Pages

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΜΑΤΗ ΦΑΣΟΥΛΗ

«Θέλω να ξαναπαίξω το Κλουβί με τις Τρελές πιο πολύ από πέρσι!»

«Είναι η πρώτη φορά που ευχαριστιέμαι τόσο πολύ ένα ρόλο!»

Ποιός είναι στ’ αλήθεια ο Σταμάτης Φασουλής ; «Έλα μου ντε! Και εγώ απορώ. Μια ζωή προσπαθώ, τόσα χρόνια να το μάθω! Δεν μου το χει πει ποτέ , ούτε μου το έχει δείξει».  Για όλους εμάς πάντως είναι αναμφισβήτητα ο άνθρωπος που σε κάθε του θεατρικό βήμα αποδεικνύει ότι οι πραγματικοί δημιουργοί δεν υπογράφουν απλώς με το όνομά τους αλλά με το έργο τους!

«Άλλωστε αυτό που λες εσύ Σταμάτης Φασουλής κι εγώ το λέω εγώ, δεν το συνειδητοποίησα ποτέ. Δεν ξέρω. Δεν είχα ποτέ μου αίσθηση αυτής της πραγματικότητας. Εγώ μόλις τελειώσω το θέατρο δεν βγαίνω έξω. Πηγαίνω σπίτι, μαγειρεύω για τους φίλους μου, καθόμαστε και μετά συζητάμε, τρώμε όλοι μαζί, πίνουμε – ελαφρά – δηλαδή ένα δυο ποτήρια, δεν πίνω παραπάνω- κρασί εννοώ πάντα –μετά διαβάζω δυο τρεις ώρες και μετά κοιμάμαι.. Αυτά κάνω. Αλλά θέλω τους ανθρώπους που αγαπώ και κοινό τραπέζι. Αυτό μ’ αρέσει πάρα πολύ. Δεν βγαίνω έξω αλλά δεν τρώω και μόνος μου σαν το ρημάδι. Ούτε με ένα άτομο. Πάντα στρώνω τραπέζι για πάνω από τρία, τέσσερα άτομα. Και μαγειρεύω πάντα εγώ…» είναι τα πρώτα λόγια του ίδιου για τον Σταμάτη Φασουλή που δεν ξέρουμε, όταν η αυλαία πέφτει και τα φώτα της σκηνής σβήνουν.

«Αγαπώ πολύ το νεοελληνικό έργο»
Εμάς μας περιμένει ωστόσο ένα άλλο δείπνο … στης Ιοκάστης, το οποίο θα αρχίσει να σερβίρεται για δεύτερη συνεχή χρονιά στο θέατρο Δημήτρης Χορν:  «Είναι ένα έργο που μου αρέσει πάρα πολύ και πέρσι σημείωσε τρομερή επιτυχία. Είχε μια πληρότητα γύρω στο 90%. Αγαπώ πολύ το ελληνικό έργο και φροντίζω πάντοτε ότι κι αν ανεβάζω , να ανεβάζω παράλληλα και ένα ελληνικό έργο. Πιστεύω ότι χωρίς νεοελληνικό έργο το ελληνικό θέατρο δεν υπάρχει. Έχουμε ανάγκη από αυτό και όλοι τρώμε εξ’ αυτού. Από τότε που βγήκα στο θέατρο, στον ελληνικό λόγο ποντάραμε. Και με το ελεύθερο θέατρο και αργότερα, το 99 όταν άρχισα στο Βεάκη, όπου έβαλα για πρώτη φορά το νεοελληνικό έργο σε αυτό που λέμε mainstream

«Δεν έχω τελειώσει ακόμα με τον ρόλο της Ζάζα»
 «Πέρσι δεν το πολύ κατάλαβα το Κλουβί με τις Τρελές γιατί μέχρι να τελειώσει η αγωνία τέλειωσε και η παράσταση. Αν και είχαμε εκπληκτική πληρότητα, ήταν τόση πολύ η αδρεναλίνη που πραγματικά δεν καταλάβαινα τι γινότανε και τώρα το έχω επιθυμήσει. Θέλω να το ξαναπαίξω πιο πολύ από πέρσι. Είναι ένας ρόλος με τον οποίο νιώθω ότι δεν έχω τελειώσει ακόμα. Και νομίζω δεν θα τελειώσω και εύκολα γιατί όλο ανακαλύπτω πράγματα. Όλο θέλω να προσθέσω κάτι άλλο. Όλο κάτι θέλω να αλλάξω και το πιο σημαντικό : όλο κάτι θέλω να αφαιρέσω. Ξέρεις εκεί φαίνεται και το πόσο αγαπάς έναν ρόλο, ή πόσο τον προσέχεις. Όταν βγάζεις τα περιττά. Πάντως μου φαίνονται λίγες οι δεκαπέντε παραστάσεις. Θα θελα να το παίξω κι άλλο. Τόσα χρόνια στο θέατρο, να μην ευχαριστηθώ κι εγώ μια φορά στη ζωή μου; Συνήθως όταν έπαιζα κάτι έλεγα ουφ τέλειωσε , πάμε παρακάτω. Και πάντα ήθελα να ετοιμάσω κάτι καινούριο. Γιατί εγώ μετά από δέκα μέρες από την παράσταση αρχίζω και σκέφτομαι τι θα κάνω μετά. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα τόσο ωραία στην ζωή μου μέσα σε ένα ρόλο. Ίσως επειδή το φοβόμουνα πάρα πολύ; Μπορεί κι αυτό. Στους άλλους ρόλους έκανα πως δεν καταλάβαινα και προχώραγα στα βαθιά. Εδώ ήξερα τι με περίμενε και τα  ‘χασα στην αρχή. Κι έπειτα όταν όλο αυτό το πράγμα άρχισε να μιλάει , έμεινα έκπληκτος!»

«Μια γλώσσα ψυχής»
« Η πρώτη επαφή μου με το βιβλίο του Ταχτσή «Το Τρίτο Στεφάνι» έγινε πολύ παλιά , το 1971. Ο Διαγόρας ο Χρονόπουλος και η Χριστίνα Αγριαντώνη  μου το έδωσαν. Ήταν πολιτικοί κρατούμενοι τότε και μου το έδωσαν για να περάσω την ώρα μου, αλλά με ένα χαμόγελο ότι … ξέρουμε πως εσένα θα σου αρέσει… Δεν ξέρω γιατί. Μετά κατάλαβα. Ενθουσιάστηκα από τότε. Δεν είχα συνηθίσει να διαβάζω την γλώσσα αυτή που άκουγα. Είχα συνηθίσει να διαβάζω γραπτά κείμενα. Αυτό ήταν ένα κείμενο ακουστικό. Σχεδόν σαν απομαγνητοφώνηση αλλά όχι απλά μιας γλώσσας. Μιας γλώσσας ψυχής. Ήταν τομή για μένα στη  ζωή μου αυτό το βιβλίο. Άρχισα να γράφω τα νούμερα με έναν διαφορετικό τρόπο, δηλαδή τότε άρχισα ουσιαστικά να γράφω, να βλέπω την γλώσσα αλλιώς, να βλέπω την ζωή αλλιώς και ακόμα και τα πολιτικά σχόλια να γίνονται με άλλο τρόπο από εκείνον που είχαμε μάθει. Ήθελα να το ανεβάσω από  τότε αλλά όλο κάτι συνέβαινε. Και δεν τολμούσα σχεδόν να  το πω. Τότε το ζητούσαν ο Αγγελόπουλος, ο Κακογιάννης για το σινεμά. Τι να ‘λεγα; Το ‘κρυβα. Μέχρι που ήρθε η ώρα του και τώρα μ’ αρέσει πάρα πολύ.»

Ο Σταμάτης Φασουλής, ο κ. Εμμανουήλ και ο Ροϊδης
«Θα θελα μετά από το  «Απόψε Τρώμε στης Ιοκάστης» να ανεβάσω ξανά ένα έργο του Άκη Δήμου και μάλιστα ένα που να το παίξω εγώ. Ακόμα δεν ξέρω τι. Εκείνο που ξέρω είναι ότι το Φλεβάρη θέλω να παίξω σε ένα μικρό θέατρο, 80 θέσεων το μονόπρακτο του Αντώνη Νικολή που είχα κάνει για την Πολιτιστική Ολυμπιάδα, «Ο κ. Εμμανουήλ και ο Ροϊδης».   

Δέσποινα Ραμαντάνη
Metro, Παρασκευή 25/09/09

Συνέντευξη με τον Andrew Quick των Ιmitating the Dog









Imitating the Dog:"Ιστορίες απ'το Μπαρ των Χαμένων Ψυχών!"


Ο μύθος λέει ότι υπάρχει ένα παράξενο ποτό που αν κανείς το πιεί την στιγμή που η τελευταία ακτίνα του ήλιου περάσει μέσα από το ποτήρι του, τότε η πιο βαθιά επιθυμία του θα μπορέσει να πάρει σάρκα και οστά! Το ερώτημα ωστόσο παραμένει. Είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις αυτό που πραγματικά επιθυμείς; Μετά τις διθυραμβικές κριτικές που απέσπασε για το αντισυμβατικό έργο- σταθμό στην πορεία της “Kellerman” το 2008 , η βρετανική θεατρική ομάδα Imitating the Dog ενώνει αυτή τη φορά τις δυνάμεις της με το Εθνικό Θέατρο και τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου στο πλαίσιο του Creative Collaboration Project του Βρετανικού Συμβουλίου και μας ταξιδεύει στον πυρήνα της θεατρικής έκφρασης ανοίγοντας ένα παράθυρο σε ότι οι άνθρωποι αγαπούν και φοβούνται πιο πολύ στη ζωή τους : τις ίδιες τους τις επιθυμίες!


O Andrew Quick &amp & οι Imitating the Dog
Παίζοντας κρυφτό με τις λέξεις όπως και με τις εικόνες οι Imitating the Dog αποκαλύπτουν κάθε φορά ένα κόσμο ψευδαισθήσεων όπου όσα κανείς πιστεύει πως γνωρίζει είναι ακριβώς όσα δεν ξέρει πως αγνοεί. O αινιγματικός, γκροτέσκο κόσμος του Αμερικανού ζωγράφου Eric Fischl με τα ζωντανά χρώματα και τα έντονα κοντράστ ήταν εκείνος που ενέπνευσε αρχικά την ομάδα να υιοθετήσει το όνομα ενός από τους πίνακες του. “Πρόκειται για έναν πολύ ενδιαφέροντα πίνακα που απεικονίζει μια εκ πρώτης όψεως πολύ ρεαλιστική σκηνή , την οποία όμως κοιτάζοντας την κανείς πιο προσεκτικά παρατηρεί πόσο παράξενη είναι. Θεωρήσαμε ότι αυτή η αισθητική προσέγγιση ταίριαζε πολύ στην καλλιτεχνική ταυτότητα της ομάδας και στο αινιγματικό, απατηλό και ανατρεπτικό τρόπο που μας αρέσει να αφηγούμαστε ιστορίες.» μας λέει ο Andrew Quick ιδρυτικό μέλος των Imitating the dog από το 1998 και σκηνοθέτης – συγγραφέας της παράστασης «Ιστορίες από το Μπαρ των Χαμένων Ψυχών» που θα φιλοξενηθεί από τις 16-20 Σεπτεμβρίου στο Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας ενώ στην συνέχεια θα περιοδεύσει στην Λευκωσία και στην Μεγάλη Βρετανία.


Ο ίδιος γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1960, αλλά μεγάλωσε στο Μάντσεστερ. Πήρε την απόφαση να ασχοληθεί με το θέατρο όταν σε ηλικία 14-15 χρονών είδε για πρώτη φορά τον Σάμιουελ Μπέκετ να σκηνοθετεί το έργο του “Krapps Last Tape” καθώς και το «Τέλος του Παιχνιδιού» για έναν θίασο φυλακισμένων. Ακολούθησε σπουδές Λογοτεχνίας και Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του New Castle, όμως ασχολήθηκε πολύ με το θέατρο στο πλαίσιο των σπουδών του. Από το 1984-1989 ίδρυσε την πρώτη του θεατρική εταιρεία στο Leeds ενώ αργότερα επιστρέφει στο Πανεπιστήμιο για να ολοκληρώσει τις διδακτορικές του σπουδές. Το 1991 διορίζεται στο Πανεπιστήμιο του Lancaster ως λέκτορας και λίγα χρόνια αργότερα το 1998 ιδρύει μαζί με τους Seth Honor, Alice Booth, Simon Wainwright και Richard Malcom την πιο πρωτοποριακή ομάδα του σύγχρονου Βρετανικού θεάτρου.


Η καλλιτεχνική ταυτότητα της ομάδας
Αυτό που κάνει μια ιστορία ενδιαφέρουσα δεν είναι τόσο το περιεχόμενο όσο ο τρόπος αφήγησης. Εκεί εντοπίζεται και ο πυρήνας της καλλιτεχνικής ταυτότητας της ομάδας ο οποίος εμπλουτίζεται με την πρωτοποριακή χρήση των ψηφιακών μέσων , των σκηνικών δυνατοτήτων και της σωματικής έκφρασης δημιουργώντας αλλόκοτους κόσμους μέσα στους οποίους διερευνώνται τα όρια των κυρίαρχων ιδεών του έρωτα, του θανάτου και της σεξουαλικότητας. «Μας ενδιαφέρει πολύ ο κινηματογράφος και μάλιστα λέμε συχνά ότι θα μπορούσαμε να ήμασταν κινηματογραφιστές , όμως αντιμετωπίζουμε το θέατρο σαν ένα πεδίο πειραματισμού και εξερεύνησης των ομοιοτήτων και των διαφορών μεταξύ της αισθητικής του θεάτρου και του κινηματογράφου και του αποτελέσματος που μπορεί να προκύψει αν κανείς θελήσει να συνδυάσει αυτά τα δύο. Τα ψηφιακά μέσα και η κυριαρχία της κινηματογραφικής βιομηχανίας συνιστούν μια πολύ εύθραυστη κατάσταση για το θέατρο και αυτό είναι που μας παρακινεί να διερευνήσουμε τις δυνατότητες της θεατρικής έκφρασης και τις αιτίες για τις οποίες αντέχει στο χρόνο. Έτσι πολλά από τα έργα μας αφορούν την δημιουργία ενός πλαισίου μέσα στο οποίο η φιλμική έκφραση συναντά την θεατρική» Χρησιμοποιώντας μια οπτική γλώσσα και λαμβάνοντας υπόψη ότι ζούμε σε μια εποχή όπου όλα έχουν λίγο πολύ ειπωθεί οι Imitating the Dog αναζητούν ένα περιθώριο θεατρικής έκφρασης στη μίμηση διαμορφώνοντας μια νέα ισορροπία ανάμεσα στον κοινωνικό και οργανωμένο και στον αντικοινωνικό και ανοργάνωτο ρόλο του θεάτρου.


Η Ιστορία του Μπαρ των Χαμένων Ψυχών
Στο τέλος της ζωής του , ένας άνδρας ζητά από τον μοναδικό του φίλο να διορθώσει ένα λάθος που έκανε χρόνια πριν. Ο φίλος του δέχεται και ξεκινά ένα ταξίδι που τον πάει πίσω στο Μπαρ των Χαμένων Ψυχών, ένα μέρος που όπως λένε, οι πιο βαθιές επιθυμίες μπορούν να πάρουν σάρκα και οστά. Η μαγικά ρεαλιστική ιστορία του έργου διαδραματίζεται στην προκυμαία . Το μέρος μοιάζει με την ζωή. Αν τολμήσει κανείς να μπει θα πρέπει να έχει μάτια και πίσω . Είναι σίγουρα ένα επικίνδυνο όμως αν καταφέρει να επιβιώσει, δεν ξεχνά ποτέ την εμπειρία. Κάπως έτσι ξεκινά η ιστορία του έργου που εμπνέεται από το μωσαϊκό των ανθρώπων που συναντά κανείς κοντά σε λιμάνια και σιδηροδρομικούς σταθμούς θέλοντας να επισημάνει τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία ανάμεσα στις χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης και στην Μεγάλη Βρετανία. Επί σκηνής δημιουργείται ένα τεράστιο παράθυρο με θέα στην «έκπληξη που προσφέρει πάντοτε η επιθυμία» και μέσω ενός ατμοσφαιρικού φωτισμού μεταμορφώνεται σε κινηματογραφική οθόνη μέσα από την οποία το κοινό παρακολουθεί ένα καρναβάλι αλύτρωτων χαρακτήρων που αποκαλύπτονται μέσα από ένα μακάβριο γαϊτανάκι αμαρτολών και λυτρωτικών ιστοριών αγάπης και μίσους, ζωής και θανάτου.
Δέσποινα Ραμαντάνη
Μetro Tρίτη 15-09-2009