Pages

Βασιλικός - Το εμβληματικό κείμενο της νεοελληνικής δραματουργίας του Αντωνίου Μάτεση από 20 Οκτωβρίου στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού



Έργο γραμμένο το 1829 – 1830, με επιρροές από τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό και έντονο κοινωνικό προβληματισμό ο Βασιλικός, είναι ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της νεοελληνικής δραματουργίας. Με αφορμή την ερωτική ιστορία ανάμεσα στον Φιλιππάκη, νέο κατώτερης τάξης και την κόρη του ευγενή Δαρείου Ρονκάλα, ο Μάτεσης ξεδιπλώνει την σύγκρουση δύο κόσμων, της παλιάς συντηρητικής φεουδαρχικής τάξης και της νέας αστικής κοινωνίας που αναδύεται και φέρνει φιλελεύθερες ιδέες. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, σκηνοθέτης με βαθιά γνώση των απαρχών της νεοελληνικής δραματουργίας σκηνοθετεί ένα εμβληματικό νεοελληνικό θεατρικό κείμενο.

Ο Βασιλικός είναι ένα από τα εντελώς κορυφαία θεατρικά κείμενα του νεοελληνικού θεάτρου. Πρόκειται για μια «δραματική κωμωδία», όπου προβάλλονται αγώνες για ιδεολογική ανάπλαση της κοινωνίας, χυμώδη ερωτικά μοτίβα κι ένα εκπληκτικό χιούμορ που δεν εξαντλείται στις καθαρά κωμικές σκηνές, αλλά «υπόγεια» διαβρώνει και σχολιάζει την όλη σύνθεση. Και η γλώσσα του διαθέτει συναρπαστική γοητεία. Είναι ένα «μοντέρνο» έργο με «παλαιό κοστούμι», που επιδιώξαμε να εμφανίζεται «καινούργιας ραφής» σημειώνει για το έργο ο Σπύρος Ευαγγελάτος.

Ο Βασιλικός παρουσιάστηκε στο Εθνικό Θέατρο για πρώτη φορά το 1935 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη με τους Γιώργο Γληνό, Σαπφώ Αλκαίου και Αλέξη Μινωτή. Ακολούθησαν τέσσερις ακόμα παραστάσεις: το 1948, πάλι σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, το 1964 σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, το 1985 σε σκηνοθεσία Κωστή Μπάκα και το 1999 σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. 


Η ταυτότητα της παράστασης
Δραματουργική Επεξεργασία- Σκηνοθεσία: Σπύρος Α. Ευαγγελάτος
Σκηνικά – Κοστούμια: Γιώργος Πάτσας
Μουσική: Γιάννης Αναστασόπουλος
Φωτισμοί: Σπύρος Α. Ευαγγελάτος
Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά
Α΄ Βοηθός Σκηνοθέτη: Παναγιώτης Μιχαλόπουλος
Β΄ Βοηθός Σκηνοθέτη: Χριστιάννα Μαντζουράνη

Διανομή
Δάρειος Ρονκάλας, άρχοντας από τα πρώτα σπίτια: Νικήτας Τσακίρογλου
Ρονκάλαινα, αρχόντισσα του Ρονκάλα: Κατερίνα Χέλμη
Η Οβρία (Εβραία) Μαντζαρντό: Μίνα Αδαμάκη
Θωμάς, από την ύστερη τάξη του λαού: Μιχάλης Μητρούσης
Κοσμάς Καραπάτης, από την ύστερη τάξη του λαού: Πάνος Σκουρολιάκος
Μπουσάκας, σέμπρος του Ρονκάλα: Θοδωρής Κατσαφάδος
Γερο-Νικόλας, πουλητής: Γιώργος Βελέντζας
Γαρουφαλιά, αρχοντοπούλα του Ρονκάλα: Ευδοκία Ρουμελιώτη
Γερασιμάκης, σπιούνος του Πρεβεδούρου (Διοικητή): Θανάσης Κουρλαμπάς
Φιλιππάκης Γιαργυρόπουλος, άρχοντας από τα δεύτερα σπίτια: Γιωργής Τσαμπουράκης
Δραγανίγος, αρχοντόπουλο του Ρονκάλα : Νικόλας Παπαγιάννης
Γλωσσίδης, δουλευτής του: Θανάσης Δήμου 
Λανάρω, δουλεύτρα της: Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη 
Ένας άλλος δουλευτής του (μάσκαρα): Λευτέρης Πολυχρόνης

Μουσικοί – Τραγουδιστές: Γεωργία Καλλέργη (κρουστά), Βασίλης Παπαγεωργίου (κιθάρα), Γιωργής Τσουρής (κλαρινέτο)

Η Τζοκόντα της Καρίνας Ιωαννίδου απέσπασε το Α Βραβείο Θεατρικού έργου

Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, κ. Παύλου Γερουλάνου, και κατόπιν εισήγησης των μελών των Επιτροπών Κρίσεως, απονεμήθηκαν τα Κρατικά Βραβεία Συγγραφής Θεατρικού έργου για το 2010. Το Α βραβείο απέσπασε η Καρίνα Ιωαννίδου για το έργο της "Τζοκόντα versus Ντα Βίντσι" που υποβλήθηκε στο διαγωνισμό με το ψευδώνυμο «Roma», με χρηματικό έπαθλο ύψους τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (4.500Ε). Το Β βραβείο που αντιστοιχεί σε χρηματικό έπαθλο 2.500 Ε απονεμήθηκε στην Δέσποινα Καλαϊτζίδου για το έργο της «Οι καιόμενοι» που υποβλήθηκε στο διαγωνισμό με το ψευδώνυμο «Ντόροθι Όζ».
Η Σοφία Αδαμίδου και η Έφη Νικολούδη μοιράστηκαν από κοινού το Γ βραβείο για τα έργα τους «Ο πόνος είναι άντρας» που υποβλήθηκε στο διαγωνισμό με το ψευδώνυμο «Ελπίδα Δημητριάδου» και «Τζάκσον και Τζάκσον ή ο Πόλεμος του Κανένα» που υποβλήθηκε στο διαγωνισμό με το ψευδώνυμο «Φιλέας Φογκ» αντίστοιχα.



Στο Διαγωνισμό Κρατικού Βραβείου συγγραφής παιδικού θεατρικού έργου, νικητής αναδείχτηκε ο Στέλιος Πετράκης με το έργο «Τα ξωτικά του μαγεμένου δάσους» που υποβλήθηκε στο διαγωνισμό με το ψευδώνυμο «Άλτον Ντε Βιρ» και χρηματικό έπαθλο 1.500 ευρώ. 
Λόγω αδυναμίας ολοκλήρωσης των εργασιών της επιτροπής δεν απονεμήθηκαν τα βραβεία για τον Διαγωνισμό Νέων Θεατρικών Συγγραφέων , τα οποία θα αξιολογηθούν χωρίς νέα αίτηση από την αντίστοιχη επιτροπή του Διαγωνισμού που θα προκηρυχθεί το 2012.

Μαρλέν Καμίνσκυ: «Δεν μπορείς να σταματήσεις την αλλαγή, μπορείς όμως να της δόσεις μια κατεύθυνση!»



Γεννημένη στην Τζαμάικα και μεγαλωμένη κοντά στην Στουτγκάρδη της Γερμανίας, η Μαρλέν Καμίνσκυ, είναι μαθημένη στις δυσκολίες και στις προκλήσεις. Αυτό φανερώνουν οι απαιτητικοί ρόλοι με τους οποίους καταπιάνεται τόσο στο θέατρο, όπου απέσπασε εξαιρετικές κριτικές για τον ρόλο της Μίρα στα "Σκουλήκια" του Χίλελ Μίττελπουνκτ (που επαναλαμβάνεται από 26 Νοεμβρίου και για ένα μήνα στην Θεσσαλονίκη), όσο και στον κινηματογράφο, όπου πρόσφατα την είδαμε στην ταινία Fish & Chips, του Ηλία Δημητρίου, που προβλήθηκε στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας». Απόφοιτος του Πανεπιστημίου Mozarteum στο Σάλτσπουργκ της Αυστρίας, με εξαιρετικές συνεργασίες από το Εθνικό Θέατρο της Ζυρίχης ως τις σκηνές του Young Vic και του Laban Center στην Αγγλία , η Μαρλέν , που τα τελευταία τέσσερα χρόνια ζει και εργάζεται μόνιμα στην Ελλάδα, μίλησε στο Ozon, με αφορμή την ταινία, ξεδιπλώνοντας παράλληλα τον δικό της τρόπο σκέψης για την καριέρα, την πατρίδα, το θέατρο στην Ελλάδα και τα σημεία των καιρών.

Πως πήρες την απόφαση να γίνεις ηθοποιός?
Ήμουνα 5 χρονών όταν είδα μια ταινία του Ντίσνει , όπου ένα κοριτσάκι είχε ως καλύτερο του φίλο ένα λιοντάρι. Αμέσως πήγα στην μαμά μου και της είπα ότι θέλω κι εγώ ένα λιοντάρι  για φίλο. Εκείνη μου εξήγησε ότι όλο αυτό δεν ήταν πραγματικό και οι άνθρωποι στην ταινία ήταν απλώς ηθοποιοί. Έτσι σκέφτηκα πως αν γινόμουν ηθοποιός θα μπορούσα να αποκτήσω κι εγώ ένα λιοντάρι για φίλο. Η απάντηση της μητέρας μου όταν της ανακοίνωσα την απόφαση μου ήταν «να γίνεις αφού πρώτα αποκτήσεις μια κανονική δουλειά». Μετά σκέφτηκα να γίνω φούρναρης, μήπως με άφηναν μετά να γίνω ηθοποιός … (γέλια), όμως τελικά παρέκαμψα αυτό το στάδιο, κι αν εξαιρέσουμε τα πρώτα εφηβικά χρόνια που σκεφτόμουν να γίνω κτηνίατρος, η υποκριτική ήταν πάντα το όνειρό μου.
Πως ήταν σαν εμπειρία ο ρόλος της Κατρίνα?
Είναι η πρώτη φορά που υποδύομαι την μητέρα και μάλιστα την μητέρα μιας ενήλικης κόρης.  Η ηρωίδα είναι αποκομμένη από τις ρίζες της, δεν έχει μεγάλες φιλοδοξίες στην ζωή της, δεν έχει πολλές συναισθηματικές εξάρσεις και γενικότερα παίρνει τη ζωή, όπως της έρχεται. Ίσως να μοιάζει λίγο στυλιζαρισμένο αυτό, όμως μιλώντας με ανθρώπους από την πρώην Ανατολική Γερμανία κατάλαβα, ότι η καθημερινότητά  τους ήταν δομημένη πάνω σε  έναν πολύ συγκεκριμένο , χαρτογραφημένο τρόπο ζωής, όπου τα πάντα ήταν ελεγχόμενα. Δεν χρειαζόταν να πάρουν τις δικές τους  αποφάσεις ή να τα καταφέρουν μόνοι τους. Αυτό προσπάθησα να περάσω στην Κατρίνα.
Υπάρχουν σημεία συνάντησης με την ηρωίδα του Δημητρίου?
Όχι. Εγώ θέλω να έχω ένα στόχο στην ζωή μου. Εκείνη μπορεί να μπαινοβγαίνει στα προβλήματα, όπως σε έναν ωκεανό, λιγάκι χαμένη και αδύναμη, με την πεποίθηση ότι δεν έχει νόημα να πας κόντρα σε αυτό που έρχεται, γιατί έτσι είναι η ζωή.  Ίσως είναι ακριβώς αυτή η ηπιότητα της ιδιοσυγκρασίας της, που εγώ δεν έχω καθόλου ως άτομο.
Πατρίδα τι είναι για σένα?
Για μένα η πατρίδα δεν ήταν ποτέ μια γεωγραφική περιοχή. Μερικές φορές αναρωτιέμαι πως θα ήταν, αν ήταν ριζωμένη μέσα μου η αντίληψη, ότι ανήκω σε μια συγκεκριμένη χώρα. Πατρίδα μου είναι εκεί , όπου εργάζομαι, που αγαπώ , που βρίσκονται οι φίλοι μου, αλλά ακόμα και αυτοί ζουν σε διάφορα μέρη του κόσμου.
Στην Ελλάδα τι σε έφερε?
Ερωτεύτηκα και έμεινα.
Στην ταινία μιλάς άπταιστα γερμανικά. Είσαι γέννημα θρέμμα Γερμανίδα?
Γεννήθηκα στην Τζαμάικα αλλά μεγάλωσα στην Γερμανία.  Ήμουν ενάμιση χρόνων όταν μετακομίσαμε με τους γονείς μου,  στην Σουηβία (Schwaben),  ένα μικρό χωριό κοντά στην Στουτγκάρδη.  
Ποιες διαφορές θα έλεγες ότι υπάρχουν στο Θέατρο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό?
Στην Γερμανία υπάρχουν σίγουρα λιγότερες  θεατρικές σκηνές , οι οποίες είναι κρατικές ή επιχορηγούνται από το κράτος. Από κει και πέρα υπάρχουν σύνολα με συγκεκριμένο ρεπερτόριο, που έχουν συμβόλαιο για ένα δυο χρόνια και μετά βγαίνουν και παίζουν. Σίγουρα μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει πολλά και εκεί και δημιουργούνται όλο και περισσότερες ανεξάρτητες σκηνές αλλά σε σχέση με την Αγγλία και την Ελλάδα, το κράτος υποστηρίζει πολύ περισσότερο οικονομικά το θέατρο.
Οι καλλιτεχνικοί σου στόχοι ποιοι είναι?
Παλιότερα ήθελα απλώς να γίνω μια πολύ καλή ηθοποιός χωρίς να μπορώ να ορίσω τι ακριβώς σημαίνει αυτό για μένα. Τώρα νιώθω ότι έχω φτάσει πια σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο και έχω αποκτήσει την αυτοπεποίθηση που θα με έκανε να συγκεκριμενοποιήσω τους στόχους μου. Γνωρίζω τις δυνατότητες μου και από πού πηγάζουν αυτές, ξέρω πώς να τις αναζητήσω και οπωσδήποτε νιώθω πιο χαλαρή, οπότε θα ήθελα να μου δοθεί η ευκαιρία να παίξω κάποια στιγμή στην Επίδαυρο. Πιστεύω ότι πρόκειται για μια σπουδαία πνευματική εμπειρία για κάθε καλλιτέχνη.
Η προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα και ιδίως στο θέμα της γλώσσας ήταν κάτι που σε δυσκόλεψε?
Χρειάστηκε πολύ δουλειά και ιδίως στο θέατρο, που πρέπει να σταθείς μπροστά σε ένα ζωντανό κοινό και να μιλήσεις στην γλώσσα του. Ο γλωσσικός αυτός περιορισμός μου δίδαξε περισσότερα για το θέατρο απ’ όσα ίσως θα είχα μάθει αν μιλούσα άπταιστα την γλώσσα.
Το γκρίζο των ημερών λόγω κρίσης σε έχει επηρεάσει καθόλου ?
Όχι. Είμαι καλή στις δυσκολίες, όπως και στις αλλαγές. Αυτός είναι ίσως και ο λόγος που έχω αλλάξει τόσους τόπους διαμονής. Κάτι που δεν είναι εύκολο να κάνεις ως ηθοποιός, κυρίως λόγω της γλώσσας αλλά και της καριέρας. Εγώ δεν σκέφτομαι με όρους καριέρας. Σκέφτομαι με όρους πρόκλησης και καλλιτεχνικής ωρίμανσης.  Γι’ αυτό πιστεύω ότι είναι μια εποχή γεμάτη προκλήσεις, όχι απαραίτητα ακίνδυνη, υπάρχει κάτι που ελλοχεύει και ίσως εκραγεί κάποια στιγμή. Πολλοί σκέφτονται να φύγουν από την Ελλάδα. Εγώ όχι. Έχω πάψει να βλέπω τηλεόραση γιατί πιστεύω ότι ενσπείρει τον φόβο και την ανασφάλεια. Πιστεύω ότι η αλλαγή έρχεται κάποια στιγμή ούτως ή άλλως, είναι μέρος της φύσης. Μετά τον χειμώνα έρχεται η άνοιξη. Δεν μπορείς να την σταματήσεις. Μπορείς όμως να της δόσεις μια κατεύθυνση.

Συνέντευξη στην Δέσποινα Ραμαντάνη