Pages

Πρεμιέρα για τον Θεό της Σφαγής στο Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη


«Φανέρωσέ μου την μάσκα που κρύβεις κάτω από την μάσκα που φοράς...»

Αυτό ακριβώς επιτυγχάνει ο «ελεήμων» θεός της σφαγής, της Γιασμίν Ρεζά, συνθλίβοντας κάθε αντίληψη περί δήθεν ηθικής προόδου στην κοινωνία ή στην ζούγκλα του 21ου αιώνα στο πλαίσιο ενός κοινωνικού δαρβινισμού, όπου υπερισχύει το δίκαιο του ισχυρότερου. Το αρχαιότερο δηλαδή δίκαιο, όπως λέει πιο κάτω ένας από τους ήρωες του έργου. «Εγώ πιστεύω στο θεό της σφαγής» , λέει κάποια στιγμή ο Αλέν , δικηγόρος στο επάγγελμα, σύζυγος της Ανέτ , νοικοκυράς που διαχειρίζεται παράλληλα και τα πλούτη του άντρα της και πατέρας ενός 11 χρονου παιδιού, του Φερδινάνδου, που δεν διστάζει να επιτεθεί με λοστό στον συνομήλικό του Μπρούνο , όταν ο δεύτερος αρνείται να τον αφήσει να γίνει μέλος της συμμορίας του. «Μέλος της συμμορίας του;» , αναφωνεί έκπληκτη η Βερονίκη, η μητέρα του, που είναι πολύ απασχολημένη με την συγγραφή ενός βιβλίου για την σφαγή στο Νταρφούρ, καθήμενη μαζί με τον σύζυγό της Μάικλ , στο σαλόνι του σπιτιού τους και προσπαθώντας από κοινού με τους γονείς του Φερδινάνδου να βρουν έναν τρόπο να εξομαλύνουν τις σχέσεις των παιδιών τους. Σε αυτό ακριβώς το σημείο συναντάμε κι εμείς τους τέσσερις πρωταγωνιστές της παράστασης, στην λαμπερή πρεμιέρα που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 16 Οκτωβρίου στο κατάμεστο θέατρο Κάτια Δανδουλάκη, με πρωταγωνιστές του Γιάννη Φέρτη – Αλέν, την Κατιάνα Μπαλανίκα – Ανέτ, την Κάτια Δανδουλάκη- Βερονίκη και τον Γιάννη Βούρο – Μάικλ, σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή.
Το σκηνικό λιτό. Ένα τραπέζι και δυο άσπροι δερμάτινοι καναπέδες. Δυο βάζα με κίτρινες τουλίπες, μαρτυρούν ήδη πολλά για τις προθέσεις πίσω από αυτή την επιφανειακά φιλική συνάντηση, καθώς το χρώμα των λουλουδιών παραπέμπει σημειολογικά στο χρώμα του μίσους που ελλοχεύει πίσω από την δήθεν ευγενικούς τόνους και τις φιλοφρονήσεις που ανταλλάσουν αρχικά οι δυο πλευρές. Του θήτη και του θύματος. Ή μήπως των θητών. Ή μήπως των θυμάτων. Ή μήπως της αδιαφορίας των γονιών . Ή μήπως της υποκρισίας της κοινωνίας. Ή μήπως και των δύο που τελικά αναμειγνύονται δημιουργώντας ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που είναι θέμα χρόνου να δυναμιτίσει τελικά την ατμόσφαιρα. Οι τέσσερις τους έχουν κάθε ευκαιρία να αποφύγουν την σύγκρουση όμως κάθε φορά επιλέγουν να επιστρέψουν στον τόπο του «εγκλήματος» και να υποκύψουν στα άγρια ένστικτά τους. Να φαγωθούν μεταξύ τους. Να τινάξουν από πάνω τους τον καθωσπρεπισμό και τις αβρότητες , να πετάξουν τον μανδύα της καλοσύνης και της κατανόησης , να ξεβάψουν το προσωπείο της δήθεν ήρεμης και ευτυχισμένης οικογενειακής ζωής να αναλωθούν σε ένα μαραθώνιο αποκαλύψεων και έναν καταιγισμό από καλά κρυμμένες αλήθειες που φέρνει στην φόρα το ποτό, θυμίζοντας τους χαρακτήρες του Έντουαρντ Άλμπυ στο «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γούλφ», με τις λεκτικές και ψυχολογικές επιθέσεις των ηρώων  να καταλήγουν σε μια συμβολική αιματοχυσία κατακλύζοντας την σκηνή με μια αίσθηση μηδενισμού, που κορυφώνεται επί σκηνής με ένα ρήγμα να χωρίζει οριστικά τις θέσεις των δυο ζευγαριών για τις αιτίες που γέννησαν την σύγκρουση μεταξύ των παιδιών τους.
Τα μυδραλιοβόλα των λεκτικών επιθέσεων έχουν πια σιγήσει όμως από τις κάνες τους εξακολουθεί να βγαίνει καπνός. Και οι τέσσερις βουβοί μετά την ολέθρια σύγκρουση τους, μοιάζουν με άσφαιρα όπλα μετά την σφαγή. Θήτες και θύματα οι ίδιοι. Θήτες γιατί ίσως το δήθεν της κοινωνίας που δημιούργησαν και την οποία εκπροσωπούν να υποκίνησε την βίαια έκρηξη των παιδιών τους. Και θύματα γιατί ίσως και η δική τους οργή είναι γέννημα της κοινωνίας που πιστά υπηρέτησαν και εξακολουθούν να υπηρετούν. Σε κάθε περίπτωση πάντως η Ρεζά απεικονίζει με μαεστρία την κλιμάκωση και την αποκλιμάκωση της έντασης μιας εκ πρώτης όψεως τυπικής συνάντησης δυο «πολιτισμένων» ζευγαριών που επιδιώκουν την συμφιλίωση των παιδιών τους. Έννοιες όπως εκείνες του πολιτισμού, του δικαίου, της οικογένειας, της βίας και της ηθικής μπαίνουν στο μικροσκόπιο της συγγραφέως και αναλύονται με εκπληκτική συνοχή κατά την διάρκεια μιας συζήτησης που εκτρέπεται από το πλαίσιο του «πολιτικά ορθού» σε μια μάχη μέχρις εσχάτων, έξοχα σκηνοθετημένης από τον Σταμάτη Φασουλή και με εξαιρετικές ερμηνείες από τέσσερις  βετεράνους ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου, όπου το κωμικό στοιχείο  γίνεται η σπίθα που βάζει φωτιά στο «φαίνεσθε» αποκαλύπτοντας το «είναι».

"Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού" - Συνέντευξη με τον Σπύρο Παπαδόπουλο



 «Η βία είναι διεθνής γλώσσα…»

Ένας τοίχος γεμάτος συνθήματα. Κι ύστερα στην θέση του μια οθόνη. Από μέσα της ξεπηδά ένα κλιπάκι. «Μα εγώ θα ζήσω μέσα στη μέρα. Θέλω τα χέρια να σηκώνω στον αέρα. Θέλω τον ήλιο και οξυγόνο κι αυτό το μέλλον με ελπίδα ν’ ανταμώνω, θέλω οξυγόνο, θέλω να ζήσω, θέλω να ζήσω…». Τα Κίτρινα Ποδήλατα «παίρνουν φόρα» και οι φωνές των Γιώργου και Αλέξανδρου Παντελιά, που υπογράφουν την μουσική επιμέλεια της παράστασης, ενώνονται με εκείνες των ηθοποιών. Η «Αντίστροφη Μέτρηση» προς τα γεγονότα, που ακολούθησαν τον Ιταλικό Μάη, εμπνέοντας τον Ντάριο Φο να γράψει την τρελή κωμωδία «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού», ξεκινά. Όσα θα δούμε να εκτυλίσσονται από 20 Οκτωβρίου στη σκηνή του Θεάτρου Αλέκος Αλεξανδράκης, γράφτηκαν 40 χρόνια πριν με αφορμή μια τρομοκρατική επίθεση στην Εθνική Τράπεζα του Μιλάνου. «Έτσι κι αλλιώς όμως η εντοπιότητα δεν έχει σημασία. Η βία είναι διεθνής γλώσσα και όσα διαδραματίζονται μοιάζουν να έχουν γραφτεί μόλις χθες…» μας λέει ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής Σπύρος Παπαδόπουλος.

«Η υπόθεση στηρίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός. Έχει να κάνει με την εκπαραθύρωση ενός αναρχικού που θεωρείται ύποπτος για κάποιες βομβιστικές επιθέσεις στο Μιλάνο. Η ιστορία του έργου ξεκινά μετά από αυτό το γεγονός. Ο κόσμος έχει ξεσηκωθεί και η κυβέρνηση προτιμάει να αποφύγει τις ευθύνες δείχνοντας ως υπαίτιους κάποιους αστυνομικούς. Από στιγμή σε στιγμή στην ασφάλεια περιμένουν την άφιξη ενός ανώτατου Ανακριτή από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, που θα ετυμηγορήσει  για την ενοχή τους». Κάπου εκεί συναντάμε τον ήρωα της ιστορίας και εμείς τον Σπύρο Παπαδόπουλο που μιλά για τον ρόλο του από το καμαρίνι της νέας του θεατρικής στέγης για τα επόμενα πέντε χρόνια: «Εγώ υποδύομαι έναν άκακο τρελό που τυχαίνει να ακούσει την υπόθεση και μεταμφιέζεται σε αυτόν που περιμένουν. «Είμαι ιστριομανικός» αναφέρει σε κάποιο σημείο ο ήρωας. Έτσι τον είδα κι εγώ. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που του αρέσει να παίζει θέατρο αλλά στους δρόμους. Κάνει την πλάκα του όντας όμως ιδιαζόντως ευφυής και βγάζοντας την γλώσσα στην κοινωνία και την πολιτική, τις οποίες αποδοκιμάζει για τον τρόπο που λειτουργούν. Αν κερδίσει το στοίχημα του να τους πείσει , θα τους κλείσει την ασφάλεια, λέει. Όχι επειδή είναι αριστερός αλλά επειδή είναι τρελός, όντας βέβαια και προοδευτικός χωρίς ωστόσο να το προτάσσει αυτό το Ντάριο Φό. Το γέλιο ξεκινά εκεί που αρχίζει η σύγκρουση των ρόλων και από την κόντρα που δημιουργεί η εικόνα ενός τρελού, που πείθει δυο από τους πιο άγριους μπάτσους ότι είναι ο ανώτατος ανακριτής». Το  έργο δεν είναι η πρώτη φορά που το παίζει: « Είχα ξαναπαίξει αυτό το έργο το 87 με τον Κιμούλη. Ο Γιώργος είχε κάνει τον τρελό και εγώ έκανα τον ρόλο του αστυνομικού. Ήταν ένας πολύ μικρός ρόλος αλλά εξαιρετικός από κει με είδε η Δήμητρα και ο Φασουλής και κάναμε αυτά που κάναμε στο θέατρο. Το  ξαναθυμήθηκα πριν 2-3 χρόνια. Το κατέβασα, το διάβασα και είδα ότι χρειαζόντουσαν κάποιες αλλαγές καθώς πολλά στοιχεία της μετάφρασης ήταν κάπως παλιά. Στο μεταξύ έγιναν και αυτά που έγιναν τα τελευταία χρόνια στα Εξάρχεια και νομίζω ότι πια είναι σαν να έχει γραφτεί χθες το βράδυ. Η αλήθεια είναι ότι μόχθησα πολύ πάνω στην απόδοση του κειμένου και μπορώ να πω ότι το έχω φέρει στα καθ ΄ ημάς χωρίς να έχω πειράξει το έργο. Είναι μια εξαιρετική κωμωδία του Ντάριο Φο και ένας λόγος που με προβλημάτισε το αν θα το κάνω ή όχι είναι ότι εγώ δεν ασχολούμαι εύκολα με το «γκροτέσκο» θέατρο και το έργο έχει αρκετά στοιχεία υπερβολής, γεγονός που θεώρησα τελικά πρόκληση». Δικαιωμένος από την καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία του προηγούμενου θεατρικού του εγχειρήματος, ο ίδιος έχει αποδείξει πια ότι το ένστικτό του για τα έργα τον οδηγεί σωστά. Και ο λόγος; «Δεν κάνω πονηρές σκέψεις. Κοιτάζω να επιλέξω ένα έργο που με αφορά ως ηθοποιό και όχι ως θιασάρχη και μετά να αφορά και τον κόσμο. Δεν κοιτάω το ταμείο. Αν έρθει και ποιος δεν το θέλει αλλά δεν αποφασίζω με γνώμονα αυτό. Επίσης μ’ αρέσει οι συνεργάτες μου να έχουν πολύ όρεξη για δουλειά και να κάνουν όχι πρόβα αλλά προπόνηση. Να φτύνουμε λίγο αίμα. Έτσι έχω βρεθεί με μια καταπληκτική παρέα, με την οποία έχουμε δουλέψει πάρα πολύ. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε από τον Μάιο, αναλύσαμε το έργο, το διαβάζαμε μελετώντας κάθε του λέξη και έτσι ωρίμασε μέσα μας όλο το καλοκαίρι αλλά επειδή είναι ένα «τρελό» έργο, δεν θα μπορούσε να γίνει με ηθοποιούς που θα ήταν απλώς καλοί. Ήθελε να χεις έναν «δαίμονα» μέσα σου…»  Υπάρχει θέμα προκατάληψης;: «Πιστεύω ότι ο καθένας θα το δει από την πλευρά του. Η αντιμετώπιση ωστόσο του Ντάριο Φό στο έργο ήταν πολύ έξυπνη γιατί δεν έκανε ένα πολιτικό έργο με σκοπό να διδάξει αλλά μια κωμωδία με την οποία γελάς πολύ, αλλά κάτι σου μένει στο τέλος. Δικός μου στόχος υπογράφοντας την σκηνοθεσία δεν ήταν ένας διαχωρισμός τύπου «οι καλοί πολίτες και οι κακοί μπάτσοι». Τέτοιες απλουστεύσεις μόνο κακό μπορεί να κάνουν και δεν έχουν θέση σε ανθρώπους σκεπτόμενους και δημοκράτες».
*Το τραγούδι «Αντίστροφη Μέτρηση» που ακούγεται στο τέλος γράφτηκε ειδικά για την παράσταση και θα συμπεριληφθεί στη νέα δουλειά των Κίτρινων Ποδηλάτων για τα 10 τους χρόνια.*

Σουίτα στο Πλάζα - Συνέντευξη με την Μίρκα Παπακωσταντίνου


Η Σουίτα στο Πλάζα συμβολίζει πάνω απ’ όλα τις ανθρώπινες σχέσεις!

Αθήνα, Νέα Υόρκη, Χόνγκ Κόνγκ. Τρείς διαφορετικές πόλεις. Τρία διαφορετικά ζευγάρια. Τρείς διαφορετικές ιστορίες για τις ανθρώπινες σχέσεις γεμάτες χιούμορ αλλά και μια βαθιά μοναξιά, ιδωμένες μέσα από την διεισδυτική ματιά του Νήλ Σάιμον στο έργο «Σουίτα στο Πλάζα» σε σκηνοθεσία, απόδοση και διασκευή Αλέξανδρου Ρήγα – Δημήτρη Αποστόλου, που ανοίγει την αυλαία του Θεάτρου Αθηνά από τις 15 Οκτωβρίου. Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου μιλά για την πρώτη της θεατρική συνεργασία με τον Αντώνη Καφετζόπουλο και την επιτυχημένη παράσταση που μετά την περιοδεία της σε διάφορες ελληνικές πόλεις έρχεται επιτέλους και στην Αθήνα.


Θα μας συστήσετε τις ηρωίδες που υποδύεστε;
Τόσο εγώ όσο και Αντώνης υποδυόμαστε τρία διαφορετικά πρόσωπα. Εγώ υποδύομαι τρεις διαφορετικές  γυναίκες. Η πρώτη, η Κάρεν, είναι μια γυναίκα, ο γάμος της οποίας περνά κρίση. Εκείνη προσπαθεί να θυμίσει στο άντρα της την επέτειο τους, εκείνος όμως φεύγει με μια ψιλή γυναίκα μικρότερη της. Έτσι η πρώτη ιστορία είναι κάπως γλυκόπικρη με πολλά κωμικά στοιχεία. Το δεύτερο ζευγάρι είναι πάρα πολύ κωμικό, γιατί αφορά σε ένα Αμερικανό ραδιοτηλεοπτικό αστέρα που έρχεται για λίγο στην Ελλάδα και θέλει να δει την παιδική του αγάπη, που είναι παντρεμένη στην Θήβα και έρχεται να τον δει για μισή ώρα στο Πλάζα, ρωτώντας τον μονάχα για τους αστέρες της σόου μπιζ που έχει συναντήσει στην ζωή του και πίνοντας ώσπου γίνεται λιώμα και η τρίτη γυναίκα είναι παντρεμένη και πάλι και την μέρα που παντρεύουν με τον άντρα της το παιδί τους, εκείνο κλείνεται στο μπάνιο και δεν λέει να βγει με τίποτα, προκαλώντας διάφορες φαρσικές καταστάσεις  που αγγίζουν τα όρια του τρελού.
Πως ήταν η θεατρική σας συνεύρεση με τον Αντώνη Καφετζόπουλο;
Με τον Αντώνη δεν κάναμε παρέα. Τον εκτιμούσα πάντα όμως και ήθελα, όπως και εκείνος να συνυπάρξω μαζί του στο σανίδι. Αυτός  ήταν και ο λόγος που είπαμε να κάνουμε αυτό το έργο. Ο Αντώνης έχει ένα απίστευτο βαθύ και ουσιαστικό χιούμορ , νοιάζεται πολύ για τους ανθρώπους και αυτό ήταν πολύ σημαντικό στην περιοδεία, που ουσιαστικά συζείς με τον άλλο και πρέπει να μπορείς να ακουμπάς επάνω του, γιατί είσαστε ουσιαστικά κάθε μέρα μαζί σε καταστάσεις που δεν είναι καθόλου εύκολες. Το λέω αυτό γιατί υπό άλλες συνθήκες δεν θα συζητούσα καν την περιοδεία.
Ποια από τις τρεις ηρωίδες σας πηγαίνει περισσότερο;
Μου αρέσουν και οι τρείς αλλά πιο πολύ μ’ αρέσει η  παντρεμένη από την Θήβα, την Μπέτυ Δαμάρκουρα Μουτάφη.  Εγώ δεν πίνω σταγόνα ποτό, όχι τώρα ποτέ. Είναι κάτι που δεν μ’ αρέσει. Αν μ’ άρεσε θα το έκανα και επειδή όταν δεν πίνεις μπορείς καλύτερα να παρατηρήσεις τους φίλους πως πίνουν και πως γίνονται είναι μια ηρωίδα που την κάνω πολύ κέφι.
 Τι μπορεί να κρύβει μια σουίτα στο Πλάζα;
Άπειρα πράγματα. Εδώ βέβαια είναι αρκετά διακωμωδημένα μέσα από τρεις διαφορετικές, αυτοτελής ιστορίες - εικόνες που συμβαίνουν, στην Αθήνα, στην Ν. Υόρκη και στο Χόνγκ Κόνγκ. Ο Σάιμον  είναι εξάλλου μάστορας της κωμωδίας και γνωρίζει σε βάθος τις ανθρώπινες σχέσεις χτίζοντας τις ιστορίες με χιούμορ αλλά και με μια μοναξιά στο βάθος. Όλες του οι σχέσεις είναι λίγο άνω τελεία. Έτσι η Σουίτα στο Πλάζα συμβολίζει τις ανθρώπινες σχέσεις, που χωρίζουν συναντιούνται, ακουμπάνε ο ένας στο άλλον, είναι αδιέξοδες αλλά όλα αυτά από την πολύ κωμική πλευρά με την παρέμβαση των Ρήγα – Αποστόλου.
Ποια είναι η άποψη σας για τον γάμο;
Εγώ είχα ένα ευτυχισμένο γάμο και ένα ευτυχισμένο διαζύγιο. Ακούγεται οξύμωρο αλλά μπορεί να κατανοήσει κανείς την ουσία του. Είναι κάτι που ούτε με τρόμαζε ποτέ, ούτε το παίρνω σαν κοινωνικό θεσμό. Μπορεί να είναι σαν πανηγύρι. Μπορεί να είναι πολλά πράγματα μαζί. Δεν καταλαβαίνω το να είναι κανείς είτε υπέρμαχος είτε πολέμιος. Αν θέλει κανείς το κάνει, αν όχι δεν το κάνει. Υπάρχει μια αντάρα γενικώς που είναι κουτή και από τη μια μεριά και από την άλλη.