Pages

Πρεμιέρα για την Λωξάντρα στο "Θέατρον" του Ελληνικού Κόσμου


Αληθινό Θέατρο κάτω από τον θόλο του Θεάτρου του Κέντρου Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος

"Είναι κάποιοι άνθρωποι που όσο ζουν είναι φάροι και όταν φεύγουν γίνονται αστερισμοί και μας φωτίζουν από εκεί ψηλά". Με αυτά τα λόγια ο σκηνοθέτης της παράστασης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Κ.Θ.Β.Ε. Σωτήρης Χατζάκης αποχαιρέτησε με τον δικό του τρόπο τον Θανάση Βέγγο και αφιέρωσε στην μνήμη του την χθεσινή πρεμιέρα της παράστασης Λωξάντρα. Με ένα παρατεταμένο χειροκρότημα το κοινό αποθέωσε στην σκηνή του Θεάτρου , όλους τους συντελεστές της παράστασης, επευφημώντας την Φωτεινή Μπαξεβάνη για την συγκλονιστική ερμηνεία της στον ρόλο της αρχετυπικής, λαϊκής, μητρικής, λογοτεχνικής φιγούρας της Μαρίας Ιορδανίδου.  

Για κάτι λιγότερο από 2 ώρες η Λωξάντρα μας ταξίδεψε στους μαχαλάδες της Πόλης από το Μακροχώρι ως το Μπαλουκλί, κι απ’ τα Ταταύλα ως το πορνείο της Μαντάμ Μαρή στο Ταξίμ και το κοσμοπολίτικο Πέρα ή Σταυροδρόμι. Από τα λόγια της Λωξάντρας ξεπηδούν οι γεύσεις και οι μυρωδιές της πολίτικης κουζίνας και από την ζωή της περνούνε πρόσωπα και γεγονότα, ζωντανοί και πεθαμένοι, κραυγές και ψίθυροι της εποχής , της οποίας η ίδια αποτελεί έμβλημα και γέννημα. Όλοι τους ξαποσταίνουν στο σπιτικό της, τρέφονται με τα μεζεκλίκια της, πίνουν από το αγίασμα της Παναγιάς της Μπαλουκλιώτισσας, ζεσταίνονται από την άσβεστη φλόγα της καρδιάς της. «Όλα από πάνω μου πέρασαν» , λέει η ίδια. Και έχει δίκιο. Γιατί η Λωξάντρα δεν έχει εαυτό. Ο εαυτός της είναι οι άλλοι. Η ευτυχία της είναι η ευτυχία των άλλων. Η ζωή της είναι τα πρόσωπα που αγαπά. Κι άμα τρώνε εκείνα τότε όλα είναι καλά. Κι η Παναγιά όλους τους φροντίζει. Σαν Παναγιά λοιπόν κι αυτή παραστέκει τον Δημητρό, τα παιδιά, τα εγγόνια, τους συγγενείς, τους φίλους, τους υπηρέτες. Όλους Έλληνες και Τούρκους. Ό,τι κι αν είσαι, άνθρωπος είσαι. Και σε φιλεύει. Σου στρώνει τραπέζι για να φας. Δεν ξεχωρίζει κανέναν. 

Το χρήμα το περιφρονεί. «Τι να τα κάνει τα χρήματα ο Θόδωρος. Ποιο πολύ από ότι τρώει μπορεί να φάει;» λέει. Γιατί το φαγητό είναι αίμα, είναι ζωή που διώχνει τους αναιμικούς δαίμονες της ατονίας. Το δικό της χρυσάφι είναι φυλαγμένο στην καρδιά της. Κι η καρδιά της είναι ανοιχτή σε όλους. Τι κι αν γύρω της στροβιλίζονται οι πόλεμοι και οι καταστροφές. Το κονάκι της είναι κιβωτός για όποιον την έχει ανάγκη. Ε βοηθάει κι Παναγιά η Μπαλουκλιώτισσα σε αυτό. Χατίρι δεν της χαλάει. «Μην κοιτάς σήμερα που άπλωσα μπουγάδα και της ζήτησα να μην βρέξει κι εκείνη ρίχνει τόσο νερό». Κατά τα άλλα οι δυο τους συνεννοούνται. Αλλά πάντα για καλό. Με τον σταυρό πάει μπροστά. Ακόμα και τον Τούρκο τον σταυρώνει. Το στόμα της δεν το μετρά. Στο σπίτι της είναι πάντα κυρά και αρχόντισσα. Και εντολές στους υπηρέτες της μονάχα αυτή δίνει. Όμως έχει και μια πελώρια αγκαλιά και σαν μαλώσει ξανά μονιάζει  και σου δίνει κι ένα λουκουμάκι με καϊμάκι να σε γλυκάνει. Κι αν δεν ξεχάσεις τα βάσανά σου, σου ψήνει και χαλβά, σου δίνει κι ένα γιαλατζί ντολμά και κάνει και ένα λαδερό στο φούρνο, να υπάρχει. Βράδυ έρχεται. Κι άμα τρώει ελαφρά δεν την πιάνει ο ύπνος… 

Αυτή είναι η λοιπόν η πληθωρική Πολίτισσα κοκόνα, που στο κονάκι ξαποστάσαμε κι εμείς χθες. Και συναντήσαμε ξανά το σήμερα, το τώρα. Και γλυκαθήκαμε από την καλοσύνη της, και πήραμε κουράγιο και υπομονή από την πίστη της και ξαναγαπήσαμε τον εαυτό μας, δηλαδή τον άλλο, το διπλανό, τον ξένο, τον Έλληνα, το φίλο, το συγγενή, το παιδί , το εγγόνι, πρόσωπα δικά μας αγαπημένα, που ζουν κοντά μας, είτε είναι εδώ είτε όχι. Γιατί στην σκηνή είμαστε όλοι. Ηθοποιοί και θεατές. Όσοι συναντάμε εκεί και όσοι κουβαλάμε ο καθένας στην ψυχή του. Όλοι γύρω από το τεράστιο τραπέζι της Λωξάντρας, σαν ξεκινά η παράσταση και σαν τελειώνει. Γιατί οι ψυχές είναι παντού. Μαζί στα γλέντια της γης και του ουρανού. Τραγούδι είμαστε και τραγούδι θα γίνουμε. Ανάμνηση. Ιστορία. Δέντρο ζωής, που φυλλοροεί μα δεν πεθαίνει. Ίσκιος αιώνιος για τις επόμενες γενιές. Έτσι σαν ίσκιος στέκεται ακόμα η Λωξάντρα και σαν ξωκλήσι ερημικό, για να ανάβουμε που και που ένα κεράκι και εκείνη να βλέπει την φλόγα του κι να έρχεται κοντά μας και να μας ψιθυρίζει: «Τις εστί πλούσιος; Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος!»