Pages

Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΕΥΔΟΚΙΜΟΣ ΤΣΟΛΑΚΙΔΗΣ ΣΤΟ THEATER.VIEW


«Οι ραγιάδες είμαστε εμείς που κάθε μορφή εξουσίας την αντιλαμβανόμαστε ως «ζυγό»

Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη, αποφοίτησε από το Λύκειο Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης, σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ρώμης και λίγο αργότερα βρέθηκε παράλληλα στην Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Από τότε η ζωή του μοιάζει με ένα ατελείωτο ταξίδι στους διαδρόμους της τέχνης σαν κι εκείνα που  έχει πραγματοποιήσει και ο ίδιος σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης με αποκορύφωμα τον γύρο του κόσμου που πραγματοποίησε το 2008. Οι σπουδές του στο HB Studio της Νέας Υόρκης με υποτροφία του αμερικανικού κράτους (Fullbright Foundation) και στο Actors Studio του έδειξαν τον δρόμο της αλλαγής σε όσα ήξερε για το Θέατρο ως τότε. Κάπως έτσι γεννήθηκε το 1988 Θέατρο των Αλλαγών με συνιδρυτές τους Βίλια Χατζοπούλου και Θοδωρή Αθερίδη. Σκηνοθέτης, συγγραφέας, δάσκαλος, μέλος του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, ο Ευδόκιμος Τσολακίδης μιλά στο Theaterview για τους «ραγιάδες» , το θέατρο, τις  αλλαγές … και την τέχνη με αφορμή την παράσταση «Αυτοσχεδιάζοντας στις Ράγες» που σκηνοθετεί στο Θέατρο Ράγες. 

Τι σας ώθησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ρώμης στην Δραματική Σχολή του Κ.Θ.Β.Ε.; Η ανάγκη μου να βρίσκομαι ταυτόχρονα σε διαφορετικούς τόπους κάνοντας διαφορετικά πράγματα. Δεν εγκατέλειψα την Ιατρική για χάρη του θεάτρου αλλά για ένα διάστημα τα έκανα ταυτόχρονα. Όταν διαπίστωσα ότι μοιάζουν πολύ μεταξύ τους σκέφτηκα ότι δεν έχει νόημα να συνεχίσω και με τα δύο κι έτσι διάλεξα χωρίς δεύτερη σκέψη το θέατρο. Η ομοιότητα που ανακάλυψα τότε είχε να κάνει με το γεγονός ότι για να είναι κάποιος καλός γιατρός δεν πρέπει να εμπλέκεται συναισθηματικά με τον ασθενή του. Το ίδιο ακριβώς ισχύει για τον ηθοποιό σε σχέση με τον ρόλο που ερμηνεύει.

Οι σπουδές στην Αμερική σας έδειξαν έναν άλλο δρόμο στο θέατρο; Η Αμερική ήταν τότε ένα πολιτισμικό σοκ για μένα. Όταν είδα πώς διδάσκεται το θέατρο εκεί, σκέφτηκα πόσο πίσω ήταν η Ελλάδα σ’ αυτόν τον τομέα. Μόλις επέστρεψα το πρώτο μου μέλημα ήταν, αφού αφομοιώσω αυτήν την καινούρια γνώση, να βρω τρόπο να την μεταδώσω. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε το Θέατρο των Αλλαγών.

Οι «ραγιάδες» ποιοι είναι;Οι «ραγιάδες» είμαστε όλοι εμείς που κάθε μορφή εξουσίας την αντιλαμβανόμαστε ως «ζυγό». Στην παράστασή μας όμως, κατ’ εξαίρεση, είναι αυτοί που ασκούν την εξουσία δηλαδή  ο Ηλίας Βαλάσης, ο Αλέξανδρος Θωμάς, ο Κωνσταντίνος Καλούδης, ο Δημήτρης Κατσιμίρης και ο Ιωσήφ Κοκκίνης.

Ποιος είναι ο ρόλος του σκηνοθέτη σε μια παράσταση που βασίζεται εξ’ ολοκλήρου στον αυτοσχεδιασμό και είναι διαφορετική κάθε βράδυ;Ο ρόλος του σκηνοθέτη είναι να στήσει τον καμβά της παράστασης και να υπενθυμίζει διαρκώς στους ηθοποιούς να παίζουν «ζωντανά» έτσι ώστε η παράσταση να διατηρεί την φρεσκάδα της.

Σε ποιους θεματικούς άξονες κινείται η παράσταση; Ποια θέματα θίγει; Οι θεματικοί άξονες ορίζονται εξ ολοκλήρου από τους θεατές. Όσο πιο άγνωστο και δύσκολο  είναι το θέμα που προτείνουν τόσο το καλύτερο. Οι ηθοποιοί δεν κάνουν τίποτε άλλο στη διάρκεια της παράστασης από το να προσπαθούν να δικαιώσουν (με αρκετή δόση χιούμορ) τον Κομφούκιο που έλεγε: (δημιουργώντας κατά κάποιον τρόπο το αντίπαλο δέος στην γνωστή ρήση του Σωκράτη « εν οίδα ότι ουδέν οίδα») «Αυτό που γνωρίζω δεν το ξέρω καθόλου κι εκείνο που δεν γνωρίζω το ξέρω πολύ καλά».

Το Ελληνικό κοινό πως αντιδρά στον αυτοσχεδιασμό; Απρόσμενα θετικά. Απρόσμενα γιατί δεν είναι συνηθισμένο να βλέπει τέτοιες παραστάσεις. Μερικοί συγχέουν τον  αυτοσχεδιασμό με το “stand up” και φοβούνται μην τους τραβήξει κάποιος με το ζόρι από το μανίκι και τους ανεβάσει στην σκηνή. Πολύ γρήγορα συνειδητοποιούν ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί και ότι η μοναδική συμβολή τους στην παράσταση είναι, εφόσον το επιθυμούν, να προτείνουν ιδέες για εκτέλεση. Κάποιοι άλλοι δυσκολεύονται να πεισθούν ότι όλη η παράσταση γίνεται ζωντανά μπροστά στα μάτια τους και ψάχνουν να βρουν το « κόλπο». Στην πορεία αντιλαμβάνονται ότι «κόλπο» δεν υπάρχει και ενθουσιάζονται. Οι πιο δύσπιστοι ξανάρχονται.

Η οικονομική κρίση έχει συμβάλλει θετικά ή αρνητικά στην διάθεση και στην ανάγκη του κόσμου να πάει θέατρο και στην ανάγκη του κοινού να εκφραστεί με κάποιο τρόπο; Κάθε είδους κρίση αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες. Το κοινό με τη σειρά του έχει ανάγκη να «ξεφύγει» από την μίζερη απαισιόδοξη πραγματικότητα και το καλύτερο καταφύγιο σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι η τέχνη. Στην παράσταση μας έχει την δυνατότητα να συμβάλλει δημιουργικά με χιούμορ και φαντασία στην πραγμάτωσή της κι αυτό είναι τουλάχιστον «ανεβαστικό».

Ως επαγγελματίας του χώρου και ιδρυτής του Θεάτρου των Αλλαγών πως βλέπετε να διαμορφώνεται το μέλλον για τους νέους ηθοποιούς και τους ηθοποιούς γενικότερα; Όταν πήγα στην Νέα Υόρκη δεν υπήρχε γκαρσόν, μπάρμαν ή ταξιτζής που να μην είχε κάποια σχέση με την “show biz”. Κάτι ανάλογο συμβαίνει τώρα στην Αθήνα. Αυτό είναι υπέροχο όχι βέβαια επειδή δημιουργεί στρατιές ανέργων αλλά επειδή επιτέλους και στην Ελλάδα σπάει τον απαρχαιωμένο και αντιδημιουργικό διαχωρισμό μεταξύ επαγγελματία και ερασιτέχνη. Ο καλλιτέχνης επιβάλλεται από τη  φύση τού αντικειμένου του να είναι «ερασιτέχνης». Είναι πολύ τυχερός αν καταφέρνει και βγάζει το ψωμί του από την τέχνη του αν δεν τα καταφέρνει όμως είναι εξ ίσου τυχερός που του δίνεται η ευκαιρία στη ζωή του να ασκεί μια τέχνη που αγαπά και μέσα απ αυτήν μπορεί να εκφράζεται. Στην Ελλάδα δυστυχώς υπάρχουν ακόμα κατάλοιπα μιας ξεπερασμένης νοοτροπίας άλλων εποχών που κάνουν κάποιους ηθοποιούς που αναγκάζονται να βρουν μια άλλη δουλειά προκειμένου να ζήσουν να θεωρούν τον εαυτό τους «αποτυχημένο» πράγμα άδικο και παραπλανητικό. Πόσο διαφορετικά θα νιώσουν όλοι αυτοί όταν αναλογιστούν ότι η Αθήνα αν έχει κάποια λάμψη την οφείλει σ’ αυτούς, που κοσμούν με την ενέργεια και την παρουσία τους την πόλη και από μικροαστική και επαρχιώτικη την καθιστούν μητρόπολη.

Ζητείται Ελπίς! Η τέχνη μπορεί να την δώσει; Όχι. Δεν είναι αυτός ο ρόλος της κι αν το έχει κάνει ποτέ στο παρελθόν οι ελπίδες αυτές αποδείχτηκαν πολύ σύντομα «φρούδες». Η τέχνη κατά τη γνώμη μου μπορεί να σε συγκλονίσει, να σε μαγέψει, να σε απογειώσει…… Η τέχνη  συμπληρώνει επικοινωνιακά το κενό που αφήνει η πραγματικότητα. Αν δεν υπήρχε θα τρελαινόμασταν. Είναι σαν τα όνειρα. Γι αυτό ανθεί σε περιόδους κρίσης.

Πρεμιέρα για το "Κόκκινο" του Τζόν Λόγκαν από 3 Δεκεμβρίου στο Θέατρο Δημήτρης Χόρν


Ο Ρόθκο είναι από τις παράνομες σχέσεις ανάμεσα στα άλογα του Πάολο Ουτσέλλο και τα νούφαρα του Κλωντ Μονέ πρέπει να γεννήθηκαν τα πιο καθαρόαιμα μονόχρωμα του Ρόθκο ή αλλιώς η απόλυτη ζωγραφική." Κάπως έτσι περιέγραψε ο Σταμάτης Φασουλής τον κορυφαίο ζωγράφο του 20ου αιώνα Μάρκ Ρόθκο, τον οποίο πρόκειται να υποδυθεί σε λίγες μέρες, σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε πριν από την πρεμιέρα του πολυβραβευμένου έργου του Τζόν Λόγκαν «Κόκκινο», στο οποίο υπογράφει και την σκηνοθεσία έχοντας στο πλάι του ένα από τους πλέον ταλαντούχους ηθοποιούς της νέας γενιάς, τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο. Το Theaterview ήταν εκεί!

 «Σαν ο χρόνος να έχει ένα πινέλο που συνεχίζει τον πίνακα»
 «Για μένα αυτό το έργο είναι μία μεγάλη στιγμή, δεν ήξερα ότι θα πάρει τέτοια τροπή όταν το πρωτοσυνάντησα, ήμουνα ανυποψίαστος τόσο για τον Ρόθκο όσο και για τον Λόγκαν. Πρόκειται για ένα έργο φρέσκο, αφού έκανα πρεμιέρα πέρυσι τέτοια εποχή, Σχεδόν δεν πρόλαβα να δω πόσο σπουδαίο είναι. Πρωτοπαρουσιάστηκε σ ένα θεατράκι 200 θέσεων στο Λονδίνο, δεν περίμενα ότι αυτό το έργο θα με στιγμάτιζε τόσο, θα στιγμάτιζε και όλο το χρόνο πηγαίνοντας αμέσως μετά στη Νέα Υόρκη και στην καρδιά του Μπροντγουέι, μία πρόζα με δύο άτομα το οποίο ήταν υποψήφιο για  7 βραβεία Tony και πήρε τα έξι. Αισθανόμουν ότι είναι ένα πράγμα που σπαρταράει, δεν ήξερα τον λόγο και σιγά σιγά πρόβα την πρόβα κατάλαβα το βάθος και τη σημασία του έργου. Η αφορμή είναι μία στιγμή του ζωγράφου Μαρκ Ρόθκο. Είναι ένας μεγάλος καλλιτέχνης που άνθισε την δεκαετία του 50- 60, ενώ ζωγράφιζε από το 40, αλλά άρχισε με το κίνημα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Σαν ο χρόνος να έχει ένα πινέλο που συνεχίζει τον πίνακα.
Αυτό που ονειρευόταν ο Ρόθκο, ο χρόνος να τον ολοκληρώσει, έτσι και έγινε. Τον ολοκλήρωσε ο χρόνος.  Τώρα ξαφνικά γίνεται ένας πρωταγωνιστής της δεκαετίας όσον αφορά τα εικαστικά. Αυτός ήταν ένας άνθρωπος που δούλευε με ωράρια τράπεζας. Τώρα να δουλεύεις με ωράρια τράπεζας για να μιλήσεις για το άλαλο, δεν είναι και εύκολο πράγμα. Ήταν πολύ αντιφατική παρουσία. Είναι και αυτό που βγαίνει πάνω στη σκηνή. Είναι ένας άνθρωπος αντιπαθέστατος, που είναι στιγμές που τον λατρεύεις. Είναι ένας άνθρωπος πάρα πολύ κακός, που ανακαλύπτεις ότι όλη αυτή η κακία είναι μία θωράκιση σχεδόν παιδικής ευαισθησίας. Έχει όλες τις αντιφάσεις που μπορεί να φανταστεί κανείς, όλα τα γοητευτικά και όλα τα απεχθή στοιχεία που μπορεί να έχει ένας μεγάλος καλλιτέχνης. Αλλά το έργο δεν σταματάει στην προσωπογραφία περισσότερο εμμένει και στις σχέσεις που έχει ο καλλιτέχνης με τον βοηθό, όπου εκεί βλέπουμε τις σχέσεις εξουσίας, σχέσεις ανθρώπινες, τι σημαίνει αγοράζω πουλάω, πουλιέμαι, ξεπουλιέμαι, τι σημαίνει εκφράζομαι, μέχρι που φτάνει το όριο της καλλιτεχνικής έκφρασης.

«Θα έρθει μια μέρα που το μαύρο θα καταπιεί το κόκκινο…»
«Το έργο μιλάει για πολύ απλά καθημερινά πράγματα. Για σχέσεις που διαμορφώνονται σημαδεμένες από το παρελθόν από μία καθημερινή μικρότητα. Όλα αυτά τα πράγματα. Έτσι έχουμε δημιουργήσει και την ζωή μας. Μεταξύ μεγάλου άλματος και κάτι μικροτήτων. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να το αποκτήσουμε και να το φέρουμε στην Ελλάδα η εταιρεία έδωσε τα τετραπλά χρήματα απ’ όσα δίνουμε συνήθως. Είναι ένα έργο πλημμυρισμένο από την μουσική που άρεσε στον Ρόθκο , γιατί άκουγε μουσική την ώρα που ζωγράφιζε μόνο Μότσαρτ και Σούμπερτ. Η μουσική ακολουθεί το έργο σχεδόν κινηματογραφικά επειδή ο Ρόθκο έτσι ζωγράφιζε έτσι εμπνεότανε, έτσι σκεφτότανε. Ακόμη και στους καβγάδες από κάτω υπάρχει μία μουσική που ο ίδιος έχει επιλέξει. Το κόκκινο προκύπτει από την έννοια του πάθους, της ελπίδας και της δημιουργίας, της γέννησης , του αίματος. Εκείνο που τρέμει θα ρθει η μέρα που το μαύρο θα καταπιεί το κόκκινο.»

«Με τον Οδυσσέα νομίζω ότι παίζω εγώ…»
«Είχα χρόνια να συνεργαστώ με έναν νέο ηθοποιό που να διαθέτει τέτοια δύναμη, τέτοιο βάθος, τέτοια ευστροφία και τέτοια ειλικρίνεια. Ίσως από τον καιρό που συνεργαζόταν μα τον Γιώργο Κιμούλη. Με τον Οδυσσέα έχω την αίσθηση πως δουλεύω με τον πιο φρέσκο ηθοποιό που έχει την πείρα, σχεδόν σαν την δική μου. Νομίζω ότι παίζω εγώ. Είναι πολύ σπουδαίο αυτό που κάνει. Εγώ τον θαυμάζω στη σκηνή, πολλές φορές σταματάω να παίζω  γιατί τον θαυμάζω. Ξέρω ότι θα είναι καλύτερος μου αλλά αυτό με χαροποιεί πολύ.»

Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος : «Είναι ένα έργο που μιλάει για μια ολόκληρη ζωή»
«Έχει δύο στοιχεία που κάνουν το έργο πολύ γοητευτικό. Έχει μία εκ πρώτης αντίφαση. Είναι ένα έργο που μιλάει για πολύ συγκεκριμένα πράγματα, χρησιμοποιεί ακόμα και πολύ συγκεκριμένους όρους, Καθότι το θέμα του είναι επιφανειακά τουλάχιστον η ζωγραφική και από την άλλη μεριά ,ενώ συμβαίνει αυτό , το έργο δεν μιλάει καθόλου γι αυτά, για τα οποία φαίνεται ότι μιλάει. Χρησιμοποιεί ένα συγκεκριμένο για να γίνει ένα πολύ γενικό. Ένα έργο που μιλάει κατά την γνώμη μου για σχεδόν ολόκληρη τη ζωή.
Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο, που υπάρχουν στιγμές που σχεδόν φιλοσοφεί και ταυτόχρονα με αυτό, έχουμε μία αφήγηση που σε μένα φαντάζει έως και αστυνομική. Δηλαδή έχουμε ένα έργο που από την πρώτη έως την πέμπτη σκηνή ακολουθεί μία   αφήγηση που καλπάζει και που είναι γεμάτη σασπένς και που συνεχώς θέλεις να δεις τι θα γίνει παρακάτω σαν σε αστυνομικό έργο με τόση ένταση που το θεωρώ εξαιρετικό προτέρημα και από την άλλη μεριά μπαίνει συνεχώς σε βάθος χωρίς να το επιδιώκει, συμβαίνει από μόνο του. Δηλαδή κάθε στοιχείο που σε πάει πιο μέσα ταυτόχρονα προχωράει και τη δράση μ έναν τρόπο σχεδόν αστυνομικό, ώστε να σου κρατάει το σασπένς και το ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία στιγμή όπου θα δοθεί η λύση. Αυτά τα δύο στοιχεία συναντώνται σε έργα του κλασσικού ρεπερτορίου. Ταυτόχρονα υπάρχουν δύο ήρωες που συνεχώς σου κρατούν το ενδιαφέρον και οι συγκρούσεις μεταξύ τους είναι τόσο δυνατές που πραγματικά, εγώ σαν ηθοποιός ξεχνιέμαι ώρες ώρες. Νομίζω ότι πραγματικά κάτι πρέπει να λυθεί επάνω στη σκηνή με τον Σταμάτη.
Για μένα είναι τεράστια τύχη η συνεργασία με τον Φασουλή, έχω όλο τον χρόνο δικό μου για να τον εκμεταλλευτώ. Είναι πολύ γενναιόδωρος και για μένα είναι πολύ συγκινητική η στιγμή.»