια ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Νομίζω ότι πάντα έχουμε να κάνουμε κάτι. Ακόμα και στο μεγαλύτερο πρόβλημα αν βρεθεί κανείς.
Εκείνο που απασχολεί ιδιαίτερα εμένα είναι το θέμα της απεύθυνσης. Πιστεύω ότι ο κόσμος έρχεται στο θέατρο για να του μιλήσει κάποιος . Αυτό είναι που ψάχνω και σε σχέση με την ποιότητα των ηθοποιών. Θέλω να είναι ζωντανό το θέαμα. Δεν φέρνω τίποτα από το σπίτι, έτοιμο και πολλές φορές εκείνο που με ευχαριστεί και έγινε και σχετικά σύντομα σε αυτή την παράσταση είναι όταν οδηγείς μια παράσταση και ξαφνικά την παρατηρείς και βλέπεις ότι τώρα πια δεν σε χρειάζεται και πρέπει απλά να την ακολουθήσεις εσύ. Αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο όταν συμβαίνει, γιατί έτσι πιστεύω ότι αποκτά και μια συμβολική μορφή όλο αυτό που έχεις μπροστά σου και δεν είναι απλά κάτι κρυμμένο στο μυαλό κάποιου.
Πιστεύω ότι στο θέατρο πια πρέπει να είσαι τόσο εύστοχος και συγκεκριμένος σε αυτό που θα πεις, ώστε ο άλλος να κάτσει να το ακούσει. Δεν έχουμε πια χρόνο για να προκύψουν τα πράγματα σε ένα σκηνικό χρόνο. Για μένα είναι πια πολύ πιο σωστό να έχεις μια ευστοχία στα πράγματα, όταν συζητάς και όταν παρουσιάζεις κάτι. Πρέπει να σέβεσαι τον χρόνο του άλλου και την επιλογή του να έρθει και να σε προτιμήσει. Έτσι γίνονται πιο συγκεκριμένα τα πράγματα και αυτό βοηθά και τους δημιουργούς. Έχουμε την ανάγκη να είμαστε πιο συγκεκριμένοι. Δεν μπορώ πια να βλέπω γενικότερα ιδέες και έννοιες. Γι αυτό και στην δική μας παράσταση δεν επιδιώκω να μιλήσω γενικά για την αγωνία. Αν ο θεατής δεν το καταλάβει αυτό και δεν το νιώσει δεν έχει νόημα απλώς να κάνουμε μια θεατρική συζήτηση. Ο θεατής δεν έχει ανάγκη να δει ιδέες αλλά να νιώσει ιδέες. Εγώ εξάλλου είμαι ένας φάν της συγκίνησης, σαν ρήμα (συν + κινούμαι). Όσο απλά και καθαρά κι αν μου λέει κάποιος κάτι , χρειάζομαι να το αισθανθώ για να το καταλάβω. Δεν μπορώ τις θεωρίες και τις καταστάσεις που είναι απλά στην σφαίρα του αέρα και του μυαλού. Και η συγκίνηση βγαίνει πάντα μέσα από την ειλικρίνεια.
Το κείμενο του Χατζηαδαμίδη είναι γραμμένο σαν ένας μεγάλος μονόλογος , που στην συγκεκριμένη περίπτωση εκφέρεται από τέσσερις ηθοποιούς αλλά θα μπορούσε να ειπωθεί είτε από έναν άνθρωπο είτε από σαράντα και εκφράζει όλη αυτή η αγωνία σε σχέση με μια συγκεκριμένη γενιά και τον τρόπο που βιώνει το σήμερα. Μια γενιά, η οποία είναι σε ένα σημείο : έχω κάνει ότι έχω κάνει - καλά , κακά δεν ξέρω – βρίσκομαι στο παρόν , σε ένα μεγάλο αδιέξοδο, κάπου στο χείλος του γκρεμού , ας πούμε, και τώρα δεν ξέρω πώς να συνεχίσω. Το κείμενο έχει πολλές αναμνήσεις , ή μάλλον σκηνές αναμνήσεων της γενιάς μας, και γενικά κινείται πολύ στο σημείο , όπου κανείς έχει γκρεμίσει το παρόν , έχει γκρεμίσει το παρελθόν και δεν ξέρει τι να κάνει από δω και πέρα. Πώς να συνεχίσει σε όλα τα επίπεδα. Εξάλλου νομίζω ότι και η ίδια η κρίση αυτή που ζούμε δεν είναι μόνο πολιτική. Είναι ουσιαστική κρίση αξιών και ένα σημείο επαναπροσδιορισμού για να δούμε πως θα πορευτούμε από δω και πέρα.
Τα πάντα ξεκινούν μέσα από την ιεροτελεστία ενός πρωϊνού γύρω από ένα τραπέζι. Εκεί συναντιούνται οι τέσσερις ήρωες για να πάρουν πρωινό όλοι μαζί. Επειδή το κείμενο έχει έναν πάρα πολύ συνειρμικό χαρακτήρα, όπως ακριβώς συμβαίνει κατά την διάρκεια μιας συζήτησης που εκτυλίσσεται π.χ. μετά από ένα φαγητό, δεν δίνει συγκεκριμένες πληροφορίες για τους ήρωες. Γενικά το κείμενο δεν έχει χαρακτήρες. Ούτε εμένα με αφορούν οι χαρακτήρες από την άποψη της κατασκευής. Το έργο παρουσιάζει απλώς τέσσερις ανθρώπους, οι οποίοι είναι οι τέσσερις συγκεκριμένοι ηθοποιοί και μοιράζονται μια συγκεκριμένη ηλικία. Άλλωστε είναι γραμμένο για μια συγκεκριμένη γενιά γύρω στα 28-35, η οποία πιστεύω ότι είναι λίγο πιο προβληματισμένη. Δεν είναι στα 20 , όπου πιστεύεις ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα, ούτε στα 45, όπου κάποια πράγματα έχουν ματαιωθεί και σκέφτεσαι ότι θα πρέπει να κατασταλάξεις κάπου, είσαι εκεί σε αυτό το μεταίχμιο στην Αθήνα του 2011.
Τελικά τι επιλέγουν να κάνουν; Να συνεχίσουν. Αυτή είναι και η απάντηση. Απλά συνεχίζεις με ό,τι έχεις και με ό,τι κουβαλάς. Αυτό είσαι προορισμένος να κάνεις. Σίγουρα ονειρεύεσαι, όμως πάντα κουβαλάς το παρελθόν, ακόμα κι αν έχει σπάσει και απλά συνεχίζεις. Γιατί μόνο έτσι μπορείς να πας μπροστά.
Έχεις πει ποτέ «έσπασε» ; Σίγουρα. Πολλές φορές. Ίσως πιο πολύ η γενιά μας το αισθάνεται αυτό στον έρωτα. Εγώ το αισθάνθηκα αυτό πολύ έντονα μετά από έναν χωρισμό. Ό, τι κάτι έσπασε και δεν πρόκειται να ξανακολλήσει. Όχι η σχέση που χάνεις αλλά η ελπίδα μου στον έρωτα. Και γενικότερα όμως το έχω πει σε θέματα οικονομικά , στην πολιτική. Είναι κάτι που συνέχεια το λες.
Και πως συνεχίζεις; Κάνεις αυτά που πρέπει να κάνεις , ώσπου να συνειδητοποιήσεις ότι δεν γίνεται αλλιώς και να αλλάξεις εντελώς. Ακόμα και στο χειρότερο ενδεχόμενο μιας χρεωκοπίας π.χ. δεν είναι ότι θα σταματήσουμε να ζούμε, θα συνεχίζουμε με έναν τρόπο να δουλεύουμε και να βγαίνουμε με τους φίλους μας και να ονειρευόμαστε, ίσως λίγο λιγότερο από πριν αλλά δεν μπορούμε παρά να συνεχίσουμε.