Pages

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΦΩΤΕΙΝΗ ΜΠΑΞΕΒΑΝΗ



"Το φαγητό για την Λωξάντρα ήταν ένα μέσο για να κρατά κοντά της τους αγαπημένους της ανθρώπους"

«Παιδεμένη γυναίκα, μεγαλωμένη στην ορφάνια, όμως πάντοτε χαρούμενη και γελαστή, τα μάτια της λάμπουν, το γέλιο της χαρμόσυνη καμπάνα, τα χέρια της μοσχοβολούν μαχλέπι και λιβάνι, χέρια μεγάλα και γερά, φτιαγμένα για να δίνουν…» Αυτή είναι η Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, που μετά την μεγάλη θεατρική επιτυχία της στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη και διασκευή του Άκη Δήμου, έρχεται στην σκηνή του Θεάτρου του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, από σήμερα και για λίγες παραστάσεις, με πρωταγωνίστρια την Φωτεινή Μπαξεβάνη. Σεμνή, ήρεμη και χαμογελαστή, άνθρωπος χαμηλών τόνων παρά την συμμετοχή της σε πάνω από 40 θεατρικές παραστάσεις από το 92 έως σήμερα και την συνεργασία όλους σχεδόν τους σημαντικούς συνθέτες και σκηνοθέτες, αποπνέει την ίδια ζεστασιά και ανθρωπιά με την πληθωρική Πολίτισσα Κοκόνα.  «Η Λωξάντρα σου υπενθυμίζει όσα χρειάζεσαι στην ζωή σου για να είσαι πλήρης και να προσφέρεις στον εαυτό σου κάποιες στιγμές σιγουριάς και ευτυχίας», μας λέει η ίδια λίγο πριν την πρεμιέρα, μιλώντας στο Theaterview για την καθαγιασμένη αυτή φιγούρα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τις ρίζες της εξ ανατολών αλλά και την δική της σχέση με τον γάμο και την οικογένεια.

Από μικρή μου έλεγαν να διαλέξω ανάμεσα στην υποκριτική, την σύνθεση και την σκηνοθεσία . Δεν διάλεξα ποτέ και έτσι όπως το βλέπω δεν θα διαλέξω ποτέ. Το πολύ - πολύ να προσθέσω και τίποτε άλλο ακόμα. Είμαι στο χώρο από το 1992, οπότε και τελείωσα με άριστα την Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Αμέσως μετά το Λύκειο δηλαδή. Με την μουσική ξεκίνησα να ασχολούμαι από πολύ μικρή. Στη συνέχεια άρχισα να γράφω μουσική για τις παραστάσεις της σχολής και από την στιγμή που τελείωσα δουλεύω συνεχώς τόσο ως μουσικός , γράφοντας μουσική για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση αλλά και ως ηθοποιός. Έτσι η ιδιότητα της συνθέτριας συνδυάστηκε μέσα από τον συγκεκριμένο χώρο, δεν γράφω ανεξάρτητα για την δισκογραφία. Η πρώτη μου θεατρική δουλειά ήταν στην Μήδεια του Εθνικού Θεάτρου, αμέσως μόλις αποφοίτησα από την σχολή καθώς και στο «Ξανά Μαζί» του Νίλ Σάιμον με τον Θύμιο Καρακατσάνη. Από κει και πέρα έχω συνεργαστεί με τον Χουβαρδά, τον Μαυρίκιο, τον Μαστοράκη, σε πολλά θέατρα μεταξύ των οποίων και το Αμόρε. Όσον αφορά στην σκηνοθεσία το 2009 σκηνοθέτησα το «Prime Numbers” στην Αμερική και πέρσι συνεργάστηκα ως σκηνοθέτης στην Όπερα της Θεσσαλονίκης στο Δόν Τζιοβάνι ενώ είχα γράψει και την μουσική για την παράσταση «Οχτώ Γυναίκες». 

Όταν κάνω το ένα μου λείπει το άλλο. Ουσιαστικά η διαφορά είναι μεταξύ υποκριτικής και μουσικής, γιατί η σύνθεση είναι μια πρωτογενής δημιουργία ενώ η υποκριτική είναι μια δευτερογενής δημιουργία. Από κει και πέρα η υπόθεση της σκηνοθεσίας είναι κάτι τρίτο, που επειδή πολλές φορές το έχω συναντήσει και ως βοηθός σκηνοθέτη, ήρθε θα έλεγα ως μια φυσική εξέλιξη, θέλοντας να πω κάποια πράγματα και μέσω της σκηνοθεσίας.

Με τον Σωτήρη Χατζάκη είναι η πρώτη φορά που συνεργαζόμαστε. Και είναι διπλή η χαρά μου γιατί με πήρε τηλέφωνο και μου πρότεινε αφενός να ενσαρκώσω την Λωξάντρα, που είναι ένας πολύ σημαντικός ρόλος και αφετέρου να συνεργαστούμε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, που είναι ένα πολύ σημαντικό θέατρο. Οπότε νιώθω πολύ χαρούμενη και για τις δυο συγκυρίες. Πρέπει να πω ότι για την Λωξάντρα κάναμε μια πάρα πολύ μεγάλη έρευνα, που διήρκησε σχεδόν ενάμιση μήνα και αφορούσε στο μυθιστόρημα, στην εποχή, στα ιστορικά γεγονότα, στις μυρωδιές, στα ακούσματα, στα πάντα. Ήταν μια καταπληκτική δουλειά που έγινε από τον Χατζάκη και έτσι όταν πια πήρα στα χέρια μου το θεατρικό κείμενο, σε διασκευή του Άκη Δήμου, να κυλήσουν όλα πάρα πολύ ομαλά. 

Το Μπαξεβάνη είναι Τούρκικη λέξη. Σημαίνει αυτός που καλλιεργεί μπαξέδες. Ο παππούς μου είχε γεννηθεί στην Πόλη, όπως και οι πρόγονοί του. Εγώ επισκέφτηκα 2004 το χωριό, όπου είχε γεννηθεί , το Μπογασκιόι, το οποίο βρίσκεται έξω από την Κωνσταντινούπολη και το τράβηξα όλο σε βίντεο, για να του το κάνω δώρο στα γενέθλια του. 

Ο χρόνος που αφιερώνουμε στα αγαπημένα πρόσωπα είναι κάτι που το συνειδητοποιεί κανείς μεγαλώνοντας. Όταν αρχίζει κανείς να χάνει γιαγιάδες και παππούδες, ειδικά αν δεν τους είχες πολύ κοντά ή θεωρούσες ότι θα είναι πάντα εκεί και έδινες πολύ σημασία. Με την πρώτη τέτοια απώλεια παθαίνεις κάτι και θέλεις να περνάς περισσότερο χρόνο με την οικογένειά σου. Τουλάχιστον στις μεγάλες γιορτές. Είναι κάτι που στην εφηβεία δεν υπάρχει, γιατί εκεί νιώθεις μια αίσθηση φυγής. Παρόλα αυτά όταν ερχόντουσαν σχολεία να δουν την παράσταση και άκουγα τις φωνές τους από το καμαρίνι και έλεγα «πως θα τα δαμάσω τα θηρία…» , μου έκανε τρομερή εντύπωση η προσήλωση που παρακολουθούσαν την παράσταση τελικά.

Δικά μου παιδιά δεν έχω. Δεν είμαι παντρεμένη. Όμως γενικώς δεν μ αρέσει να λέω μεγάλες κουβέντες. Το ίδιο συνέβαινε και παλιά. Όταν με ρωτούσαν ποιο ρόλο θα ήθελες να παίξεις. Δεν είχα ποτέ να πω έναν ρόλο. Δεν έλεγα τίποτα. Γενικά είμαι ένας θετικός άνθρωπος και βλέπω θετικά την ζωή. Από κει και πέρα πιστεύω και στο πως έρχονται τα πράγματα. Μου αρέσει να είμαι ανοιχτή και από κει και πέρα σύμφωνα με αυτά που μου συμβαίνουν να συμμετέχω ενεργά και φανερά. Μέχρι στιγμής δεν έτυχε να κάνω οικογένεια. Πιστεύω ότι στο μέλλον θα έρθει αυτή η στιγμή, όμως δεν είναι κάτι που μπορείς να το ζορίσεις και να το πιέσεις. Από την άλλη είμαι υπέρ της οικογένειας. Απλώς δεν θα ήθελα να κάνω παιδί , επειδή πρέπει να κάνω. Αν είναι να έρθει καλώς. Γενικώς δεν μου αρέσουν οι εκπτώσεις. Μόνο στα μαγαζιά μου αρέσουν. 

Νομίζω ότι όλες οι Ελληνίδες γυναίκες έχουν κοινά στοιχεία με την Λωξάντρα. Προσωπικά είμαι πάρα πολύ οργανωτικός τύπος. Θέλω να τα ελέγχω όλα, να τα οργανώνω όλα, μου αρέσει πολύ το μαγείρεμα, κι ας μην μαγειρεύω λόγω δουλειάς σε καθημερινή βάση. Έστω και ένα άτομο παραπάνω όμως να έχω στο σπίτι, θα μαγειρέψω για να του το προσφέρω. Άλλωστε και η ίδια δεν θα μαγείρευε αν ήταν μόνη της. Το φαγητό είναι το μέσο για να κρατά κοντά της τους αγαπημένους της ανθρώπους.

Πιστεύω ότι στην ουσία έχει αλλάξει το αντικείμενο και ο τρόπος. Μπορεί όλα να γίνονται λίγο πιο γρήγορα, λίγο πιο πρόχειρα, επειδή ακριβώς η γυναίκα σήμερα δουλεύει πολύ και κάνει και πολλά άλλα πράγματα, αλλά η δική μου αίσθηση από γυναίκες που βλέπω γύρω μου είναι ότι εκείνο που προστέθηκε στην Ελληνίδα είναι η δουλειά. Φυσικά βοηθάνε πολύ και οι άντρες σήμερα, αλλά κατόπιν οδηγιών της γυναίκας. Πολύ σπάνια βλέπεις άντρες να παίρνουν την πρωτοβουλία να οργανώσουν ένα σπίτι. Συνήθως οι γυναίκες είναι εκείνες που το οργανώνουνε ζητώντας απλώς την βοήθεια τους , την οποία άλλες φορές την δίνουν και άλλες όχι, μέσα όμως σε ένα γυναικείο πλαίσιο οργάνωσης. Οπότε δεν θα έλεγα ότι είναι πολύ μακριά. Απλώς έχει αλλάξει ο τρόπος και η ποιότητα των  πραγμάτων. Εγώ βλέπω για παράδειγμα φίλες μου, που όταν έχουν να κάνουν ένα τραπέζι , θα το κάνουν πολύ ωραίο και πλούσιο.

Για την Λωξάντρα σίγουρα το φαγητό ήταν τρόπος ζωής. Και σήμερα όμως όταν έρχονται έτσι οι συγκυρίες και οι συνθήκες μας βγαίνουν πολλά από τα χαρακτηριστικά της Λωξάντρας. Όπως για παράδειγμα η σχέση της με την θρησκεία. Όταν βρεθούμε σε μια ανάγκη θα πούμε «αχ Παναγία μου!». Μπορεί να μην είμαστε τόσο της θρησκείας και της εκκλησίας αλλά το έχουμε ακόμα. Και εκείνη όμως για τα πάντα έταζε στην Παναγία. Μέχρι και για να μην βρέξει , επειδή θα άπλωνε μπουγάδα. Οπότε είχε μια καθημερινή, διαλλακτική σχέση με την Παναγία, σαν να ήταν φιλενάδες  και την είχε δίπλα. Οπότε δεν ήταν η γυναίκα που από το πρωί μέχρι το βράδυ την έβρισκες στην εκκλησία. Μάλιστα και την περίοδο της νηστείας, τρώει κοτόσουπα, τάχα για να δοκιμάσει και όταν η  Σουλτάνα , η υπηρέτρια , της κάνει παρατήρηση, της λέει «δεν έφαγα, απλά δοκίμασα». Οπότε νομίζω ότι τουλάχιστον σε σχέση με την θρησκεία έχει μια σχέση πολύ κοντινή με αυτή που έχουμε εμείς σήμερα. Και στο φαγητό όμως είμαστε αρκετά μερακλήδες. Μπορεί να μην έχουμε τον χρόνο να μαγειρέψουμε, αλλά όταν πάμε σε μια ταβέρνα παραγγέλνουμε και δοκιμάζουμε απ’ όλα, και λεφτά να μην έχουμε. Υπάρχει ακόμα μια υπερβολή στον Έλληνα σε σχέση με το φαγητό. 

Όταν παιζόταν η Λωξάντρα ήμουν 8 χρονών. Δεν έχω πολύ έντονες στην λεπτομέρεια μνήμες. Έχω όμως μνήμες από το γενικότερο κλίμα. Από την ατμόσφαιρα της σειράς. Εξακολουθεί να ακούγεται στο κεφάλι μου το όνομα του Ταρνανά για παράδειγμα. Στην συνέχεια βέβαια έτυχε να γνωρίσω και από κοντά την Μπέτυ Βαλάση, όταν είχε έρθει να δει την παράσταση. Υπήρξε πολύ γενναιόδωρη και πολύ συγκινητική και αυτό ήταν κάτι πολύ, γλυκό και όμορφο εκ μέρους της, γιατί πρόκειται για μια πολύ σημαντική ηθοποιό και έναν χορτασμένο άνθρωπο. 

Έχοντας διαβάσει το βιβλίο, είχα πολύ μεγάλη περιέργεια για την θεατρική διασκευή. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, από το οποίο περνάνε τόσα πολλά πρόσωπα και γεγονότα. Η Λωξάντρα φτάνει μέχρι τα 90 και είναι πάρα πολλές οι πληροφορίες και τα περιστατικά που καταγράφονται μέσα από την ζωή της. Στην τηλεοπτική μεταφορά αυτό γινόταν εφικτό γιατί η ιστορία της εξελισσόταν μέσα από 30 επεισόδια, και μπορούσες στο καθένα από αυτά να ασχοληθείς και με κάτι. Για αυτό και εντυπωσιάστηκα πραγματικά από την δουλειά του Άκη Δήμου, καθώς έχει καταφέρει να συμπυκνώσει όλα αυτά τα πράγματα σε λιγότερο από δύο ώρες. Έτσι κυριολεκτικά δεν λείπει τίποτα. Και μάλιστα υπάρχουν και πολλά άλλα που δεν υπάρχουν ούτε στο τηλεοπτικό και αναφέρονται πολύ σύντομα και στο βιβλίο, όπως για παράδειγμα όλη αυτή η σχέση μεταξύ νεκρών και ζωντανών. Επί σκηνής παρουσιάζονται δηλαδή πρόσωπα αγαπημένα της Λωξάντρας , που έχουν φύγει από την ζωή και όμως εκείνη συνομιλεί κανονικά μαζί τους σαν να είναι ζωντανοί. Είναι ένα πάρα πολύ ωραίο και ευαίσθητο κομμάτι της παράστασης χωρίς να έχει τίποτα το μακάβριο, το οποίο δίνει μαθήματα ζωής. Εξάλλου και εμείς στις μέρες μας μιλάμε με την σκέψη μας με τους ανθρώπους που έχουμε χάσει, οπότε υπάρχει μια επιπλέον ανθρώπινη διάσταση , πολύ ωραία σκηνοθετημένη από τον Σωτήρη Χατζάκη , που είναι πολύ σημαντική. 

Το κοινό έχει έντονες αντιδράσεις στην παράσταση και είναι πολύς κόσμος που θέλει μετά να έρθει πίσω στο καμαρίνι , για να μιλήσουμε. Είναι κάτι που το νιώθω και κατά την διάρκεια της παράστασης. Νιώθω πως είναι και ο κόσμος πάνω στην σκηνή. Είναι σαν να μην υπάρχουν ηθοποιοί και θεατές. Σαν να είμαστε όλοι ένα.