Pages

Χώρα Προέλευσης - Συνάντηση με τον Σύλλα Τζουμέρκα

  Δύο παράλληλες ιστορίες μια «Χώρα Προέλευσης»!

Μια ταινία, 135 χώροι, 25 μισάωρες διαλογικές λήψεις με 10 ηθοποιούς και 3 παιδιά, έξι 20λεπτες αυτοσχεδιαστικές λήψεις της Αμαλίας Μουτούση σε τάξη με πραγματικούς μαθητές, 200’ κάμερα στο χέρι σε μια ημέρα, γυρίσματα σε πραγματικές διαδηλώσεις από το 2006 μέχρι το 2008. Με δυο λέξεις: «Χώρα Προέλευσης». Μετά την πορεία της σπουδαστικής του ταινίας «Τα μάτια που τρώνε» στο Φεστιβάλ των Καννών, ο Σύλλας Τζουμέρκας σκηνοθετεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του που προβλήθηκε στην εβδομάδα κριτικής του 67ου Διεθνούς Φεστιβάλ Βενετίας αποσπώντας τις καλύτερες κριτικές.  Η ιστορία μιας χώρας και μιας οικογένειας σε ελεύθερη πτώση και η συνύπαρξη τριών γενεών (της δεκαετίας του 50, της Μεταπολίτευσης και της νεότερης γενιάς) σε συγκρουσιακή τροχιά εκτυλίσσονται παράλληλα με φόντο μια ενδοοικογενειακή υιοθεσία, φωτίζοντας τα ψέματα, τις αυταπάτες, την τρομοκρατία και τις καλύτερες προθέσεις που μας έφεραν ως εδώ: «Εκείνο που μου έδωσε πολύ μεγάλη χαρά στο Φεστιβάλ ήταν ότι η καρδιά της ταινίας που είναι αυτή η σύνδεση ανάμεσα στην πολιτική και την οικογένεια ήταν κάτι που αναγνωρίστηκε σαν χαρακτηριστικό όχι μόνο της δικής μας χώρας…» λέει στην Metro o σκηνοθέτης λίγο πριν την πρεμιέρα της ταινίας από τις 21 Οκτωβρίου στις αίθουσες.

Πως αποφάσισες να κάνεις αυτή την ταινία και γιατί επέλεξες αυτόν τον τίτλο;
Ξεκινήσαμε με την Γιούλα Μπούνταλη που γράψαμε μαζί το σενάριο να μιλήσουμε για το τι σημαίνει ενηλικίωση στην Ελλάδα στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Θέλαμε να προσεγγίσουμε αυτό το θέμα και από την πλευρά την προσωπική και από την άποψη της πολιτικής. Μέσα από την ταινία μιλάμε για κάτι το οποίο θεωρούμε κεντρικό και είναι η σύγκρουση των γενεών της μεταπολίτευσης. Ο τίτλος της ταινίας υπήρχε από την αρχή. Ξεκινήσαμε από τον τίτλο. Θέλαμε να κάνουμε ένα οικογενειακό δράμα που να  έχει τον τίτλο «Χώρα Προέλευσης» συνδέοντας το οικογενειακό με το πολιτικό.
Πως γίνεται η σύνδεση αυτή οικογενειακού και πολιτικού στην ταινία;
Κεντρικό θέμα στην ταινία είναι η ομοιότητα μεταξύ των αποφάσεων που λαμβάνονται στην οικογένεια και εκείνων που λαμβάνονται στην πολιτική σκηνή. Η ταινία εστιάζει στο τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται αυτές οι αποφάσεις. Με ποιες αρχές, με ποια λάθη, με ποια γνώση του δίκαιου και του άδικου. Μεγάλη σημασία για μας έχει το σημείο όπου οι ήρωες τόσο στην πολιτική όσο και στην οικογένεια δεν ξέρουν ποιο είναι το σωστό και ποιο είναι το λάθος. Ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναγκάζονται να πάρουν αποφάσεις. Αυτό είναι μια δύσκολη στιγμή.

Θα ήθελες να μας ξεναγήσεις στα ψυχολογικά τοπία των ηρώων σου;
Οι ήρωες είναι κατ αρχάς μεσαίοι προς τα κάτω και μεσαίοι προς τα πάνω. Έτσι συναντάμε ανθρώπους καθημερινούς όπως έναν καθηγητή Πανεπιστημίου, μια δασκάλα, μια γυναίκα που είναι άνεργη και ανύπαντρη μητέρα, μια νοσοκόμα. Η γκάμα των ηρώων ανήκει δηλαδή στην μικροαστική τάξη, που είναι εκείνη στην οποία ανήκω και εγώ και γνωρίζω καλά. Από κει και πέρα όλοι οι ήρωες της ταινίας αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των αποφάσεών και των πράξεών τους και μέσα σε αυτό τον αγώνα εκφράζεται η ανάγκη τους για αγάπη , για ελευθερία, δύναμη , ανεξαρτησία.
Ανήκοντας ο ίδιος ηλικιακά στην νεότερη γενιά, από αυτές που παρουσιάζονται στην ταινία, ποια είναι τα δικά σου βιώματα από τη μεταπολίτευση;
Γεννήθηκα το 1978. Μεγάλωσα μέσα σε αυτό που ονομάζουμε μεταπολίτευση, με τις αρχές της, τα σχολεία της, τις κομματκές συγκεντρώσεις, όλα αυτά. Και είδα, κι εγώ όπως και όλοι οι συνομήλικοι μου, μέσα στις οικογένειες τη σύγκρουση ανάμεσα στη γενιά του ’50 και αυτή που την ακολούθησε παίρνοντας την εξουσία.

Μεσολάβησε ωστόσο και μια περίοδος ενηλικίωσης ώστε να μπορεί αυτή η γενιά να συνειδητοποιήσει ορισμένα πράγματα.
Ναι αυτό ισχύει και αυτό συμβαίνει και στους νεότερους ήρωες της ταινίας, που ενσαρκώνουν ο Χρήστος Πασσαλής, ο Θάνος Σαμαράς και η Γιούλα Μπούνταλη και τους οποίους βλέπουμε στο παρόν, σε μια ηλικία πάνω από 20 , όπου πλέον όλα τα μυστικά και τα ψέματα της οικογένειας, είναι ανοιχτά. Τα γνωρίζουν όλα και έρχονται αντιμέτωποι με αυτά. Με την ενηλικίωση δηλαδή φτάνουν σε ένα σημείο όπου συνειδητοποιούν πια και την υποκρισία και το ψέμα και την ακυριολεξία και το λάθος. Όλα αυτά όμως έτσι όπως είναι μπλεγμένα με την αγάπη μαζί, είναι ένας δύσκολος κόμπος και αυτόν καλούνται να λύσουν οι νέοι ήρωες της ταινίας.
Τελικά τι συμπεράσματα βγαίνουν για εκείνη την εποχή; Τι ήταν η  μεταπολίτευση;
Δεν νομίζω ότι μπορείς να πεις με μια λέξη ήταν εκείνο ή το άλλο. Γιατί έτσι και αδικείς και αγνοείς τις καλύτερες προθέσεις – αν υπήρχαν. Τα σφάλματα της μεταπολίτευσης εκτίθενται μέσα στην ταινία δίνοντας έτσι και στον θεατή ένα εργαλείο για να σκεφτεί τι έγινε όλα αυτά τα χρόνια.
Έχεις δηλώσει ότι η δική μας γενιά δεν είναι κακομαθημένη. Πιστεύεις πως είναι θυμωμένη;
Εμένα δεν μου αρέσει ούτε το κακομαθημένη , ούτε το θυμωμένη. Πιστεύω ότι και τα δυο κρύβουν από πίσω μια προσπάθεια ελέγχου της νεότερης γενιάς, να παρουσιάζεται απλά ως μια γενιά κακομαθημένων παιδιών που έφαγε με χρυσά κουτάλια, χωρίς βέβαια να αναφέρει κανείς ότι αυτά τα χρυσά κουτάλια, που δεν τα διάλεξε, αλλά της τα φέρανε, τα πληρώνει τώρα η ίδια με αίμα. Από την άλλη το να λες πως είναι θυμωμένη σημαίνει ότι λες πως είναι μια γενιά μουγκή και άναρθρη, το οποίο επίσης δεν συμβαίνει γιατί είναι μια γενιά που ζει εδώ, αρθρώνει λόγο, φτιάχνει έργα, δουλεύει και είναι με κάθε τρόπο – θέλοντας και μη – μέρος του παρόντος. Επομένως πιστεύω ότι και τα δυο είναι στην πραγματικότητα σχηματοποιήσεις εκ του πονηρού.


Πρεμιέρα για τον Θεό της Σφαγής στο Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη


«Φανέρωσέ μου την μάσκα που κρύβεις κάτω από την μάσκα που φοράς...»

Αυτό ακριβώς επιτυγχάνει ο «ελεήμων» θεός της σφαγής, της Γιασμίν Ρεζά, συνθλίβοντας κάθε αντίληψη περί δήθεν ηθικής προόδου στην κοινωνία ή στην ζούγκλα του 21ου αιώνα στο πλαίσιο ενός κοινωνικού δαρβινισμού, όπου υπερισχύει το δίκαιο του ισχυρότερου. Το αρχαιότερο δηλαδή δίκαιο, όπως λέει πιο κάτω ένας από τους ήρωες του έργου. «Εγώ πιστεύω στο θεό της σφαγής» , λέει κάποια στιγμή ο Αλέν , δικηγόρος στο επάγγελμα, σύζυγος της Ανέτ , νοικοκυράς που διαχειρίζεται παράλληλα και τα πλούτη του άντρα της και πατέρας ενός 11 χρονου παιδιού, του Φερδινάνδου, που δεν διστάζει να επιτεθεί με λοστό στον συνομήλικό του Μπρούνο , όταν ο δεύτερος αρνείται να τον αφήσει να γίνει μέλος της συμμορίας του. «Μέλος της συμμορίας του;» , αναφωνεί έκπληκτη η Βερονίκη, η μητέρα του, που είναι πολύ απασχολημένη με την συγγραφή ενός βιβλίου για την σφαγή στο Νταρφούρ, καθήμενη μαζί με τον σύζυγό της Μάικλ , στο σαλόνι του σπιτιού τους και προσπαθώντας από κοινού με τους γονείς του Φερδινάνδου να βρουν έναν τρόπο να εξομαλύνουν τις σχέσεις των παιδιών τους. Σε αυτό ακριβώς το σημείο συναντάμε κι εμείς τους τέσσερις πρωταγωνιστές της παράστασης, στην λαμπερή πρεμιέρα που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 16 Οκτωβρίου στο κατάμεστο θέατρο Κάτια Δανδουλάκη, με πρωταγωνιστές του Γιάννη Φέρτη – Αλέν, την Κατιάνα Μπαλανίκα – Ανέτ, την Κάτια Δανδουλάκη- Βερονίκη και τον Γιάννη Βούρο – Μάικλ, σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή.
Το σκηνικό λιτό. Ένα τραπέζι και δυο άσπροι δερμάτινοι καναπέδες. Δυο βάζα με κίτρινες τουλίπες, μαρτυρούν ήδη πολλά για τις προθέσεις πίσω από αυτή την επιφανειακά φιλική συνάντηση, καθώς το χρώμα των λουλουδιών παραπέμπει σημειολογικά στο χρώμα του μίσους που ελλοχεύει πίσω από την δήθεν ευγενικούς τόνους και τις φιλοφρονήσεις που ανταλλάσουν αρχικά οι δυο πλευρές. Του θήτη και του θύματος. Ή μήπως των θητών. Ή μήπως των θυμάτων. Ή μήπως της αδιαφορίας των γονιών . Ή μήπως της υποκρισίας της κοινωνίας. Ή μήπως και των δύο που τελικά αναμειγνύονται δημιουργώντας ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που είναι θέμα χρόνου να δυναμιτίσει τελικά την ατμόσφαιρα. Οι τέσσερις τους έχουν κάθε ευκαιρία να αποφύγουν την σύγκρουση όμως κάθε φορά επιλέγουν να επιστρέψουν στον τόπο του «εγκλήματος» και να υποκύψουν στα άγρια ένστικτά τους. Να φαγωθούν μεταξύ τους. Να τινάξουν από πάνω τους τον καθωσπρεπισμό και τις αβρότητες , να πετάξουν τον μανδύα της καλοσύνης και της κατανόησης , να ξεβάψουν το προσωπείο της δήθεν ήρεμης και ευτυχισμένης οικογενειακής ζωής να αναλωθούν σε ένα μαραθώνιο αποκαλύψεων και έναν καταιγισμό από καλά κρυμμένες αλήθειες που φέρνει στην φόρα το ποτό, θυμίζοντας τους χαρακτήρες του Έντουαρντ Άλμπυ στο «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γούλφ», με τις λεκτικές και ψυχολογικές επιθέσεις των ηρώων  να καταλήγουν σε μια συμβολική αιματοχυσία κατακλύζοντας την σκηνή με μια αίσθηση μηδενισμού, που κορυφώνεται επί σκηνής με ένα ρήγμα να χωρίζει οριστικά τις θέσεις των δυο ζευγαριών για τις αιτίες που γέννησαν την σύγκρουση μεταξύ των παιδιών τους.
Τα μυδραλιοβόλα των λεκτικών επιθέσεων έχουν πια σιγήσει όμως από τις κάνες τους εξακολουθεί να βγαίνει καπνός. Και οι τέσσερις βουβοί μετά την ολέθρια σύγκρουση τους, μοιάζουν με άσφαιρα όπλα μετά την σφαγή. Θήτες και θύματα οι ίδιοι. Θήτες γιατί ίσως το δήθεν της κοινωνίας που δημιούργησαν και την οποία εκπροσωπούν να υποκίνησε την βίαια έκρηξη των παιδιών τους. Και θύματα γιατί ίσως και η δική τους οργή είναι γέννημα της κοινωνίας που πιστά υπηρέτησαν και εξακολουθούν να υπηρετούν. Σε κάθε περίπτωση πάντως η Ρεζά απεικονίζει με μαεστρία την κλιμάκωση και την αποκλιμάκωση της έντασης μιας εκ πρώτης όψεως τυπικής συνάντησης δυο «πολιτισμένων» ζευγαριών που επιδιώκουν την συμφιλίωση των παιδιών τους. Έννοιες όπως εκείνες του πολιτισμού, του δικαίου, της οικογένειας, της βίας και της ηθικής μπαίνουν στο μικροσκόπιο της συγγραφέως και αναλύονται με εκπληκτική συνοχή κατά την διάρκεια μιας συζήτησης που εκτρέπεται από το πλαίσιο του «πολιτικά ορθού» σε μια μάχη μέχρις εσχάτων, έξοχα σκηνοθετημένης από τον Σταμάτη Φασουλή και με εξαιρετικές ερμηνείες από τέσσερις  βετεράνους ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου, όπου το κωμικό στοιχείο  γίνεται η σπίθα που βάζει φωτιά στο «φαίνεσθε» αποκαλύπτοντας το «είναι».

"Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού" - Συνέντευξη με τον Σπύρο Παπαδόπουλο



 «Η βία είναι διεθνής γλώσσα…»

Ένας τοίχος γεμάτος συνθήματα. Κι ύστερα στην θέση του μια οθόνη. Από μέσα της ξεπηδά ένα κλιπάκι. «Μα εγώ θα ζήσω μέσα στη μέρα. Θέλω τα χέρια να σηκώνω στον αέρα. Θέλω τον ήλιο και οξυγόνο κι αυτό το μέλλον με ελπίδα ν’ ανταμώνω, θέλω οξυγόνο, θέλω να ζήσω, θέλω να ζήσω…». Τα Κίτρινα Ποδήλατα «παίρνουν φόρα» και οι φωνές των Γιώργου και Αλέξανδρου Παντελιά, που υπογράφουν την μουσική επιμέλεια της παράστασης, ενώνονται με εκείνες των ηθοποιών. Η «Αντίστροφη Μέτρηση» προς τα γεγονότα, που ακολούθησαν τον Ιταλικό Μάη, εμπνέοντας τον Ντάριο Φο να γράψει την τρελή κωμωδία «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού», ξεκινά. Όσα θα δούμε να εκτυλίσσονται από 20 Οκτωβρίου στη σκηνή του Θεάτρου Αλέκος Αλεξανδράκης, γράφτηκαν 40 χρόνια πριν με αφορμή μια τρομοκρατική επίθεση στην Εθνική Τράπεζα του Μιλάνου. «Έτσι κι αλλιώς όμως η εντοπιότητα δεν έχει σημασία. Η βία είναι διεθνής γλώσσα και όσα διαδραματίζονται μοιάζουν να έχουν γραφτεί μόλις χθες…» μας λέει ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής Σπύρος Παπαδόπουλος.

«Η υπόθεση στηρίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός. Έχει να κάνει με την εκπαραθύρωση ενός αναρχικού που θεωρείται ύποπτος για κάποιες βομβιστικές επιθέσεις στο Μιλάνο. Η ιστορία του έργου ξεκινά μετά από αυτό το γεγονός. Ο κόσμος έχει ξεσηκωθεί και η κυβέρνηση προτιμάει να αποφύγει τις ευθύνες δείχνοντας ως υπαίτιους κάποιους αστυνομικούς. Από στιγμή σε στιγμή στην ασφάλεια περιμένουν την άφιξη ενός ανώτατου Ανακριτή από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, που θα ετυμηγορήσει  για την ενοχή τους». Κάπου εκεί συναντάμε τον ήρωα της ιστορίας και εμείς τον Σπύρο Παπαδόπουλο που μιλά για τον ρόλο του από το καμαρίνι της νέας του θεατρικής στέγης για τα επόμενα πέντε χρόνια: «Εγώ υποδύομαι έναν άκακο τρελό που τυχαίνει να ακούσει την υπόθεση και μεταμφιέζεται σε αυτόν που περιμένουν. «Είμαι ιστριομανικός» αναφέρει σε κάποιο σημείο ο ήρωας. Έτσι τον είδα κι εγώ. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που του αρέσει να παίζει θέατρο αλλά στους δρόμους. Κάνει την πλάκα του όντας όμως ιδιαζόντως ευφυής και βγάζοντας την γλώσσα στην κοινωνία και την πολιτική, τις οποίες αποδοκιμάζει για τον τρόπο που λειτουργούν. Αν κερδίσει το στοίχημα του να τους πείσει , θα τους κλείσει την ασφάλεια, λέει. Όχι επειδή είναι αριστερός αλλά επειδή είναι τρελός, όντας βέβαια και προοδευτικός χωρίς ωστόσο να το προτάσσει αυτό το Ντάριο Φό. Το γέλιο ξεκινά εκεί που αρχίζει η σύγκρουση των ρόλων και από την κόντρα που δημιουργεί η εικόνα ενός τρελού, που πείθει δυο από τους πιο άγριους μπάτσους ότι είναι ο ανώτατος ανακριτής». Το  έργο δεν είναι η πρώτη φορά που το παίζει: « Είχα ξαναπαίξει αυτό το έργο το 87 με τον Κιμούλη. Ο Γιώργος είχε κάνει τον τρελό και εγώ έκανα τον ρόλο του αστυνομικού. Ήταν ένας πολύ μικρός ρόλος αλλά εξαιρετικός από κει με είδε η Δήμητρα και ο Φασουλής και κάναμε αυτά που κάναμε στο θέατρο. Το  ξαναθυμήθηκα πριν 2-3 χρόνια. Το κατέβασα, το διάβασα και είδα ότι χρειαζόντουσαν κάποιες αλλαγές καθώς πολλά στοιχεία της μετάφρασης ήταν κάπως παλιά. Στο μεταξύ έγιναν και αυτά που έγιναν τα τελευταία χρόνια στα Εξάρχεια και νομίζω ότι πια είναι σαν να έχει γραφτεί χθες το βράδυ. Η αλήθεια είναι ότι μόχθησα πολύ πάνω στην απόδοση του κειμένου και μπορώ να πω ότι το έχω φέρει στα καθ ΄ ημάς χωρίς να έχω πειράξει το έργο. Είναι μια εξαιρετική κωμωδία του Ντάριο Φο και ένας λόγος που με προβλημάτισε το αν θα το κάνω ή όχι είναι ότι εγώ δεν ασχολούμαι εύκολα με το «γκροτέσκο» θέατρο και το έργο έχει αρκετά στοιχεία υπερβολής, γεγονός που θεώρησα τελικά πρόκληση». Δικαιωμένος από την καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία του προηγούμενου θεατρικού του εγχειρήματος, ο ίδιος έχει αποδείξει πια ότι το ένστικτό του για τα έργα τον οδηγεί σωστά. Και ο λόγος; «Δεν κάνω πονηρές σκέψεις. Κοιτάζω να επιλέξω ένα έργο που με αφορά ως ηθοποιό και όχι ως θιασάρχη και μετά να αφορά και τον κόσμο. Δεν κοιτάω το ταμείο. Αν έρθει και ποιος δεν το θέλει αλλά δεν αποφασίζω με γνώμονα αυτό. Επίσης μ’ αρέσει οι συνεργάτες μου να έχουν πολύ όρεξη για δουλειά και να κάνουν όχι πρόβα αλλά προπόνηση. Να φτύνουμε λίγο αίμα. Έτσι έχω βρεθεί με μια καταπληκτική παρέα, με την οποία έχουμε δουλέψει πάρα πολύ. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε από τον Μάιο, αναλύσαμε το έργο, το διαβάζαμε μελετώντας κάθε του λέξη και έτσι ωρίμασε μέσα μας όλο το καλοκαίρι αλλά επειδή είναι ένα «τρελό» έργο, δεν θα μπορούσε να γίνει με ηθοποιούς που θα ήταν απλώς καλοί. Ήθελε να χεις έναν «δαίμονα» μέσα σου…»  Υπάρχει θέμα προκατάληψης;: «Πιστεύω ότι ο καθένας θα το δει από την πλευρά του. Η αντιμετώπιση ωστόσο του Ντάριο Φό στο έργο ήταν πολύ έξυπνη γιατί δεν έκανε ένα πολιτικό έργο με σκοπό να διδάξει αλλά μια κωμωδία με την οποία γελάς πολύ, αλλά κάτι σου μένει στο τέλος. Δικός μου στόχος υπογράφοντας την σκηνοθεσία δεν ήταν ένας διαχωρισμός τύπου «οι καλοί πολίτες και οι κακοί μπάτσοι». Τέτοιες απλουστεύσεις μόνο κακό μπορεί να κάνουν και δεν έχουν θέση σε ανθρώπους σκεπτόμενους και δημοκράτες».
*Το τραγούδι «Αντίστροφη Μέτρηση» που ακούγεται στο τέλος γράφτηκε ειδικά για την παράσταση και θα συμπεριληφθεί στη νέα δουλειά των Κίτρινων Ποδηλάτων για τα 10 τους χρόνια.*

Σουίτα στο Πλάζα - Συνέντευξη με την Μίρκα Παπακωσταντίνου


Η Σουίτα στο Πλάζα συμβολίζει πάνω απ’ όλα τις ανθρώπινες σχέσεις!

Αθήνα, Νέα Υόρκη, Χόνγκ Κόνγκ. Τρείς διαφορετικές πόλεις. Τρία διαφορετικά ζευγάρια. Τρείς διαφορετικές ιστορίες για τις ανθρώπινες σχέσεις γεμάτες χιούμορ αλλά και μια βαθιά μοναξιά, ιδωμένες μέσα από την διεισδυτική ματιά του Νήλ Σάιμον στο έργο «Σουίτα στο Πλάζα» σε σκηνοθεσία, απόδοση και διασκευή Αλέξανδρου Ρήγα – Δημήτρη Αποστόλου, που ανοίγει την αυλαία του Θεάτρου Αθηνά από τις 15 Οκτωβρίου. Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου μιλά για την πρώτη της θεατρική συνεργασία με τον Αντώνη Καφετζόπουλο και την επιτυχημένη παράσταση που μετά την περιοδεία της σε διάφορες ελληνικές πόλεις έρχεται επιτέλους και στην Αθήνα.


Θα μας συστήσετε τις ηρωίδες που υποδύεστε;
Τόσο εγώ όσο και Αντώνης υποδυόμαστε τρία διαφορετικά πρόσωπα. Εγώ υποδύομαι τρεις διαφορετικές  γυναίκες. Η πρώτη, η Κάρεν, είναι μια γυναίκα, ο γάμος της οποίας περνά κρίση. Εκείνη προσπαθεί να θυμίσει στο άντρα της την επέτειο τους, εκείνος όμως φεύγει με μια ψιλή γυναίκα μικρότερη της. Έτσι η πρώτη ιστορία είναι κάπως γλυκόπικρη με πολλά κωμικά στοιχεία. Το δεύτερο ζευγάρι είναι πάρα πολύ κωμικό, γιατί αφορά σε ένα Αμερικανό ραδιοτηλεοπτικό αστέρα που έρχεται για λίγο στην Ελλάδα και θέλει να δει την παιδική του αγάπη, που είναι παντρεμένη στην Θήβα και έρχεται να τον δει για μισή ώρα στο Πλάζα, ρωτώντας τον μονάχα για τους αστέρες της σόου μπιζ που έχει συναντήσει στην ζωή του και πίνοντας ώσπου γίνεται λιώμα και η τρίτη γυναίκα είναι παντρεμένη και πάλι και την μέρα που παντρεύουν με τον άντρα της το παιδί τους, εκείνο κλείνεται στο μπάνιο και δεν λέει να βγει με τίποτα, προκαλώντας διάφορες φαρσικές καταστάσεις  που αγγίζουν τα όρια του τρελού.
Πως ήταν η θεατρική σας συνεύρεση με τον Αντώνη Καφετζόπουλο;
Με τον Αντώνη δεν κάναμε παρέα. Τον εκτιμούσα πάντα όμως και ήθελα, όπως και εκείνος να συνυπάρξω μαζί του στο σανίδι. Αυτός  ήταν και ο λόγος που είπαμε να κάνουμε αυτό το έργο. Ο Αντώνης έχει ένα απίστευτο βαθύ και ουσιαστικό χιούμορ , νοιάζεται πολύ για τους ανθρώπους και αυτό ήταν πολύ σημαντικό στην περιοδεία, που ουσιαστικά συζείς με τον άλλο και πρέπει να μπορείς να ακουμπάς επάνω του, γιατί είσαστε ουσιαστικά κάθε μέρα μαζί σε καταστάσεις που δεν είναι καθόλου εύκολες. Το λέω αυτό γιατί υπό άλλες συνθήκες δεν θα συζητούσα καν την περιοδεία.
Ποια από τις τρεις ηρωίδες σας πηγαίνει περισσότερο;
Μου αρέσουν και οι τρείς αλλά πιο πολύ μ’ αρέσει η  παντρεμένη από την Θήβα, την Μπέτυ Δαμάρκουρα Μουτάφη.  Εγώ δεν πίνω σταγόνα ποτό, όχι τώρα ποτέ. Είναι κάτι που δεν μ’ αρέσει. Αν μ’ άρεσε θα το έκανα και επειδή όταν δεν πίνεις μπορείς καλύτερα να παρατηρήσεις τους φίλους πως πίνουν και πως γίνονται είναι μια ηρωίδα που την κάνω πολύ κέφι.
 Τι μπορεί να κρύβει μια σουίτα στο Πλάζα;
Άπειρα πράγματα. Εδώ βέβαια είναι αρκετά διακωμωδημένα μέσα από τρεις διαφορετικές, αυτοτελής ιστορίες - εικόνες που συμβαίνουν, στην Αθήνα, στην Ν. Υόρκη και στο Χόνγκ Κόνγκ. Ο Σάιμον  είναι εξάλλου μάστορας της κωμωδίας και γνωρίζει σε βάθος τις ανθρώπινες σχέσεις χτίζοντας τις ιστορίες με χιούμορ αλλά και με μια μοναξιά στο βάθος. Όλες του οι σχέσεις είναι λίγο άνω τελεία. Έτσι η Σουίτα στο Πλάζα συμβολίζει τις ανθρώπινες σχέσεις, που χωρίζουν συναντιούνται, ακουμπάνε ο ένας στο άλλον, είναι αδιέξοδες αλλά όλα αυτά από την πολύ κωμική πλευρά με την παρέμβαση των Ρήγα – Αποστόλου.
Ποια είναι η άποψη σας για τον γάμο;
Εγώ είχα ένα ευτυχισμένο γάμο και ένα ευτυχισμένο διαζύγιο. Ακούγεται οξύμωρο αλλά μπορεί να κατανοήσει κανείς την ουσία του. Είναι κάτι που ούτε με τρόμαζε ποτέ, ούτε το παίρνω σαν κοινωνικό θεσμό. Μπορεί να είναι σαν πανηγύρι. Μπορεί να είναι πολλά πράγματα μαζί. Δεν καταλαβαίνω το να είναι κανείς είτε υπέρμαχος είτε πολέμιος. Αν θέλει κανείς το κάνει, αν όχι δεν το κάνει. Υπάρχει μια αντάρα γενικώς που είναι κουτή και από τη μια μεριά και από την άλλη.


"Ράους" - Συνέντευξη με τους Ρέππα - Παπαθανασίου


Μιχάλης Ρέππας: «Το «έξω» μπορεί να απευθύνεται σε όλους…» 

Με την ελληνική σημαία τυλιγμένη γύρω της και με σηκωμένο το ένα της χέρι αυτή η Αφροδίτη της Μήλου δείχνει την έξοδο στα γερμανικά φωνάζοντας «Ράους» (=έξω) από τις 15 Οκτωβρίου στη σκηνή του Θεάτρου Πειραιώς 131. Έξω από πού και σε ποιούς απευθύνεται; Ο καθένας μπορεί να κάνει τους δικούς του συνειρμούς, μας λέει το επιτυχημένο συγγραφικό δίδυμο των Ρέππα -  Παπαθανασίου μιλώντας για την νέα τους επίκαιρη και βαθύτερα σκληρή κωμωδία με πολιτική διάσταση, πρωταγωνιστές τρεις μικροαστούς κληρονόμους ενός νεοκλασικού κτιρίου (Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, Ελένη Γερασιμίδου, Άβα Γαλανοπούλου) και αιχμή έναν διεφθαρμένο τρόπο συναλλαγής, ικανό να παρουσιάσει έναν οίκο ανοχής σαν πολιτιστικό κέντρο παίρνοντας επιδότηση από την Ευρώπη αλλά χωρίς να υπολογίζει τον αυστηρό Γερμανό επίτροπο που καταφθάνει να ελέγξει…

Η Αφροδίτη της Μήλου σηκώνει το χέρι της και δείχνει την έξοδο.  Από πού και σε ποιους; 
Μ.Ρ. Ο καθένας μπορεί να κάνει τις δικές του παραπομπές και τις δικές του προβολές. Για εμάς είναι προφανέστατη η αφορμή που χρησιμοποιήσαμε το άγαλμα και αυτή ήταν το δημοσίευμα του Γερμανικού περιοδικού με την συγκεκριμένη χειρονομία. Εμείς διαλέξαμε μια άλλη χειρονομία του τύπου «ουστ από δω» το οποίο λέει η Αφροδίτη σε κάποιους. Μπορεί να απευθύνεται στους Γερμανούς, στους Έλληνες ή και στους δυο αν υποθέσουμε ότι η θεά Αφροδίτη είναι τόσο αθώα από κάθε διαπλοκή και απλά κάποια στιγμή φρικάρει και λέει «έξω». Μπορεί να το χει πει και σε όλους.
Μιας και το θέμα αφορά στην διαφθορά στον τρόπο συναλλαγής. Πιστεύεται ότι τα χρήματα «τα φάγαμε» ή «τα φάγανε»;
Μ.Ρ. Ο τρόπος που το είπε ο  Πάγκαλος είναι λίγο προκλητικός. Σαφώς υπάρχει συνενοχή και συμμετοχή όλων μας. Ακόμα και αυτών που δεχτήκαμε παθητικά την κατάσταση επί τριάντα χρόνια, γιατί δεν το θέμα αυτό δεν είναι στιγμιαίο, έχει διάρκεια και μάλιστα μεγάλη. Ακόμα και αυτοί που δεχτήκαμε παθητικά να λαδώσουμε για να πάρουμε δίπλωμα, για να μας κάνουν μια σύνδεση στην ΔΕΗ, είμαστε συνένοχοι. Δεν μπορεί όμως να είμαστε στον ίδιο βαθμό. Δεν μπορεί κάποιοι πολιτικοί που απέκτησαν πανάκριβα σπίτια σε ακριβές περιοχές των Αθηνών, περιουσίες, οφσόρ, να θεωρηθούν εξίσου συνένοχοι με κάποιον που έδωσε 100 ευρώ για να πάρει δίπλωμα οδήγησης.
Θ. Π. Κατά την γνώμη μου ο Πάγκαλος εννοούσε και εκείνους  που διοριζόντουσαν.  Αλλά αυτό δεν είναι ευθύνη μόνο αυτού που διορίζεται, είναι και αυτού που τον διορίζει και το αντίστροφο φυσικά. Σε αυτό το βαθμό είναι συνένοχοι. Δεν είναι όμως το ίδιο πράγμα. Από την άλλη βέβαια δεν μπορούμε να λέμε ότι αυτοί φταίνε για όλα και εμείς καθόλου. Σίγουρα εμείς του βγάζαμε. Δεν ήταν φορετοί από την Γερμανία, όπως είχε έρθει ο Όθωνας.
Ζούμε το τέρμα ή το τέλμα της μεταπολίτευσης;
Μ.Ρ Ευχόμαστε να είναι το τέρμα αυτής της περιόδου που ξεκίνησε με πάρα πολύ παχιά λόγια και έμεινε μόνο στα λόγια, τα οποία αποδείχτηκαν πάρα πολύ μεγάλα ψέματα και αυτός ο λαϊκισμός, της δήθεν συλλογικότητας και της δήθεν μέριμνας για τους αδύνατους που στην ουσία κάλυψε πολύ χειρότερη αδηφαγία , απ’ ό,τι ακόμα και σε δικτατορικά καθεστώτα της πατρίδας μας.
Τα νέα μέτρα μπορούν να μας βγάλουν από το τούνελ της οικονομικής κρίσης;
Μ.Ρ Κανείς δεν μπορεί να μας βγάλει. Μόνοι μας μπορούμε να βγούμε αν θέλουμε. Δεν μπορεί να μας βγάλει κάτι. Εάν οι Έλληνες δεν θελήσουν να ελέγξουν έστω ένα κομμάτι της συμπεριφοράς τους , δεν πρόκειται κανενός είδους μέτρο και κανενός είδους εξωτερικός  έλεγχος να μας βγάλει.
Θ.Π. Διάβαζα προχθές ότι το Σεπτέμβριο αυξήθηκαν τα έσοδα του κράτους από το ΦΠΑ κατά 17% εξαιτίας των ελέγχων του ΣΔΟΕ και των αποδείξεων που ζητάμε πια, κάτι το οποίο θεωρείται μεγάλη διαφορά. Αυτό είναι πια θέμα νοοτροπίας.
Μας χρειάζεται κατά την γνώμη σας ένας «Γερμανός επίτροπος»;
Μ.Ρ  Όχι δεν μας χρειάζεται. Πιθανόν μας χρειάζεται όμως ένα αδιέξοδο για να προσπαθήσουμε να αυτοπροσδιοριστούμε.
Στην Ελλάδα συνηθίζουμε συχνά να γελάμε με τα χάλια μας. Το γέλιο είναι καλό μήπως όμως χρειάζεται να πάμε και πιο πέρα;
Μ.Ρ Το γέλιο δεν κάνει ούτε καλό ούτε κακό. Αυτός που δεν σκοπεύει να διορθωθεί κάθεται και χαχανίζει και καλοπερνάει και δεν διορθώνει τίποτα. Αυτός πάλι που είναι σε μια διαδικασία βελτίωσης κάποιων πραγμάτων πιθανόν το γέλιο να τον βοηθάει να το συνειδητοποιήσει και να κάνει κάτι για να διορθωθεί αλλά με ψυχραιμία γιατί και ο πανικός δεν είναι ο καλύτερος σύμβουλος προκειμένου να ενεργήσεις. Το γέλιο είναι ένας μηχανισμός απόστασης από το πρόβλημα. Όπως έλεγε ο Τσάρλυ Τσάπλιν «κωμωδία είναι μια υπόθεση σε κοντινό, κωμωδία είναι και η ίδια υπόθεση σε μακρινό πλάνο». Η απόσταση που δίνει το γέλιο σου δίνει την δυνατότητα πολλές φορές να πεις «στάσου…  αφού μπορώ και γελάω δεν είναι και το τέλος του κόσμου…» και αυτό να σου δώσει ένα είδος κουράγιου. Από κει και πέρα ότι κάποιοι από μας απλά γουστάρουμε να χαχανίζουμε και να επενδύουμε στα ίδια μας τα ελαττώματα σίγουρα συμβαίνει. Όμως κανένα βιβλίο, κανένα μουσικό έργο , κανένα θεατρικό έργο δεν άλλαξε τον κόσμο. Ο κόσμος άλλαξε μόνο από τους ανθρώπους.
Θ.Π. Από την άλλη οι Έλληνες είναι και λίγο υποκριτές. Δεν λέμε ότι εγώ είμαι έτσι. Λέμε ο άλλος είναι έτσι. Είναι ο ακριβώς δίπλα αλλά όχι εγώ.

Άννα Αδριανού & Μαρία Γεωργιάδου: "Όπως η Θέλμα και η Λουίζ"


Δυο γυναίκες στον δρόμο προς την προσωπική τους «απόδραση» ή την προσωπική τους ελευθερία. «Όπως η Θέλμα και η Λουίζ» οι αντίστοιχες ηρωίδες του έργου του John Ford Noonan που ανεβαίνει από 8 Οκτωβρίου στο Νέο Ελληνικό Θέατρο του Γιώργου Αρμένη σε σκηνοθεσία, διασκευή, μετάφραση Εμμανουέλας Αλεξίου, Στέλλα και Ασπασία, θα χτίσουν μια δυνατή φιλία- στους τέσσερις τοίχους της κουζίνας ενός διαμερίσματος στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης, όπου συναντώνται για πρώτη φορά- αποζητώντας μια συναισθηματική διέξοδο από δυο αδιέξοδους γάμους και θα αποφασίσουν ένα ταξίδι στην Αθήνα- που προβάλλεται με την μορφή ενός 10λεπτου βίντεο  και με τον Γ. Ζουγανέλη σε ρόλο έκπληξη- επαναστατώντας ενάντια στην φόρμα ζωής που τους έχουν επιβάλει.   «Η ιστορία δεν είναι ίδια με εκείνη της ταινία του Ridley Scott, καθώς το έργο του Nounan προηγήθηκε αρκετά χρόνια. Εκείνο ωστόσο που έδωσε την έμπνευση για το σενάριο του Scott ήταν το γυναικείο δέσιμο», ξεκαθαρίζει από την αρχή η Άννα Αδριανού, την οποία συναντήσαμε μαζί με την Μαρία Γεωργιάδου – υποψήφια δημοτική σύμβουλο Κηφισιάς στον ανεξάρτητο συνδυασμό Πόλη-Φώς- λίγο πριν την πρόβα τους στην αίθουσα Κάρολος Κουν.

Ας ξεκινήσουμε με τις συστάσεις. Ποια είναι η Ασπασία και ποια η Στέλλα ;
Άννα Αδριανού: Εγώ υποδύομαι την Ασπασία. Είναι ένα πλάσμα πολύ συναισθηματικό και από τις δυο είναι εκείνη που διατηρεί μέσα της την μεγαλύτερη παιδικότητα. Ακριβώς επειδή προέρχεται από ένα καλό σπίτι και ταυτόχρονα ψυχρό, από μια οικογένεια που συνεχώς την περιόριζε, έχει παντρευτεί πολύ νέα και έχε ζήσει μια  ζωή πολύ κομιλφό, όλα αυτά τα βιώματα την έχουν κάνει πιο εσωστρεφή και σφιγμένη. Είναι απ τις γυναίκες που έχουν πάθος με την τάξη, νιώθει πολύ μόνη, δεν έχει καθόλου αυτοεκτίμηση και φοβάται πολύ την συναισθηματική επαφή επειδή την έχει τόσο ανάγκη, οπότε είναι η πιο εύθραυστη. Γι αυτό και το παίζει σκληρή. Σαν ρόλος είναι εκείνος που έχει και την μεγαλύτερη εξέλιξη και φέρνει τα περισσότερα δραματικά στοιχεία στο έργο. Εκεί έγκειται και η δυσκολία. Από κει που παίζεις κωμωδία μέσα σε μια ατάκα να πρέπει να είσαι πάρα πολύ σοβαρός και πάρα πολύ αληθινός.
Μαρία Γεωργιάδου: Η Στέλλα είναι ένας χαρακτήρας γυναίκας που ομολογώ ότι θα ήθελα να τον γνωρίσω στην ζωή μου. Θα μπορούσε να είναι φίλη μου. Είναι μια εξωστρεφής γυναίκα με διάθεση να χαρεί την ζωή, να επικοινωνήσει, να δώσει αγάπη. Δεν είναι ιδιαίτερα καλλιεργημένη, ούτε έχει την πνευματικότητα ενός ανθρώπου που έχει ψαχτεί πολύ. Σε ένα επίπεδο ζωής όμως έχει πάρει τα μαθήματά της και έχει ένα είδος λαϊκής σοφίας. Η καταγωγή της είναι εκείνη που την χαρακτηρίζει τόσο στα προτερήματα όσο και στις αδυναμίες της. Είναι σαφώς πιο ανοιχτή με τους γύρω της από την άλλη όμως έχει και ένα είδος καχυποψίας και καπατσοσύνης. Είναι έξυπνη και γοητευτική με τον τρόπο της. Βρίσκεται σε ένα γάμο ,όπου ενώ αγαπά και αγαπιέται βιώνει παράλληλα την απιστία, πράγμα που την κάνει αρκετά ευάλωτη. Έτσι αναζητά την αγάπη και την εμπιστοσύνη που της λείπει σε μια φιλία.

Αισθάνεστε περισσότερο Θέλμα (=Στέλλα) ή Λουίζ (=Ασπασία) στην καθημερινότητα σας;
Άννα Αδριανού: Σε αυτή την φάση της ζωής μου δεν αισθάνομαι κοντά σε καμία γιατί έχω βρει τις ισορροπίες μου και δόξα τω θεώ έχω μια πολύ καλή προσωπική ζωή και μια καλή ισορροπία με τον εαυτό μου. Όμως όταν ήμουν πολύ μικρότερη είχα περάσει από τέτοιες καταστάσεις και οφείλω να ομολογήσω ότι όντως είναι πιο κοντά μου η Λουίζ. Δεν ήμουνα ο άνθρωπος που εξωτερίκευε τα συναισθήματά του, οπότε η Λουίζ έχει στοιχεία δικά μου. Όχι σε τέτοιο βαθμό βέβαια. Έχει και πολλές διαφορές από την δική μου προσωπικότητα. Όλο αυτό το αστικό σφίξιμο , ας πούμε και η υποταγή στον άνδρα είναι στοιχεία που εγώ δεν είχα ποτέ. Υπήρξα όμως κλειστή και οχυρωμένη για κάποια χρόνια, οπότε από εκεί μπόρεσα να πιαστώ κατά κάποιο τρόπο.
Μαρία Γεωργιάδου: Θα έλεγα ότι κομμάτι του εαυτού μου αντιδρά σαν την Στέλλα και κομμάτι του εαυτού μου αντιδρά σαν την Ασπασία. Εξαρτάται από το πώς νιώθω και τι σκέφτομαι κάθε στιγμή. Γενικώς είμαι ένα αισιόδοξο άτομο άρα θα έλεγα ότι πιθανότατα από αυτή την άποψη είμαι πιο κοντά στην Στέλλα, παρόλο που έχω περάσει περιόδους μοναχικότητας τις οποίες προφανώς τις είχα ανάγκη.

Πιστεύετε ότι η γυναικεία φιλία είναι πιο ισχυρή ή πιο εύθραυστη απ’ ότι η ανδρική;
Άννα Αδριανού: Πιστεύω πως οι γυναικείες φιλίες είναι πιο βαθιές και πιο ανθεκτικές στο χρόνο, γιατί η γυναίκα από την φύση της έχει πολύ καλύτερη επαφή με τα συναισθήματά της και έχει μάθει να τα εκφράζει περισσότερο σε σχέση με τους άνδρες που δύσκολα εκθέτουν τον εαυτό τους. Η περιθωριοποίηση και η καταπίεση του γυναικείου φύλου ανά τους αιώνες μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον εξάλλου συνέργησαν ώστε η γυναικεία φιλία να αποτελέσει έναν τρόπο επιβίωσης.
Μαρία Γεωργιάδου: Αν και δεν έχω μπει σε ανδρικές παρέες για να γνωρίζω πως λειτουργεί η ανδρική φιλία, πιστεύω ότι κάπως έτσι θα λειτουργεί και για τους άνδρες. Απλώς επειδή η γυναίκα από την φύση της και εξαιτίας του τρόπου διαπαιδαγώγησής της έχει μάθει πιο εύκολα να εκφράζει την αδυναμία της, την διευκολύνει στην φιλία, ως προς το να ανοιχτεί και να επικοινωνήσει αυτά που την πονάνε και έτσι να αισθανθεί πως την ξορκίζει. 

**Το έργο «Όπως η Θέλμα και η Λουίζ» του John Ford Noonan  πρωτοανέβηκε στo Astor Place Theatre της Νέας Υόρκης το 1979, με τίτλο «A coupla white chicks sitting around talking», με πρωταγωνίστριες τη Σούζαν Σαράντον και την Εϊλήν Μπρέναν.**