«Δεν ακολούθησα τον δρόμο του θεάτρου με στόχο την καριέρα ως αυτοσκοπό…»
«Σύννεφα βαριά πλακώσαν, πάει η μητρική μας γλώσσα, να τον σαν την κλώσα ο Σωκράτης…», τραγουδά με την βραχνή, καταγγελτική φωνή της η Αννίτα Σαντοριναίου ερμηνεύοντας το τραγούδι του Δίκαιου Λόγου στην παράσταση Νεφέλες του Αριστοφάνη που έρχονται στο Ηρώδειο στις 5 Σεπτεμβρίου από τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, η οποία λίγες μέρες πριν εμφανιστεί επί σκηνής και ενώ βρίσκεται σε πυρετώδεις προετοιμασίες μίλησε στην Metro για την εμπειρία ενός ρόλου που συνήθως ερμηνεύεται από άνδρες, τα σημεία των καιρών και την μακράν πορεία αναζήτησης στους αχανείς δρόμους του θεάτρου που έχει διανύσει έως σήμερα
” Ζούμε σε νεφελώδεις, σκοτεινούς καιρούς. Βιώνουμε την κρίση. Η εποχή μας χρειάζεται επανατοποθέτηση αξιών. Η προσπάθεια εύκολου πλουτισμού, η οικονομική κρίση, η κρίση αρχών και αξιών καθώς και ιδεών, τα άλλοθι που δημιουργεί σήμερα η ζωή για να απομακρυνθούμε από αρχές και αξίες, αυτά γίνονται τελικά το «συλλογικό άλλοθι» που μας απομακρύνει συλλογικά από το Δίκαιο, οδηγώντας μας συλλογικά στο Άδικο.» Οι Νεφέλες έρχονται και έχουν θέμα όμως… «Ναι. Τα σημεία των καιρών. Αυτό έρχεται πάλι να μας πει ο Αριστοφάνης. Σε ώτα μη ακουόντων μάλλον. Όπως άλλωστε ανέκαθεν.» Ο δικός της ρόλος εκείνος του Δίκαιου Λόγου : «Νομίζω ότι μου αρέσει να παίζω έναν ρόλο που παίζεται συνήθως από άντρες. Ο Δίκαιος Λόγος εμφανίζεται επί σκηνής ως μια γυναίκα άλλης εποχής αντιπαραθέτοντας τον «δίκαιο λόγο» , όχι χωρίς υπερβολή και αυτοσαρκασμό, όπως άλλωστε το θέλει και ο Αριστοφάνης, απέναντι στον Άδικο Λόγο.» Ρόλος που επιτρέπει στον ηθοποιό να προσθέσει τις προσωπικές του πινελιές στα πλαίσια βέβαια της παράστασης : «Μια παράσταση είναι ένα «όλον» που σου δίνει την απόλυτη ελευθερία μέσα στα δικά της πλαίσια να ζωγραφίσεις με τα δικά σου χρώματα. Μέσα στα πλαίσια αυτά η ελευθερία επιβάλλεται, η ασυδοσία αποβάλλεται.» Γεννημένη στον Πειραιά η Αννίτα Σαντοριναίου μεγάλωσε στην Αθήνα. Το 1971 αποφοιτά από το Τοσίτσειο Αρσάκειο και μπαίνει στην Δραματική Σχολή Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν, όπου μετά την αποφοίτησή της παίρνει μέρος σε δεκάδες παράστασης τόσο του θεάτρου Τέχνης, όσο και του Φεστιβάλ Αθηνών (Ηρώδειο) και του Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος (Επίδαυρο). Για την ίδια το ταξίδι στο παρελθόν δεν χρειάζεται για να θυμηθεί τον δάσκαλό της Κάρολο Κουν: «Τον κουβαλώ εντός μου. Τον κάνω θέατρο. Τον κάνω ζωή. Τον κάνω σήμερα. Αυτή ήταν και αυτή είναι η σχέση μου μαζί του». Από το 1982 εγκαθίσταται μόνιμα στην Κύπρο και εντάσσεται στο δυναμικό του Θ.Ο.Κ. συνεχίζοντας το οδοιπορικό της στο θέατρο μέσα από ρόλους του κλασικού και σύγχρονου ρεπερτορίου, με εξαίρεση κάποιες συνεργασίες της με το Κ.Θ.Β.Ε. , το Εθνικό και το Τέχνης: «Σχεδόν κάθε χρόνο όλα αυτά τα χρόνια που βρίσκομαι στην Κύπρο είχα προτάσεις για συνεργασίες απ’ τη Μητρόπολη. Όταν ανήκεις σε μια ομάδα, σ’ ένα σχήμα που στηρίζεται πάνω σου, δεν είναι εύκολο να φεύγεις, εκτός κι αν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Μπόρεσα να ανταποκριθώ σε τρεις μόνο περιπτώσεις. Στην πρόσκληση του Διαγόρα Χρονόπουλου το 2000 συνεργάστηκα με το ΚΘΒΕ στον Αριστοφανικό «Πλούτο» για το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Στην πρόσκληση του Νίκου Κούρκουλου και του Γιώργου Θεοδοσιάδη συνεργάστηκα με το Εθνικό Θέατρο στο έργο «Το Δώρο της Μέδουσας» του Πίτερ Σιάφφερ το χειμώνα του 2004. Και το καλοκαίρι του 2004 ξαναγύρισα ύστερα από 22 χρόνια στο Θέατρο Τέχνης, μετά από πρόσκληση του δασκάλου μου Γιώργου Λαζάνη, για μια «σύνοψη Αριστοφάνη» πάλι για το φεστιβάλ Επιδαύρου.» Όσο για την μεγαλύτερή της στιγμή στο θέατρο : «Δεν ακολούθησα το δρόμο του θεάτρου με στόχο την καριέρα ως αυτοσκοπό. Εξάλλου ούτε το διδάχτηκα ως τέτοιο. Διάνυσα μια πορεία αναζήτησης στους αχανείς δρόμους του θεάτρου. Εργάστηκα πλάι σε σπουδαίους ανθρώπους από τη Σχολή έως τις συνεργασίες σε δεκάδες έργα με σημαντικές και ενδιαφέρουσες προσωπικότητες. Συναντήθηκα, αναμετρήθηκα, εξιχνίασα δεκάδες υπέροχους, πολύπλοκους, μυστηριώδεις, αστείους, πονεμένους, ευάλωτους και δυνατούς ανθρώπους μέσα απ’ τους ρόλους μου. Καταλάβαινα όλο και πιο πολύ τον άνθρωπο. Ερευνούσα πιο πολύ τον εαυτό μου. Μεγάλες στιγμές. Αν ξεχωρίσω τη Γέρμα μου, ας πούμε, θα έχω αδικήσει τη Φαίδρα, τη Σοφία και τη Φαύστα, τη Μήδεια, την Εκάβη, την Αγγλία, την Καίτη και την κυρά-Κατίνα, τη Δεσποινίδα Μαργαρίτα, την Αντιγόνη, την Ηλέκτρα, τη Λαίδη Μάκβεθ και την «Αχ, μωρέ». Άσε που θα μου κρατήσει μούτρα η κολλητή μου η Κας Μαγκουάιαρ. Αν πω να μιλήσω για το βραβείο συνολικής προσφοράς στο θέατρο έχω ν’ ακούσω τον εξάψαλμο από τη βραβευμένη Μαντάμ Αρκάντινα και την Ελεονώρα. Κινδυνεύω μάλιστα να θεωρηθώ ψευδομάρτυρας με τη δική μου θεώρηση της μεγαλύτερης στιγμής στην καριέρα μου, γιατί το θέατρο μας εκθέτει στη θεώρηση των άλλων. Σήμερα λοιπόν, θέλω να θεωρώ, πως μεγαλύτερη στιγμή είναι αυτή που θα ρθει αύριο.»
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΡΑΜΑΝΤΑΝΗ
METRO