Pages

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΙΑ ΓΕΡΟΥ

"Τις Ισμήνες τις συμπονώ και τις κατανοώ αλλά τις Αντιγόνες αγαπάω"

«Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη , την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση. Όλη σου την ζωή την είπε η ποίηση». Μέσα από την ποίηση του Ρίτσου η Ισμήνη ξυπνά από τον ύπνο και μας μιλά από ένα άχρονο και αϋλο,  “No Mans Land”. Μέσα από εκείνη κι η αδερφή της Αντιγόνη. Ο θόρυβος των όπλων, οι φωνές, τα δακρυγόνα μιας διαδήλωσης την φέρνουν ξανά στην Αθήνα του 2011. Στο έργο του ο Ρίτσος την αφήνει να … κοιμάται; Μα η ιστορία κάνει κύκλους. Και πότε – πότε ξαναγυρνά στα γεγονότα εκείνα που γεννούνε Ισμήνες και Αντιγόνες. Δυο πρόσωπα, μια ψυχή; Δυο όψεις του ίδιου νομίσματος άραγε ειρήνη και επανάσταση; Η αγάπη για την ζωή και η πορεία προς τον θάνατο κάποια στιγμή συναντώνται. Κι ύστερα οι δρόμοι τους χωρίζουν οριστικά. Έχοντας φάει τα χρόνια του στα ξερονήσια και στις εξορίες, πληρώνοντας το τίμημα της ελευθερίας, ο Ρίτσος κατανοεί και δεν κακίζει την ανθρώπινη φύση. Γιατί οι άνθρωποι είναι γεννημένοι για να ζουν, για να αγαπούν, να επιθυμούν, να γελούν και να ερωτεύονται, όχι για να πεθαίνουν. Μα να που κάποιων το βλοσυρό βλέμμα, δεν βρίσκει ησυχία και στέκει πάνω από το γέλιο των άλλων, ανοίγοντας το δρόμο στα όνειρα τους και κρεμώντας την φορεσιά τους, στα ντουλάπια της ιστορίας για να έρθει κάποτε να το φορέσει κάποια Ισμήνη, που ίσως να ‘ταν Αντιγόνη.

Από τον καναπέ του σπιτιού της στα Εξάρχεια κοιτάζω την Κάτια Γέρου, να γίνεται και πάλι η Ισμήνη του Ρίτσου, καθώς η συζήτησή μας τριγυρνά σε αποσπάσματα από το έργο και μου μιλά με πάθος για την κόρη των Λαβδακιδών που ενσαρκώνει ως τις 17 ΜαΪου στο Στούντιο Κινητήρας, σε σκηνοθεσία Ασπασίας Τομπούλη.

Η Ισμήνη του Ρίτσου είναι ένα δισυπόστατο πρόσωπο, γιατί ξεκινάει υπερασπιζόμενη έναν ευδαιμονισμό. Είναι επικούρεια εκ πρώτης όψεως.  Χάνουμε τον μπούσουλα, λέει, όσο μπλεκόμαστε μέσα σε εντάσεις, εξουσίες και πολέμους ενώ η ζωή είναι να ακούς, να βλέπεις , να κοιτάς τα μάτια του άλλου και όχι να καθρεφτίζεις το είδωλό σου ναρκισσιστικά πάνω τους. Έτσι κι αλλιώς η Ισμήνη έχει και έναν λόγο υπεράσπισης της χαράς της ζωής, του έρωτα, και επομένως λόγο βαθιά αισθησιακό και ανθρώπινο. Ταυτόχρονα όμως , μέσα από την δισυπόστατη σχέση της με την Αντιγόνη – που απ’ την μια της κάνει μια αυστηρή κριτική και απ την άλλη την κλαίει και την κατανοεί φτάνοντας στο σημείο να φορέσει το φουστάνι της, μοιάζει να λέει ότι ίσως ο δρόμος της Αντιγόνης να μην μπορεί να ξορκιστεί εύκολα. Δεν μπορεί να διαγραφεί εύκολα η Αντιγόνη. Δεν μπορείς να της βάλεις ένα χ ή να την εξηγήσεις ψυχαναλυτικά , λέγοντας ότι δεν είχε συμφιλιωθεί με την επιθυμίας της και με την γυναικεία της φύση.
Ο Ήχος μιας Διαδήλωσης είναι  ένα πολύ ωραίο εύρημα σκηνοθετικό αυτό που έχει κάνει η Ασπασία Τομπούλη. Ξαφνικά ακούμε απ’ έξω να γίνεται χαμός. Η Ισμήνη του 2011 δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί μόνο με έναν λόγο που μιλά για την απόλαυση και την χαρά της ζωής. Μόνο αυτό δεν αρκεί. Το ‘παν και οι χίπηδες και διαλύθηκαν σαν κίνημα. Σαφώς αυτό είναι εκείνο στο οποίο πρέπει όλοι να εστιάζουμε και να προσπαθούμε να υπερασπίσουμε, γιατί δεν ήρθαμε σε αυτή την γη για να σταυρωθούμε και να σκοτωθούμε μεταξύ μας. Για να χαρούμε ήρθαμε. Όμως επειδή οι συνθήκες της ζωής μας ήταν και είναι αυτές που είναι,  ένα κορμάκι που θα σηκωθεί ξαφνικά καταμεσής του πλήθους και θα πει με συγχωρείτε πάρα πολύ. Αυτοί είναι οι δικοί σας νόμοι? Οι δικοί μου είναι αλλιώς. Το χρειαζόμαστε. Όσο  και την Ισμήνη. Αυτό θεωρώ πως είναι μια σπαρακτική δήλωση και του Ρίτσου και της παράστασης που πάει λίγο πιο μακριά και όταν ενδύεται το ρούχο της Αντιγόνης, πρέπει να πεθάνει. Γιατί η Αντιγόνη είναι επικίνδυνη όχι η Ισμήνη.
Η δική μου Ισμήνη. Καθώς διάβαζα το έργο και έβλεπα τα σημεία που  αμφισβητούσε την αδερφή της θύμωνα. Η ψυχή μου πήγαινε με την Αντιγόνη και όχι με την Ισμήνη. Όταν δεύτερη προσπαθούσε να εξηγήσει ψυχαναλυτικά τις επιλογές της Αντιγόνης, το έβρισκα άδικο. Γιατί θυμόμουν την αρχαία Αντιγόνη , που έλεγε «δεν γεννήθηκα για να μισώ αλλά για να αγαπώ», την Αντιγόνη που γέμισε τα χέρια της με χώματα για να θάψει τον αδερφό της, γιατί ναι μεν ήταν «προδότης» αλλά ήταν ο αδερφός της. Το δίκιο της ψυχής της. Σήκωσε λοιπόν το ανάστημα της απέναντι σε μια σκληρή εξουσία και είπε εγώ αυτό θεωρώ σωστό και αυτό θα κάνω. Αυτό σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνη με μαγεύει και με συγκινεί.
Στο φλέρτ με τα ηρωικά μας πρότυπα βρίσκεται το κουκούτσι του έργου. Δεν είμαστε Αντιγόνες. Ισμήνες είμαστε. Αλλιώς δεν θα ‘μασταν εδώ να συζητάμε. Μέσα από εκείνη μιλά ο μέσος άνθρωπος. Ο Ρίτσος δεν ακυρώνει τον μέσο άνθρωπο. Του δίνει κύρος. Γιατί ο μέσος άνθρωπος δεν είναι δειλός. Υπερασπίζεται την ειρήνη, την επιθυμία να ζήσει χαλαρά , χωρίς εντάσεις και αγριότητες. Δεν το μπορεί. Δεν το αντέχει η ψυχή του. Είναι μια στάση ζωής αυτή. Όμως ένας σπουδαίος ποιητής και ένας σπουδαίος αριστερός διανοούμενος σαν το Ρίτσο δεν θα μπορούσε παρά να το τελειώσει βάζοντας τον μέσο άνθρωπο να επιθυμεί να μην είναι μέσος. Τους ήρωες μας τους θαυμάζουμε. Είτε αυτός είναι ο Τσε Γκεβάρα , είτε ο Λαμπράκης. Τέτοιοι θα θέλαμε να ‘μαστε αλλά δεν το αντέχουμε.
Κοιμάται ; Στη δική μας παράσταση το φινάλε παρεκκλίνει από εκείνο του Ρίτσου, με την έννοια ότι ο ποιητής βάζει την Ισμήνη να ενδύεται το φόρεμα της Αντιγόνης και ύστερα να παίρνει χάπια κλείνοντας το έργο  με ένα ερωτηματικό. Κοιμάται; Μπορεί να τα πήρε για να πεθάνει. Γιατί δεν αντέχει. Στην δική μας παράσταση η σκηνοθέτης την βάζει να σκοτώνεται από κάποιον γενικό εκπρόσωπο μιας εξουσίας. Μπορεί να είναι επίσημη , μπορεί να είναι παρακρατική. Δεν έχει σημασία. Είναι κάποιος πάντως που δεν αγαπά τον πολιτικό λόγο που αρθρώνει η Ισμήνη, η οποία πριν ακόμα φορέσει το ρούχο της αδερφής της, της αναγνωρίζει το δίκιο λέγοντας «εμείς κάναμε πάρτι και διασκεδάζαμε κι εσύ περιέφερες το βλοσυρό σου βλέμμα πάνω απ’ τα γέλια μας». Οι πιτσιρικάδες δεν ήθελαν να καταλάβουν ότι ζουν σε μια άγρια εποχή. Η Αντιγόνη το κατάλαβε και τους την έσπαγε. Εν τέλει είχε δίκιο.
«Μια μυστική κι αόρατη εξουσία σαν να κινούσε από μακριά τα πάντα. Κι οι άνθρωποι μέσα στον φόβο σαν να έσμιγαν πάλι». Αυτή δεν είναι η μόνη μας ελπίδα αυτή την στιγμή; Μέσα από τον κοινό φόβο για το άγνωστο μέλλον και το τι ακόμα πρόκειται να μας συμβεί να ενωθούμε. Μια αλληλεγγύη δηλαδή. Μια όσμωση. Ένα πλησίασμα του ενός με τον άλλον. Για μένα είναι η μόνη ελπίδα. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο.  Να φύγει το ΔΝΤ , να επανέλθει ο 13ος και ο 14ος μισθός , να μην φεύγουν οι πιτσιρικάδες απ’ την χώρα και να κατέβει η ανεργία από το 15% στο 0. Τέτοια ελπίδα δεν έχει κανείς μας. Αλλά ελπίδα οι άνθρωποι μέσα στο φόβο τους να σμίξουν πάλι, όσο ζω θα την έχω.
Ήμουνα πάντοτε Ισμήνη.  Κι αν κάποτε λίγο ξεμυτίζω , ξαναγυρνάω πάλι πίσω. Όμως πάντοτε φλερτάρω με αυτή την ιδέα, σε μια στιγμή κρίσης να σταθώ από την σωστή μεριά. Δεν ξέρω αν το χω κάνει. Κι αν το χω κάνει θα το έχω κάνει δειλά, διακριτικά, άκοπα και ανώδυνα. Δεν έχει κινδυνεύσει ποτέ η ζωή μου με μια υπογραφή, μια δήλωση ή μια παρουσία. Και μακάρι να μην χρειαστεί κανείς μας να ρισκάρει κάτι πηγαίνοντας προς την μεριά που αυτός θεωρεί σωστή. Τις Ισμήνες τις κατανοώ και τις συμπονάω αλλά τις Αντιγόνες αγαπάω.
Αλύγιστη ή Απελπισμένη? Και τα δυο είναι η Αντιγόνη. Αλύγιστη σίγουρα αλλά και βαθιά απελπισμένη, κάτι που Ισμήνη μας το θυμίζει με τις τρομερές της φράσης «άκλαυτος, άφιλος, ανυμέναιος».

 
Μια στάση στο λόγο της Ισμήνης…

Κάποια στιγμή την είδα να κινεί τα φωτισμένα δάχτυλά της σαν να μετρούσε τα χρόνια της ή την ανυπαρξία της… Είδα την αδερφή μου στην αυλή τα χαράματα σημαδεμένη από την μοίρα… Τα άλλα τα ξέρετε. Δεν απόμεινε τίποτα.» Αυτό με σκοτώνει σαν φράση. Φαντάζομαι τα ορφανούλια αυτά , με τα κοντά παντελονάκια της δεκαετίας του 50, να κοιτούν έντρομα την αδερφή τους που είναι έτοιμη να πάει στο θάνατο. Και εκείνα να τρέμουν από το κρύο. Χωρίστηκαν οι ζωές τους δια παντός. Εκεί η Αντιγόνη αποκτά την υπόσταση που πρέπει να αποκτήσει στο μυαλό της Ισμήνης.
«Να μην κυβερνάς και να μην κυβερνιέσαι», λέει σε κάποια φράση της η Ισμήνη, διατυπώνοντας έναν λόγο απολύτως αντεξουσιαστικό, θα έλεγε κανείς. Πράγμα που θα ήταν εφικτό μόνο αν υπήρχε μια παιδεία άλλου τύπου. Αν οι άνθρωποι είχαμε μια βαθιά γνώση όσων συνέβησαν πριν από μας, στην λογοτεχνία, στον κινηματογράφο, στο θέατρο παγκοσμίως. Αν τρεφόμασταν με αυτή την αμβροσία της γνώσης και της κουλτούρας. Επιτέλους ας μην ντρεπόμαστε να πούμε αυτή την λέξη. Σήμερα μοιάζει να είναι μόνο για μια άρχουσα τάξη η κουλτούρα. Κάτι για το οποίο πρέπει να έχεις λεφτά και ελεύθερο χρόνο. Αυτό είναι ο θάνατος της τέχνης και της κοινωνίας. Αν φτάναμε σε αυτό το επίπεδο γνώσης ίσως τότε θα ήταν πολύ φυσικό το ρητό της Ισμήνης. Γιατί ο Κυβερνήτης θα ‘ταν ένας ουμανιστής που θα έδινε τα πάντα για να εξυπηρετήσει τους συνανθρώπους του και εκείνοι δεν θα θεωρούσαν ότι πάνω είναι κάποιος που άκαρδα και ανάλγητα τους τσακίζει πράγματα προφανή. Όπως το «Ψωμί , Παιδεία, Ελευθερία», υγεία, χαρά, ελπίδα. Σε μια δίκαιη κοινωνία η ιδέα του χρέους δεν θα υπήρχε. Και γι’ αυτό η παιδεία και η κουλτούρα υποβαθμίζονται παγκοσμίως.
«Ο θάνατος δεν είναι μαύρος, είναι άσπρος… δεν μπορείς να κρυφτείς. Αυτό που ζούμε σήμερα δεν είναι θάνατος. Για να επιστρέψουμε στο Ρίτσο «οι άνθρωποι μες τον φόβο ίσως να σμίξουν πάλι. Για μένα η μόνη αίσθηση αθανασίας είναι κάτι καλό που αφήνουμε πίσω μας φεύγοντας. Μια χείρα βοηθείας που απλώσαμε σε κάποιον, ένα παιδί, ένα έργο. Κάθε είδους δημιουργία.
«Γιατί τάχα αμαρτία , η συμφωνία με την επιθυμίας μας;» Είναι ηδονίστρια η Ισμήνη και βαθιά απενοχοποιημένη. «Σαν να ‘ταν πρόδρομος εκείνης της μελλοντικής θρησκείας που χώρισε τον κόσμο στα δυο. Στον εδώ και στον πέρα. Που χώρισε το ανθρώπινο σώμα στα δυο, πετώντας το απ’ την μέση και κάτω. Η Ισμήνη υμνεί την σεξουαλικότητα , τον αισθησιασμό και τον έρωτα. Είναι απίστευτο πως οι άνθρωποι ενοχοποιούμε τον εαυτό μας για τα λάθος πράγματα και δεν τον ενοχοποιούμε για αυτά που πρέπει.