Pages

Συνέντευξη με τον Αποστόλη Τότσικα

AΠΟΣΤΟΛΗΣ ΤΟΤΣΙΚΑΣ
«ΠΑΙΔΙ ΗΜΟΥΝ ΣΕΜΝΟΣ
ΚΑΙ ΝΤΡΟΠΑΛΟΣ»




Ένα έργο για τη διπλή
φυλακή της μοναξιάς και
του εγκλεισμού, το σκοτάδι
της απόγνωσης και την
ηλιαχτίδα που φέρνει πάντα
η ελπίδα ανεβαίνει σε λίγες
μέρες στο θέατρο Τόπος
Άλλου. « Ήταν η επιμονή
και η υπομονή του Νίκου
Καμτσή που με βοήθησε
πολύ να επιλέξω αυτό τον
ρόλο φέ τος, γιατί
πραγματικά δεν ή ξε ρα αν θα
έκανα θέατρο. Τελικά,
όμως, το έργο αυτό με
κέρδισε και θέλησα πάρα
πολύ να το κάνω», μας λέει
λίγες μέρες πριν από την
επίσημη πρεμιέρα του έργου,
στις 21 Φεβρουαρίου, ο
Αποστόλης Τότσικας, μιλώντας
στην εφημερίδα «metro» για τη
θεατρική συνάντησή του με τον
ήρωα που πρόκειται να
υποδυθεί σε λίγο καιρό στο
αριστούργημα του Άλι Τέιλορ
«59 σερβίτσια μόνο», υπό τις
σκηνοθετικές οδηγίες του
Νίκου Καμτσή.


Πενήντα εννέα σερβίτσια
για πενήντα εννέα κρα -
τούμενους, ανάμεσά τους
και ο Άαρον: «Ο ήρωας που
υποδύομαι είναι ένας
έγκλει στος στις φυλακές
ανηλί κων, που προσπαθεί
να βρει τον δρόμο του, αλλά
δυστυχώς οδηγείται στον
κατήφορο, μπλέκοντας σε
συμμορίες και διάφορες
κακοτοπιές μέσα στη φυ -
λακή. Είναι ένας άνθρωπος
κυκλοθυμικός, που βιώνει
πολύ έντονα τη μοναξιά
του, δίχως να δέχεται επι -
σκέψεις από κανέναν. Έτσι,
όταν γνωρίζει τη Μάρθα και
τον Στιούαρτ, βρίσκει μια
χαραμάδα ελπίδας!».
Ο ρόλος του φέτος βαρύς
και διαφορετικός,
σμιλεμένος μέσα από πολύ
προσωπική και επίπονη
δουλειά, ιδωμένος μέσα
από βιώματα άλλων, αλλά
και προσωπικές εμπειρίες:
«Για μένα ένα βίωμα ήταν
όταν ήμουν στον στρατό,
που μοιάζει κάπως από την
πλευρά της ψυχολογίας του
εγκλεισμού. Κατά τα άλλα,
όμως, σίγουρα δεν έχω
αντίστοιχα βιώματα. Το
μόνο που έκανα για να μπω
στην ψυχολογία αυτών των
ανθρώπων ήταν να διαβά -
σω μια εφημερίδα που εκδί-
δεται από τους
κρατούμενους, όπου
γράφουν για τα δικαιώματά
τους. Ο κόσμος της
φυλακής είναι οπωσδήποτε
κάτι εντελώς διαφορετικό,
το οποίο δεν το αντιλαμβα-
νόμαστε, γιατί για μας ανή-
κει απλά στο περιθώριο».
Η δύναμη της ενέργειας
του Άαρον, που παρασύρει
τα πάντα στο πέρασμά του,
αποτελεί ένα στοιχείο κοινό
και για τους δύο, δυο χαρα-
κτήρες κατά τα άλλα πολύ
διαφορετικούς, αν και,
όπως παραδέχεται ο Απο -
στό λης, «μικρός ήμουν κι
εγώ ατίθασος, αλλά αυτά
ήταν απλώς κάποιες εξάρ-
σεις. Κατά τα άλλα, ήμουν
πολύ σεμνός και
ντροπαλός» και σίγουρα
ένας άνθρωπος αισιόδοξος
που απεχθάνεται τη βία.
Όσο για το ψυχολογικό
φορτίο ενός τέτοιου ρόλου,
«εξαρτάται από το πόσο
ασχολείσαι με αυτόν. Στην
προκειμένη περίπτωση
εμείς έχουμε γύρω στον
έναν μήνα - και μπορώ να
πω ευτυχώς, γιατί δεν θα
άντεχα παραπάνω σ’ αυτό
τον ρόλο».


Δέσποινα Ραμαντάνη
Metro, 19/02/2010

"Για μια Φούχτα Μπάμιες"


«Για μια
φούχτα
μπάμιες!»



Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένα κορίτσι που λεγό-
ταν Κοκκινοσκουφίτσα και
ξεκίνησε να επισκεφτεί την
άρρωστη γιαγιά της, όταν
για κακή της τύχη
συνάντησε τον κακό τον
λύκο! Cut! Οι εποχές έχουν
αλλάξει. Οι ρόλοι έχουν αντι-
στραφεί. Οι παλιοί θύτες
γίνονται θύματα και η ανα-
τροπή των ισορροπιών στις
συνθήκες συμβίωσης και
επιβίωσης των όντων στο
σύγχρονο οικοσύστημα επι-
βάλλουν μια νέα ανάγνωση
των μύθων. Έτσι η Κοκκινο-
σκουφίτσα του 21ου αιώνα
δεν είναι ένα αθώο και
εύθραυστο πλάσμα, αλλά
μια δυναμική νεαρή με γνώ-
σεις ζίου ζίτσου και μηχα -
νάκι για τις μετακινήσεις
της, ενώ οι φτωχοί λύκοι του ερη-
μωμένου δάσους καλούνται
με αντιμισθία «μια φούχτα
μπάμιες» να γίνουν σεκιου-
ριτάδες στη φυτεία του
κυνηγού μπαμπά της. Μετά
τα «Τρία μικρά λυκάκια»,
όπου ο Ευγένιος Τριβιζάς
αναποδογύρισε τον μύθο,
κάνοντάς τα best seller στην
Αμερική, ο εθνικός μας
παραμυθάς ανατρέπει το
στερεότυπο του καλού και
του κακού, θέλοντας να
ευαισθητοποιήσει τους
μικρούς θεατές γύρω από
τον κίνδυνο της ολοκληρωτι-
κής αλλοίωσης του πλανήτη.
Μιλώντας για το νέο του
έργο, οι παραστάσεις του
οποίου συνεχίζονται σε σκη-
νοθεσία Κώστα Φαρμασώνη
και γιορτάζουν την Αποκριά
με άφθονες σερπαντίνες και
κομφετί, ο ίδιος μας είπε: «H
ρήση “ήρθανε τα άγρια να
διώξουν τα ήμερα” έχει αντι-
στραφεί στις μέρες μας.
Εμείς, τα δήθεν ήμερα,
εκδιώκουμε τα άγρια, με τα
οποία μοιραζόμασταν,
αιώνες τώρα, τον πλανήτη.
Και το πράττουμε αποτελε-
σματικά, συστηματικά, ανε-
λέητα, πολλές φορές μέχρι
ολοκληρωτικού αφανισμού
τους. Παραδοσιακά η ενσάρ-
κωση του κακού ήταν οι
λύκοι. Στην εποχή μας
αλλού πρέπει να
αναζητήσουμε τις πηγές
του».


Δέσποινα Ραμαντάνη
Metro, 12/02/2010

Συνέντευξη με τον Βαρδή Μαρινάκη

"Ταξίδι στο όνειρο μέσα από το
Μαύρο Λιβάδι της ελευθερίας..."



H έναρξη της συνομιλίας μας,
μια ανάσα πριν από την επί-
σημη πρεμιέρα της πρώτης
μεγάλου μήκους ταινίας
του, «Μαύρο λιβάδι», στις κινη-
ματογραφικές αίθουσες, συμ-
πίπτει με τα εγκαίνια της έκθε-
σης με φωτογραφικό υλικό
από την ταινία που φιλοξενεί-
ται από την Τετάρτη (10/2) και
για τρεις βδομάδες στο κτίριο
της Ταινιοθήκης. Από την άλλη
άκρη του τηλεφώνου, ο σκηνο-
θέτης Βαρδής Μαρινάκης μάς
ξεναγεί νοερά στους χώρους
της έκθεσης, ξετυλίγοντας
παράλληλα το χρονικό της
προσωπικής του απόδρασης
από την επαγγελματική ασφά-
λεια που προσδίδει η επιστη-
μονική γνώση στην ελευθερία
της καλλιτεχνικής έκφρασης
μέσα από τη σκηνοθεσία.


Από το Πολυτεχνείο, όπου
αποφοίτησε με ειδίκευση στη
Συγκοινωνιολογία, ως το National
Film School του Λονδί νου,
με καθηγητή τον Stephen Frears,
την πρώτη του διάκριση
στο Φεστιβάλ Μπέλο Οριζόντε
το 2002 και τη δεύτερη τρία
χρόνια μετά, στο Λοκάρνο, έως
το σκηνοθετικό «σάλτο μορ-
τάλε» από τις μικρού μή κους
ταινίες σε ένα δράμα εποχής, ο
δρόμος ήταν μακρύς, αλλά το
πάθος και η αγάπη του γι’
αυτή τη δουλειά τον δικαίω-
σαν.
Η ιστορία των γενίτσαρων
διέγειρε από παιδί τη
φαντασία του και το τραγούδι
«Blackfield» του έδωσε την
έμπνευ ση για τον τίτλο της
φιλόδοξης αυτής παραγωγής,
που γυρίστηκε σε μόλις 35
μέρες και τοποθετείται χρονικά
στο 1654. «Είναι αλήθεια ότι το
πέρασμα από τις μικρές στις
μεγάλου μήκους ταινίες δημι-
ουργεί έναν φόβο, που με
μπλόκαρε δημιουργικά για 1-
2 χρόνια. Το ξεπέρασα κάνο-
ντας μια ταινία μικρού
μήκους, και έπειτα αποφάσισα
να καταπιαστώ με κάτι πολύ
μεγάλο. Έτσι βρέθηκα να σκη-
νοθετώ σκηνές που παρακο-
λουθούμε σε αμερικάνικες ή
ευρωπαϊκές ταινίες, όπου ήταν
δύσκολος ο χειρισμός τόσο του
μεγέθους των σκηνών όσο και
της εποχής. Βέβαια, προσπα-
θήσαμε να αποφύγουμε θεα-
τρικότητες στις ερμηνείες και
βαρυφορτωμένα σκηνικά και
κοστούμια». Διατηρώντας
ευρωπαϊκή αισθητική και
νατουραλιστικό σκηνοθετικό
στυλ, η ιστορία ξεκινά όταν
ένας γενίτσαρος (Χρήστος Πασ-
σαλής) σωριάζεται τραυματι-
σμένος μπροστά στην πύλη
ενός γυναικείου μοναστηριού,
όπου τον περιθάλπει η Ανθή
(Σοφία Γεωργοβασίλη), μια
νεαρή μοναχή που διένυσε τον
ιερατικό της βίο ως κορίτσι για
να γλιτώσει το παιδομάζωμα,
ενώ στην πραγματικότητα είναι
αγόρι. «Στην ταινία υπάρχει η
αίσθηση ότι πρόκειται για ένα
αμφίφυλο πλάσμα, κάτι που
ως επιλογή συνδέεται με την
καλλιτεχνική μου συνάντηση
με τη Σοφία κατά τη διάρκεια
του κάστινγκ. Πιστεύω όμως
ότι ένα αγόρι δεν θα έβγαζε
κάτι αντίστοιχο». Όσο για τον
Χρήστο, «έκανε εντατικό
γυμναστήριο, με personal trainer
για 3 μήνες, αλλάζοντας
εντελώς τη σωματική του διά-
πλαση, στην οποία επανήλθε
αμέσως μετά για τις ανάγκες
του “Κυνόδοντα”».
Το φυσικό και το ψυχολο-
γικό τοπίο πάντως συνα ντιού -
νται συμβολικά στην ταινία ως
εκεί που η φύση και ο άνθρω-
πος γίνονται ένα, διαφεύγον-
τας προς το ιδανικό της ελευ-
θερίας!


ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΡΑΜΑΝΤΑΝΗ
Μetro, 12/02/2010

Συνέντευξη με την Ελένη Σκότη

Ελένη Σκότη: «Έχω
συναντήσει γυναίκες
σαν την Τσούνγκα…»



Η θεατρική της διαδρομή με την
ομάδα «Νάμα», της οποίας απο-
τελεί ιδρυτικό μέλος, ξεκινά το
1996 στο θέατρο Πολιτεία, σκη-
νοθετώντας το έργο η «Η νύχτα
με τις μάσκες», ενώ το 2000 τα
θεατρικά της όνειρα αποκτούν
επιτέλους μια μόνιμη στέγη στο
θέατρο Επί Κολωνώ, με το έργο
«Αγαπητή Έλενα» της Λουν-
τμίλα Ραζουμόσκαγια να κάνει
ποδαρικό χαρίζοντάς της το
βραβείο καλύτερης σκηνοθε-
σίας. Τη χρονιά που μας πέρασε, η
τεράστια επιτυχία του «Rottweiler
» θα χαρίσει στην Ελένη
Σκότη το 3ο βραβείο καλύτερης
παράστασης και σκηνοθεσίας
στα βραβεία του Αθηνορά -
ματος: «Ήταν μεγάλη τιμή για
μας να συμπεριλαμβανόμαστε
στις καλύτερες παραστάσεις
δίπλα από μεγάλα ονόματα
όπως ο Στ. Φασουλής και ο Δ.
Παπαϊωάννου…», θα πει λίγο
πριν μας μιλήσει για το «Λα
Τσούνγκα» του Μάριο Βάργκας
Λιόσα, που ανεβαίνει από τις
11 Φλεβάρη στο θέατρο της
οδού Ναυπλίου.


Γεννήθηκε στη Βυρηττό και,
ως κόρη Αμερικανού διπλω-
μάτη, έζησε αρκετά χρόνια στη
Μέση Ανατολή. Στα 15 της πήγε
για σπουδές σε ιδιωτικό σχολείο
στην Αμερική και από τότε
έμεινε και σπούδασε εκεί. Λόγω
της ελληνοαμερικάνικης κατα-
γωγής, δυσκολεύτηκε αρκετά
να αποφασίσει πούβρίσκονται
τελικά οι ρίζες της, όμως μετά
τη γέννηση της κόρης της πήρε
την απόφαση να επιστρέψει
οριστικά στην Ελλάδα, μοιρά-
ζοντας τον χρόνο της ανάμεσα
στη σκηνοθεσία και τη διδα-
σκαλία της αυτοσχεδιαστικής
προσέγγισης στο Studio Nama.
Το έργο που ανεβάζει σε
λίγες μέρες με την ομάδα της
εκτυλίσσεται σε μια παραγκού-
πολη της Λίμα του 1945, μέσα
στο καφενείο της Τσούνγκα, την
οποία υποδύεται η Καρυοφιλιά
Καραμπέτη. Η ηρωίδα είναι μια
γυναίκα κλειστή, γεμάτη με ένα
μυστήριο που λειτουργεί ως
συναισθηματική ασπίδα μέσα
στην κλειστή, ανδροκρατού-
μενη κοινωνία όπου ζει: «Η
Τσούνγκα αντιπροσωπεύει όλη
την εσωτερική δύναμη των
γυναικών σε αυτές τις χώρες,
γυναίκες που έχω συναντήσει
κι εγώ στη Μέση Ανατολή», όσο
για την επιλογή της Κ. Καραμ-
πέτη «ήθελα από καιρό να
συνεργαστώ μαζί της. Το τηλε-
φώνημά της ήρθε την κατάλ-
ληλη στιγμή, καθώς συνέπεσε
με τη χρονική περίοδο που έψα-
χνα πρωταγωνίστρια για το
έργο. Από την πρώτη στιγμή
μού ζήτησε να την αντιμετω-
πίσω όπως και την υπόλοιπη
ομάδα και πιστεύω ότι έχουμε
χτίσει μια γέφυρα επικοινωνίας
που βασίζεται στην ειλικρίνεια
και την εργατικότητα».
Το «Λα Τσούνγκα» είναι ένα
από τα σημαντικότερα έργα του
Βάργκας, ενδεικτικό του ύφους
του μαγικού ρεαλισμού που
διέπει την απόδοση των χαρα-
κτήρων, συνθέτοντας μοναδικά
την υποκειμενική με την αντι-
κειμενική πραγματικότητα και
δημιουργώντας έναν φαντα-
στικό κόσμο, με τη μόνη δια-
φορά ότι στο τέλος οι άνθρωποι
δεν έζησαν «αυτοί καλά και
εμείς καλύτερα», απλώς έζησαν!


Δέσποινα Ραμαντάνη
Metro, 08/02/2010

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΟΛΙΑ ΛΑΖΑΡΙΔΟΥ


«Προσπαθώ να μην πάψω όχι
να κοιτάζω, αλλά να βλέπω…»



Κοιτάζοντας στο βάθος των πραγ-
μάτων, της αλήθειας, της ζωής και
αφήνοντας πίσω τις εντυπώσεις
και αισθήσεις ενός άλλου κόσμου,
περισσότερο ελεύθερου και καθό-
λου ορθολογιστικού, η Αλίκη της
Άντζελας Μπρούσκου, Όλια Λαζα-
ρίδου, μεγάλη πια, οδηγεί τα
βήματά της πίσω στη χώρα των
θαυμάτων, ακολουθώντας αυτή τη
φορά μια ελεύθερη πτώση στα
άπειρα δωμάτια του Διαδικτύου, με
την ελπίδα να ξαναβρεί -ή με τον
κίνδυνο να χάσει οριστικά- τον
εαυτό της, εξασφαλίζοντας, όμως,
σε κάθε περίπτωση το ταξίδι της
στη γνώση!


Πότε ήρθατε για πρώτη φορά σε
επαφή με τον κόσμο της Αλίκης;


Διάβασα το βιβλίο αυτό σε
μεγάλη ηλικία, γι’ αυτό ήταν
κάτι πολύ απελευθερωτικό.
Το παραμύθι μιλάει για έναν
κόσμο που δεν έχει όρια,
είναι εσωτερικά ελεύθερος,
άναρχος και
παραληρηματικός, ενώ εμείς
αντίθετα έχουμε συνηθίσει να
ζούμε στην ορατή, στην αυτο-
νόητη πλευρά της ζωής. Έμοι-
αζε με ένα πέταγμα, μια φυγή
από την πραγματικότητα,
όπως όταν διαβάζεις ένα ποί-
ημα ή όταν βλέπεις ένα όνειρο.


Η τόλμη και η περιέργεια
αποτελούν στοιχεία του χαρακτήρα
σας;


Πιστεύω πως ναι, γιατί και τα
δυο αυτά στοιχεία είναι πολύ
συνυφασμένα με την καλλιτε-
χνική δημιουργία. Μόνο έτσι
μπορεί να προχωρήσει κανείς
καλλιτεχνικά, αλλιώς μένει
στάσιμος.


Η εμπειρία αυτή στάθηκε
παράλληλα αφορμή για ένα ταξίδι
στην παιδική σας ηλικία;


Όχι. Κάνω συχνά τέτοια ταξί-
δια εγώ, ανεξάρτητα από τα
έργα. Ξέρω ότι ο θησαυρός
βρίσκεται εκεί σε ό,τι δημιουρ-
γικό κι αν κάνω, και φροντίζω
να μη χάνω το νήμα που με
συνδέει με το παιδί, χωρίς
βέβαια αυτό να σημαίνει ότι
παιδιαρίζω.


Πόσο εύκολο είναι για έναν ενή-
λικα να κοιτάξει τον κόσμο μέσα
από τα μάτια ενός μικρού παιδιού;


Δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι
για έναν ενήλικα να κοιτάζει
τον κόσμο μέσα από τα μάτια
ενός παιδιού, πιστεύω όμως
ότι ένας καλλιτέχνης σίγουρα
πρέπει να το κάνει.
Για να δεις, εξάλλου, τον
κόσμο σε όλο του το ποιητικό
βάθος, οφείλεις να τον κοιτά-
ξεις με ματιά που να μην είναι
ταυτισμένη μόνο με την κοινω-
νική πραγματικότητα που
ζούμε, η οποία δυστυχώς είναι
πολύ περιορισμένη.


Ποια είναι η σχέση σας με το Δια-
δίκτυο;
Είναι πολύ καλή. Μου αρέσει
να σερφάρω, και γενικότερα
είναι κάτι με το οποίο νιώθω
ότι είμαι εξοικειωμένη.


Είναι αναγκαίο ένα ταξίδι στη
σκοτεινή πλευρά, προκειμένου να
ανακαλύψει κανείς τον εαυτό του;


Πιστεύω ότι είναι καλό να εξε-
ρευνά κανείς το εσωτερικό
του τοπίο, με τις φωτεινές
και τις σκοτεινές του πλευρές.
Είναι λάθος να φοβόμαστε
τις σκοτεινές μας πλευρές.
Εξάλλου σκοτεινές πλευρές
έχουμε όλοι μας
και το ταξίδι σε αυτές μας
μαθαίνει να
τις φοβόμαστε λιγότερο.


Τι συμβολίζει για σας η Αλίκη;


Για μένα η Αλίκη συμβολίζει
έναν άνθρωπο που τολμάει
να μη θεωρεί δεδομένα αυτά
που θεωρούμε αυτονόητα
και που τολμάει να ρωτάει
και να έχει απορίες.


Εσείς είστε από αυτούς τους
ανθρώπους;
Προσπαθώ να είμαι, όπως
επίσης προσπαθώ να μην
πάψω όχι να κοιτάζω,
αλλά να βλέπω, με την
έννοια ότι, αν δεν έχεις
απορίες, δεν θα έχεις και
πιθανότητα να σου
απαντηθούν οι απορίες
αυτές.


ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΡΑΜΑΝΤΑΝΗ
Metro, 05/02/2010