Pages

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΛΒΙΑ ΛΙΟΥΛΙΟΥ




Η πατρική φιγούρα, η συγκρουσιακή τροχιά και η σουρεαλιστική απογείωση στον «Πελεκάνο» του Στρίντμπεργκ!

Την Σύλβια Λιούλιου την συνάντησα πρώτη φορά μια Τρίτη μεσημέρι στο café του Bios με αφορμή την σκηνοθεσία του θεατρικού έργου «Ο Πελεκάνος», του Όγκουστ Στρίντμπεργκ, που ξεκινά στις 7 Φεβρουαρίου στο υπόγειο του Bios. Η ατζέντα της γεμάτη ραντεβού και σημειώσεις. Η ίδια άνθρωπος χαμηλών τόνων, με λόγο μεστό και κατασταλαγμένο. Με θέα στην λεωφόρο Πειραιώς και μια αχνιστή κούπα καφέ στο χέρι, μου μίλησε για τις σπουδές της στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Royal Holloway University, στην σχολή του Γ. Κιμούλη αλλά και στην Royal Academy of Dramatic Art.  Η σκηνοθετική ωριμότητα που είχε αποκτήσει ως βοηθός σκηνοθέτη δίπλα στην Ρούλα Πατεράκη, τον Δημήτρη Λιγνάδη, τον Jossi Wieler, την Έφη Θεοδώρου και τον Γιώργο Κιμούλη αλλά και οι σπουδές σκηνοθεσίας στην RADA, από όπου πρόσφατα αποφοίτησε με διάκριση, την φέρνουν το 2009 στην πόρτα της πρώτης της σκηνοθεσίας στο Εθνικό Θέατρο, σε ένα  θεατρικό αναλόγιο βασισμένο στο έργο Πέφτοντας από τις Σκάλες του Χαράλαμπου Γιάννου.  Σε λίγες μέρες θα αναμετρηθεί για δεύτερη φορά με τον μεγάλο φόβο της έκθεσης σε ένα από τα πιο αγαπημένα της έργα, σε νέα μετάφραση  από τα Σουιδικά της Έρι Κύργια και όλους τους ρόλους να παίζονται από δυο άνδρες ηθοποιούς, τον Μιλτιάδη Φιορέντζι και τον Λαέρτη Βασιλείου, στήνοντας ένα «μεταφυσικό δικαστήριο» , όπως αυτό που συμβαίνει συχνά στα αστικά σαλόνια και τοποθετώντας την σύγκρουση στο κέντρο του έργου, κάνοντας κάθε σκηνή να μοιάζει με έναν γύρο πυγμαχίας!

Πως αποφάσισες να ασχοληθείς με την σκηνοθεσία;
Με την σκηνοθεσία ήθελα πάντα να ασχοληθώ , απλώς ήταν κάτι που το ανέβαλα διαρκώς. Ήταν ο μεγαλύτερος φόβος με τον οποίο δεν ήθελα να αναμετρηθώ.
Ποιες ήταν οι πρώτες σου σπουδές;
Ξεκίνησα από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και ενδιαμέσως πραγματοποίησα  σπουδές υποκριτικής και κλασικές σπουδές στην Αγγλία. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα , μπήκα στην Δραματική Σχολή του Γιώργου Κιμούλη, απ ‘ όπου αποφοίτησα και έπειτα άρχισα να εργάζομαι ως βοηθός σκηνοθέτη. Αυτή ήταν μια ιδιότητα που με ακολούθησε πολλά χρόνια. Δούλεψα σε αρκετά σημαντικές παραστάσεις με τον Γ. Κιμούλη, μετά εργάστηκα ως Υπεύθυνη Παραγωγής στο Εθνικό και στην Επίδαυρο για την Ανδρομάχη του Μαυρίκιου και την επόμενη χρονιά συνεργάστηκα με τον Jossi Wieler στον «Κλήρο του Μεσημεριού» και πάλι στο Εθνικό Θέατρο. Κάπου εκεί ολοκληρώθηκε ένας κύκλος για μένα και αποφάσισα να πάω στο Λονδίνο για να κάνω ένα μεταπτυχιακό στην σκηνοθεσία. Έτσι βρέθηκα στην RADA, απ’ όπου αποφοίτησα πριν ένα μήνα με διάκριση.
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι δεν αρκέστηκες στην σκηνοθετική σου εμπειρία , ως βοηθός σκηνοθέτη και αποφάσισες μετά από τόσο σημαντικές συνεργασίες να πραγματοποιήσεις και ένα μεταπτυχιακό στην σκηνοθεσία στο Λονδίνο.
Μπορώ να πω ότι οι σπουδές μου στην Αγγλία με οδήγησαν σε μια θεατρική ενηλικίωση όμως η εμπειρία μου δίπλα σε τόσο σημαντικούς Έλληνες σκηνοθέτες με βοήθησε πάρα πολύ. Δεν επιστρέφω στην σκηνοθεσία, εξάλλου , λόγω του μεταπτυχιακού στην σκηνοθεσία, απλώς αυτός ήταν ένας χρόνος που πήρα για τον εαυτό μου, για να κωδικοποιήσω την γνώση , να βάλω σε μια σειρά τα θέλω μου και να πάρω την απόφαση στην ουσία να υπογράψω κάτι με το όνομά μου. Γιατί για μένα τουλάχιστον ο μεγαλύτερος φόβος είναι ο φόβος της έκθεσης. Επίσης , αν μείνεις για πολύ καιρό βοηθός σκηνοθέτη είναι δύσκολο να αποφασίσεις να δουλέψεις ως σκηνοθέτης , γιατί έχεις συνηθίσει να βρίσκεσαι κάτω από μια ομπρέλα προστασίας ενός ανθρώπου, που σε εμπιστεύεται, μετράει την γνώμη σου αλλά στο τέλος εσύ είσαι ασφαλής και εκείνος εκτεθειμένος.

Αυτή ωστόσο δεν είναι η πρώτη παράσταση που υπογράφεις εσύ σκηνοθετικά.
Μεσολάβησε η παρουσίαση ενός θεατρικού αναλογίου στο Εθνικό Θέατρο, του βραβευμένου με πρώτο έπαινο  νεοελληνικού έργου «Πέφτοντας από τις Σκάλες», του Χαράλαμπου Γιάννου, όπου ο Γιάννης Χουβαρδάς με εμπιστεύτηκε για να δημιουργήσω μια θεατροποιημένη ανάγνωση αυτού του έργου. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που υπέγραψα κάτι και φυσικά μετά από την μεγάλη ώθηση που αισθάνθηκα από την εμπιστοσύνη που μου έδειξε ο Γ. Χουβαρδάς. Έχει πολύ μεγάλη σημασία το ποιος θα σου δώσει τελικά την ώθηση.
Φέτος συνεχίζεις με το έργο «Ο Πελεκάνος» του Στρίντμπεργκ. Γιατί επέλεξες αυτό το έργο;
Είναι ένα πολύ αγαπημένο μου έργο. Ήταν το πρώτο κομμάτι πάνω στο οποίο δούλεψα στην Δραματική Σχολή του Γ. Κιμούλη και ένα έργο που με έβαλε πολύ βαθιά στην έννοια της δραματουργίας του Στρίντμπεργκ, ιδίως με τον πολύ μεθοδικό τρόπο που δουλέψαμε στην σχολή, «σκάβοντας» στο βάθος του κειμένου για να βρούμε τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις. Ο Στρίντμπεργκ είναι μια κεντρική φιγούρα όσον αφορά στην κωδικοποίηση των πιο μύχιων σκέψεων του και  των φιλοσοφικών του θέσεων, γι’ αυτό και ο Πελεκάνος κρύβει αυτό που εγώ ονομάζω «οικογενειακό ζόφο», με την έννοια της ψυχολογικής βίας που εισπράττουμε με τον έναν ή τον άλλο βαθμό όλοι μέσα στο σπίτι μας, είτε ως θεατές, είτε ως θήτες , είτε ως θύματα. Επιπλέον ο Πελεκάνος έχει πολύ μεγάλη σχέση με την τραγωδία ως προς τα συμπλέγματα των ηρώων, τις μεταξύ τους σχέσεις, τον βαθμό και το βάθος της σύγκρουσης αλλά και το φινάλε που παραπέμπει σε μια έννοια κάθαρσης.
Ποιος είναι ο κεντρικός πυρήνας του έργου;
Ο Πελεκάνος είναι καταρχάς το Opus 4 από τα έργα δωματίου που έγραψε ο συγγραφέας, την περίοδο που πίστευε ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα θέατρο, που θα παρουσιάζει την δραματουργία , όπως εκείνος την φανταζόταν. Ξεκίνησε να γράφει αυτό το έργο πολύ νωρίς, όμως τον ταλαιπώρησε αρκετά για δικούς του προσωπικούς λόγους και έτσι επανερχόταν διαρκώς στην γραφή του. Αυτό που συμβαίνει κυρίως είναι αυτό που ο ίδιος περιγράφει χαρακτηριστικά σε ένα από τα υπόλοιπα έργα δωματίου , δηλαδή «πρώτα βγήκε το φέρετρο, μετά βγήκαν τα έπιπλα και τελευταία η χήρα με τα δυο παιδιά της». Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στον Πελεκάνο. Η ιστορία ξεκινά μετά τον θάνατο του πατέρα μιας οικογένειας, που αφήνει πίσω του την γυναίκα του και τα δυο του παιδιά Φρέντρικ και Γέρντα. Το έργο ξεκινά από τη ημέρα της επιστροφής της Γέρντα από το γαμήλιο ταξίδι της μαζί με τον σύζυγό της Άξελ , απ’ όπου αρχίζει να ξεδιπλώνεται σιγά – σιγά όλη η γκάμα των σχέσεων που επικρατούν μέσα στο σπίτι, ώσπου αποκαλύπτονται τελικά με την μητέρα , την παράνομη σχέση της και την άθλια ζωή που εξασφάλισε για τα παιδιά της σε σχέση με την επιβίωση και την συναισθηματική τους ενηλικίωση, προκειμένου η ίδια να περνάει καλά.
Ο τίτλος του έργου πως δικαιολογείται;
Ο  Πελεκάνος είναι ένα πτηνό, που φημολογείται ότι αν τα μικρά του πεινάνε, εκείνος κόβει από την σάρκα και το αίμα του και το προσφέρει. Έτσι δικαιώνεται τελικά η ταυτότητα του πατέρα, καθώς εν τέλει αποδεικνύεται ότι εκείνος ήταν που στην ουσία θυσιάστηκε για τα παιδιά του, σε αντίθεση με την μητέρα. Θα έλεγα ότι το έργο έχει ένα μεγάλο υφολογικό ενδιαφέρον, γιατί από κει που είναι ένα ρεαλιστικό δράμα, στο τέλος εκδηλώνεται μια σουρεαλιστική απογείωση, που παραπέμπει στην περίοδο που συγγραφέας έγραψε το Ονειρόδραμα, με το σπίτι να τυλίγεται εν τέλει στις φλόγες.
Πως οδηγήθηκες στην επιλογή δυο ανδρών για να υποδυθούν όλα τα πρόσωπα του έργου;
Υπάρχει μια μεγάλη απουσία στο έργο του Στρίντμπερκ, που είναι εκείνη της πατρικής φιγούρας, ως ένα δωρικό, ανδρικό μοντέλο , το οποίο φανταζόμαστε μέσα από όσα λέγονται για τον πατέρα. Εκείνο όμως που έχει μεγαλύτερη σημασία για την παράσταση και για τον τρόπο που σκέφτομαι εγώ το θέατρο, είναι η ίδια η προσωπικότητα του συγγραφέα. Γι ‘ αυτό και μέσα στο σώμα του κειμένου έχουμε ενσωματώσει και μεταφρασμένα γράμματα του Στρίντμπεργκ, από την περίοδο που γράφει το έργο, θέλοντας να τονίσουμε την σχέση του έργου με το συγγραφέα. Προσωπικά με συγκινεί πάρα πολύ η βιογραφία του Στρίντμπεργκ και ο πόνος που οδήγησε την καλλιτεχνική του δημιουργία και αυτό προσπαθώ να παρουσιάσω και στην παράσταση με έναν τρόπο. Στην ουσία αυτό που θα δει κανείς επί σκηνής είναι η αφήγηση του έργου, από δυο άνδρες ηθοποιούς με τα λόγια των ηρώων. Με τους διαλόγους δηλαδή του έργου σε πρώτο πρόσωπο, με στόχο από την πλευρά μου , ως σκηνοθέτης, να τοποθετήσω στο κέντρο του έργου το στοιχείο της σύγκρουσης, που μοιάζει κάθε φορά σαν ένας γύρος πυγμαχίας. Είναι θα έλεγα ένα μεταφυσικό δικαστήριο , αυτό που συμβαίνει στην παράσταση , σαν εκείνο που συμβαίνει πολύ συχνά μέσα στα αστικά σαλόνια, όπου ο ένας κατηγορεί τον άλλο με έναν λόγο πολύ οξύ και αιχμηρό , που καθόλου δεν συνάδει με αυτό που λέμε «σχέση αίματος».
Τι είναι αυτό που θέλεις να χαρακτηρίζει το προσωπικό σου σκηνοθετικό ύφος;
Αυτό που προσπαθώ πάντα είναι να αναδείξω μέσα από τα κείμενα τις προθέσεις και τα μυστικά των ηρώων. Αυτό δηλαδή που κάνει τις σιωπές , να σημαίνουν κάτι. Από κει και πέρα βλέπω διάφορα πράγματα που μου αρέσουν και με συγκινούν , τα οποία όμως προέρχονται από διαφορετικές κατευθύνσεις. Η πρώτη μου αυτή παράσταση, υφολογικά δεν είναι καθόλου η παράσταση που νόμιζα ότι θα έκανα. Σίγουρα οι κλασσικές σπουδές που έχω κάνει είναι σπουδές που θα υπέγραφαν το συμβατικό ανέβασμα μιας παράστασης, όμως αυτή σαφώς δεν είναι μια συμβατική παράσταση, από την άποψη ότι αντί για πέντε ηθοποιούς, επιλέγω 2 άνδρες ηθοποιούς, περνάω  την παράσταση μέσα από την γραμμική έννοια της αφήγησης, ο Άγγελος Μέντης έχει δημιουργήσει έναν χώρο που ευνοεί την συγκρουσιακή κατεύθυνση της παράστασης, ο Δημοσθένης Γρίβας έχει γράψει μια μουσική που συνομιλεί πολύ με το κλασικό στιλ που επιτάσσει ο Στρίντμπεργκ και ο Χρήστος Δήμας έχει οπτικοποιήσει μέσω video projection τα γράμματα του Στρίντμπεργκ.  Από την άλλη πλευρά το Bios είναι ένας πολύ φιλόξενος χώρος για ανθρώπους , οι οποίοι έχουν έναν διακαή πόθο να συνομιλήσουν με ένα είδος τέχνης. Το επίκεντρο της δικής μου σκηνοθετικής σκέψης είναι πάντα το κείμενο και η πρόθεση του συγγραφέα. Εκεί σκάβω όσο μπορώ για να βρω τι είναι αυτό που θέλει να πει ή αυτό που θέλει να κρύψει.