Pages

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΟΥΡΛΕΤΗ



«Πόσο εύκολο είναι τελικά να σπάσεις την βιτρίνα του εαυτού σου;»

Γκαίτε και Βέρθερος: «δυο πρόσωπα σε ένα που το ένα πέθανε και το άλλο έμεινε ζωντανό προκειμένου να γράψει την ιστορία του πρώτου». Από τις 14 Ιανουαρίου ο Γιάννης Σκουρλέτης επιχειρεί μια διαφορετική ανάγνωση του επιστολικού δράματος του Γκαίτε, με όχημα την νεοσύστατη ομάδα Bijoux De Kant και τον Δημήτρη Λιγνάδη, φέρνοντας στο προσκήνιο όχι τους χαρακτήρες αλλά το ίδιο το κείμενο και τις σύγχρονες ερμηνευτικές του προσεγγίσεις κυρίως από την νέα γενιά, μέσα από τις εικαστικές αποδόσεις του έρωτα και του θανάτου. Εμείς τον συναντήσαμε σε ένα διάλλειμα από τις πρόβες για την παράσταση «Βέρθερος : Ένα εγκώμιο των δακρύων» , με την οποία επιστρέφει, μετά τα «Χρώματα», στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και μαζί του κολυμπήσαμε στα σκοτεινά νερά του ρομαντισμού, διαβήκαμε την δική του εκδοχή της πύλη της κολάσεως του Ροντέν και αναζητήσαμε την σύγχρονη εκδοχή του βερθερικού πυρετού!

Η ενασχόληση σου με τα εικαστικά πως προέκυψε;
Η βασική μου ιδιότητα είναι εικαστικός. Ασχολήθηκα αρχικά με την ζωγραφική. Στα 20 μου ξεκίνησα να σπουδάζω στην Σχολή Καλών Τεχνών αλλά αργότερα τα παράτησα και για μια δεκαετία περίπου δούλευα μόνος μου. Ζωγράφιζα κλεισμένος σε ένα δωμάτιο και μη  κάνοντας τίποτα άλλο. Δεν έκανα ούτε θέατρο ούτε τίποτε.  Παράλληλα όμως με τις σπουδές μου στην Καλών Τεχνών είχα περάσει και σε μια δραματική σχολή για να γίνω ηθοποιός, οπότε το μικρόβιο του θεάτρου υπήρχε από τότε. Μετά την σχολή έπαιξα κάποιους ρόλους αλλά τελικά με κέρδισε η ζωγραφική και έτσι απομακρύνθηκα εντελώς από το θέατρο.
Το θέατρο με ποια αφορμή ξαναμπήκε στη ζωή σου;
Κάποια στιγμή κάποιοι φίλοι έκαναν μια παράσταση στην αυλή του ερειπωμένου αρχοντικού του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ήταν το έργο «Καρδιά με Κόκκαλα» από την Θεατρική Ομάδα Όχι Παίζουμε. Η αλήθεια είναι ότι αρχικά ήμουν πολύ διστακτικός αλλά επειδή μετά τα δέκα χρόνια απομόνωσης στην ζωγραφική ήθελα κάπως να κοινωνικοποιηθώ, τελικά δέχτηκα. Περισσότερο δηλαδή η παράσταση ήταν εκείνη που ξύπνησε την παλιά μου αγάπη για το θέατρο.
Η Μπιζού Ντε Κάντ πως γεννήθηκε;
Κάνοντας το Graveyard με τον συνεργάτη μου τον Κώστα Δαλακούρα, μας έγινε η πρόταση για τον Βέρθερο και τότε θεωρήσαμε ότι θα πρέπει να διαμορφώσουμε ένα θεατρικό σχήμα, μέσα από το οποίο να μπορούν να υλοποιηθούν αυτές οι ιδέες. Μέσα από το Graveyard δηλαδή γεννήθηκε ουσιαστικά η Μπιζού Ντε Κάντ.   
Εικαστικά και Θέατρο : Σε ποιο σημείο συγκλίνουν σήμερα αυτοί οι δυο χώροι;
Οι τέχνες τείνουν πια να συγκλίνουν και ο σύγχρονος καλλιτέχνης πρέπει να βρει μια αισθητική θέση και στο θέατρο και στην ζωγραφική. Εμένα με ενδιέφερε πάντοτε ο ρομαντισμός και οι εικαστικές αποδόσεις του θανάτου. Γι αυτό πάντα ζωγράφιζα νεκροταφεία, δάση και τέτοια και μάλιστα χωρίς χρώμα μόνο με σινική μελάνι. Βέβαια δεν έχει καταθλιπτική διάθεση αυτό. Είναι απλά ένας αισθητικός δρόμος. Νομίζω ότι με αυτό τον τρόπο μπορώ να μιλήσω πιο ειλικρινά. Και η εποχή μας σήμερα είναι μαύρη. Έτσι οι αισθητικές αποδόσεις του έρωτα και του θανάτου ήταν κάτι που με προβλημάτιζε πάντα. Ο ρομαντισμός ως κίνημα  με ενδιαφέρει πάρα πολύ,  γιατί φέρνει πάντα μια αλλαγή στα πράγματα. Στην ουσία του ο ρομαντισμός κρύβει μια ανατρεπτική διάθεση, φέρνει κάτι καινούριο και αντιτίθεται στην ορθολογική φιλοσοφία.
Ο δικός σου Βέρθερος κρύβει μια τέτοια διάθεση;
Η δική μου πρόθεση κάνοντας τον Βέρθερο δεν είναι να κάνω ένα έργο εποχής. Δεν πάω να πλάσω αυτούς τους ήρωες. Με ενδιαφέρει πως αυτό το κείμενο σήμερα μπορεί να μιλήσει ή να μην μιλήσει σε έναν σύγχρονο άνθρωπο και στην συγκεκριμένη περίπτωση με ένα σύγχρονο νέο για να τον ταυτίσω και με τον Βέρθερο του βιβλίου. Γιατί τελικά αυτός ο νέος πέρα από το να σπάσει την βιτρίνα ή να πετάξει μια μολότοφ στην πορεία , πόσο είναι διατεθειμένος να σπάσει την δική του βιτρίνα; Την βιτρίνα του εαυτού του. Γιατί εγώ πιστεύω ότι από εκεί ξεκινά το ζήτημα. Πόσο εύκολο είναι τελικά να σπάσεις την βιτρίνα που έχεις για τον εαυτό σου, τις ανασφάλειές σου. Και νομίζω ότι είναι μια πολύ κρίσιμη περίοδος αυτή γιατί μπορεί να λέμε ότι οι νέοι σήμερα να μην αυτοκτονούσαν από έρωτα, το ζήτημα όμως είναι τι θα έκανε ένας νέος σήμερα μέσα σε ένα βερθερικό πυρετό, όπως εκείνος ο πιτσιρικάς. Δεν μπορώ να δώσω μια απάντηση σε αυτό, όμως εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να το βάλω στο τραπέζι, να το συζητήσουμε και να το δούμε.
Μπαίνει ίσως ένα γενικότερο ερώτημα γύρω από τα όρια και τις αντοχές;
Σίγουρα. Γιατί και για τον Βέρθερο ο έρωτας είναι το όχημα για να συνειδητοποιήσει την διαφορετικότητά του και την θέση του, οπότε σίγουρα γεννάται και ένα θέμα ανίχνευσης των προσωπικών του ορίων και αντοχών.
Σκηνοθετικά πως υλοποιείται αυτό το πάντρεμα εικαστικής και θεάτρου στην παράσταση;
Στην παράσταση υπάρχει καταρχάς μια σκηνική εγκατάσταση, ένα γλυπτό έργο, που είναι η δική μου ανάγνωση πάνω στην πύλη της κολάσεως του Ροντέν. Πρόκειται για ένα πολύ εμβληματικό γλυπτό του ρομαντισμού και μέσα σε αυτή την πύλη, αυτό τον τάφο , αυτό το ναό βρίσκεται ένας σύγχρονος νέος, ο οποίος προσπαθεί να αντιμετωπίσει την δική του μελαγχολία μελοποιώντας τον Βέρθερο του Γκαίτε. Προτείνοντας μια σύγχρονη μουσική φόρμα που κινείται από την electronica ως το thras. Έξω από αυτή την πύλη βρίσκεται ένας άλλος κόσμος. Ο κόσμος του κειμένου του Βέρθερου , το οποίο φέρει ο Δημήτρης Λιγνάδης, διαβάζοντας τα γράμματα και ζώντας σε ένα παράλληλο δικό του σύμπαν. Και οι δυο ήρωες βρίσκονται σε έναν βερθερικό πυρετό, όμως αυτός που φέρει το λόγο φέρει και το κοστούμι του Βέρθερου. Δεν είναι όμως ο Βέρθερος. Είναι τα γράμματα του Βέρθερου. Δεν θέλω να υποβάλλω και τον θεατή και εμένα στην τεράστια ταλαιπωρία να πειστεί ότι πρόκειται να δει τον Βέρθερο του Γκαίτε ενσαρκωμένο ως ήρωα. Το θεωρώ εξ’ αλλού και μια παλιά προσέγγιση. Δεν θα με ενδιέφερε να αναπαραστήσω και να δραματοποιήσω τον Βέρθερο.